Τι να περιμένουμε από την κυβέρνηση των Εργατικών στη Βρετανία. Του Θεόδωρου Τσέκου

Ο Κιρ Στάρμερ θριάμβευσε λαμβάνοντας 9.686.329 ψήφους σε αντίθεση με τον δύο φορές ηττημένο Τζέρεμι Κόρμπιν, ο οποίος όμως έλαβε 10.269.051 το 2019 και 12.877.918 το 2017. Η αποχή φέτος ήταν μεγαλύτερη, ωστόσο, ειδικά στην περίπτωση εκλογών «πρώτης τάξεως», η αποχή συνιστά πολιτική συμπεριφορά, και η μείωση του αριθμού των ψήφων συνιστά μορφή εκλογικής απόρριψης. Μάλλον δεν πρόκειται λοιπόν περί νίκης των Εργατικών αλλά ήττας των Συντηρητικών που απώλεσαν 7 εκατομμύρια ψήφους.

Επιπλέον καταγράφεται ακόμη μια σκιά στη νίκη των Εργατικών: η έλλειψη ενός σαφούς πολιτικού οράματος. Ο Τζόναθαν Γουάιτ, καθηγητής στο LSE, επισημαίνει στον New Statesman (1/7/24) την απουσία ενός συνολικού εναλλακτικού αφηγήματος: «Πέρα από την εστίαση στην αποτελεσματική εφαρμογή κάποιων μέτρων, η ρητορική του κόμματος είναι κενή».

Ωστόσο υπάρχει μια σημαντική εξαίρεση στην παραπάνω εικόνα: η οικονομική πολιτική. Η νέα υπουργός Οικονομικών, Ρέιτσελ Ριβς, έχει διαμορφώσει «αφήγημα», τα securonomics, τα οικονομικά δηλαδή που διασφαλίζουν τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες. Οι Εργατικοί τάσσονται υπέρ του κρατικού παρεμβατισμού, επιλέγοντας όμως την ενίσχυση της προσφοράς και όχι της ζήτησης. Δεν προσχωρούν βέβαια στην εκδοχή των φοροαπαλλαγών και των trickle-down effects, αλλά σε εκείνη που η Τζάνετ Γέλεν αποκαλεί «σύγχρονα οικονομικά της προσφοράς».

Εστιάζουν σε ένα κράτος που αναπτύσσει εθνική βιομηχανική στρατηγική, ιεραρχεί πεδία παραγωγής και επενδύει σε αυτά με κριτήριο κυρίως τις εθνικές ανάγκες σε καταναλωτικά ή κεφαλαιουχικά αγαθά και υπηρεσίες που επιλέγεται να καλυφθούν με εγχώρια παραγωγή και υποκατάσταση των εισαγωγών, για λόγους οικονομικής ανεξαρτησίας.

Στοχεύουν να επενδύσουν δημόσιους πόρους σε στρατηγικούς τομείς με σκοπό αυτοί να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά, ενεργοποιώντας ιδιωτικές επενδύσεις με τελικό σκοπό τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας.

Το σχέδιο αποκλήθηκε πρωτοβουλία «καπνιστού σολομού και αυγών σκραμπλ» διότι διαμορφώθηκε σε συναντήσεις με τους ανθρώπους της αγοράς υπό μορφή προγεύματος εργασίας. Οι Εργατικοί έχουν δεσμευτεί κάνοντας προεκλογική εκστρατεία ως «κόμμα υπέρ της επιχειρηματικότητας» («pro-business party») ότι έτσι ακριβώς θα κυβερνήσουν.

Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Δεσμεύτηκαν ότι δεν θα υπάρξουν αυξήσεις στον φόρο εισοδήματος ή στις ασφαλιστικές εισφορές. Με στόχο τη δραστική μείωση του χρέους σε βάθος πενταετίας, διαθέσιμη εναλλακτική οδός είναι η μείωση των δημόσιων δαπανών. Η Ριβς δήλωσε ότι δεν έχει ψευδαισθήσεις για το μέγεθος των δημοσιονομικών προβλημάτων και είναι έτοιμη να λάβει «δύσκολες αποφάσεις».

Ήδη όμως αντιμετωπίζει αντιδράσεις από τα συνδικάτα και την αριστερή πτέρυγα του κόμματος, που καταγγέλλουν την αποδυνάμωση των πολιτικών στήριξης των εργαζομένων, ενώ το Institute for Fiscal Studies χαρακτήρισε τις προβλεπόμενες αυξήσεις για δημόσιες υπηρεσίες «ελάχιστες έως ασήμαντες».

Η αγορά ανησυχεί. Η Ριβς ρωτήθηκε αν δέχεται πιέσεις για πιο γενναιόδωρα πακέτα υπέρ των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης των «βικτοριανής εποχής» συμβάσεων μηδενικών ωρών. Και απάντησε: «Θα έλεγα στις επιχειρήσεις ότι δεν χρειάζεται να ανησυχούν…στο πρόγραμμά μας προβλέπεται πως εργασία 12 εβδομάδων με κανονικό ωράριο δίνει δικαίωμα σύμβασης με το ωράριο αυτό. Εάν όμως ο εργαζόμενος θέλει να διατηρήσει την ευελιξία της σύμβασης μηδενικού ωραρίου, ο εργοδότης μπορεί να συνεχίσει να του την προσφέρει». Το θέμα λοιπόν παραπέμπεται σε διμερή διαπραγμάτευση εργαζομένου/ης – επιχείρησης, που δεν συνιστά τον καλύτερο τρόπο προστασίας της αδύναμης πλευράς.

Ανακύπτει λοιπόν εδώ αντίφαση μεταξύ της «Αλλαγής» που επαγγέλλονται οι Εργατικοί και της συνέχειας που η «pro-business» στρατηγική τους απαιτεί, δεδομένου ότι παραπλήσια στρατηγική ακολουθούσαν και οι Συντηρητικοί. Βεβαίως ο «φιλο-επιχειρηματικός» προσανατολισμός των Εργατικών υποτίθεται ότι δίνει έμφαση σε επιχειρήσεις οι οποίες εντάσσονται σε ένα οργανωμένο στρατηγικό σχέδιο που εκπονεί η κυβέρνηση. Και εδώ τίθενται δύο ερωτήματα- προϋποθέσεις:

Πρώτον, ποια τα εργαλεία πειθαναγκασμού που διαθέτει η κυβέρνηση προκειμένου να επιβάλει στις «κομβικού» χαρακτήρα επιχειρήσεις να συμπεριφερθούν με τον τρόπο που το «στρατηγικό σχέδιο» προβλέπει. Οι επιχειρήσεις λαμβάνουν τις αποφάσεις τους με κριτήρια τη δική τους κερδοφορία και ανάπτυξη και όχι με κριτήρια γενικού συμφέροντος. Περιπτώσεις όπου η αγορά εντάχθηκε σε ευρύτερα πολιτικά σχέδια υπάρχουν ιστορικά, αλλά αφορούν είτε μορφές συντεχνιακού κράτους και αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, είτε εποχές κυριαρχίας ιδεών για τον κεντρικό ρόλο του κράτους σε συνδυασμό με μαζική δημόσια χρηματοδότηση όπως η μεταπολεμική, είτε εθνικές κουλτούρες που προτάσσουν το συλλογικό συμφέρον, όπως η ιαπωνική, νομιμοποιώντας τον επιτελικό ρόλο του αρμόδιου υπουργείου ΜΙΤΙ/ΜΕΤΙ. Καμία από τις συνθήκες αυτές δεν συντρέχει στην περίπτωση της σημερινής Βρετανίας.

Δεύτερον, πόσο θα διαρκέσει ο κύκλος της ανάπτυξης μέχρις ότου παραχθεί αρκετός πλούτος ώστε αυτός να διαχυθεί καθοδικά ενισχύοντας τα εισοδήματα των αδύναμων κοινωνικών ομάδων. Διότι στο βάθος αχνοφαίνεται μια trickle-down αντίληψη χωρίς κάποιο σχέδιο συνδυασμένης μεγέθυνσης και μοιράσματος της πίτας. Ακολουθείται μάλλον η κλασική αντίληψη περί διαδοχής των σταδίων: πρώτα μεγέθυνση, μετά διανομή. ‘Αρα η διάχυση της ευημερίας αναμένεται μακροπρόθεσμα. Μακροπρόθεσμα, όμως, όπως παρατήρησε ο Κέινς, θα έχουμε όλοι πεθάνει. Στο ενδιάμεσο δε, διεξάγονται εκλογές.

Δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών www.efsyn.gr