Ο αλγόριθμος και οι φόροι. Του Κώστα Καλλίτση
Ποιο είναι το μείζον πρόβλημα για τη μισθωτή εργασία; Ότι το ποσοστό κάλυψής της από συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι από τα χαμηλότερα στους 27 της ΕΕ, περί το 20% -παραπέμπει σε τριτοκοσμική παρά ευρωπαϊκή χώρα. Στα χρόνια των μνημονίων, οι συλλογικές συμβάσεις πάγωσαν κι εκτοπίζονταν από ατομικές και επιχειρησιακές που αντί να προσθέτουν αφαιρούσαν εργασιακά δικαιώματα -ήταν το κόστος αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Τώρα, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις θεωρητικά είναι ελεύθερες, πρακτικά ακυρωμένες: Ισχύουν ελάχιστες συλλογικές συμβάσεις (17), διότι όποια επιχείρηση δεν θέλει να διαπραγματευτεί μπορεί να το κάνει χωρίς συνέπειες, χωρίς καν απειλή κυρώσεων, χάρη στο υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο ταξικής αυθαιρεσίας και διάχυτης παραβατικότητας.
Η ΕΕ, με ειδική οδηγία ορίζει ότι συλλογικές συμβάσεις θα πρέπει να καλύπτουν το 80% των μισθωτών κάθε χώρας κι ότι, όπου αυτό δεν συμβαίνει, πρέπει να σχεδιαστεί ο οδικός χάρτης που θα οδηγεί στο 80%. Καθ’ ημάς, η κυβέρνηση κάνει το ακριβώς αντίθετο. Αντί να ενισχύσει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και το θεσμό των κλαδικών συμβάσεων, τα ροκανίζει. Έτσι, έφτασε στο σημείο να καταργήσει ακόμα και τη διαπραγμάτευση για τον κατώτατο μισθό και να την αντικαταστήσει με έναν αλγόριθμο! Γιατί; Για το καλό του κατώτατου μισθού; Ότι ο νόμος απαγορεύει να μειωθεί ο κατώτατος μισθός, είναι προπαγανδιστικές φλυαρίες. Οι μειώσεις μισθών/συντάξεων απαγορεύονταν, αλλ’ όταν ήρθαν τα Μνημόνια και η πολιτική του αποπληθωρισμού, κατακρεουργήθηκαν με ένα νόμο με ένα άρθρο. Ο αλγόριθμος, στ’ αλήθεια, δεν θεσπίζεται ως εγγύηση για την αύξηση του κατώτατου, επιβάλλεται για να απαγορεύει την αύξησή του πάνω από πληθωρισμό και μέση παραγωγικότητα, δηλαδή κάθε αναδιανομή υπέρ του. Αν, για κοινωνικούς ή οικονομικούς λόγους, κριθεί ότι ο κατώτατος χρειάζεται να αυξηθεί περισσότερο, ο νόμος του αλγόριθμου θα το απαγορεύει. Επί της ουσίας, αποστειρώνει τη διαδικασία διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού από την πολιτική και τη διαπραγμάτευση. Γι’ αυτό, δεν θα μακροημερεύσει –θα είναι από τους πρώτους νόμους που θα καταργηθούν.
Η ρύθμιση για τον κατώτατο ήταν η μία από τις δύο εξαγγελίες της εβδομάδας, η δεύτερη αναφερόταν στις φοροελαφρύνσεις που θα γίνουν το 2027. Γιατί τότε; Η σύντομη απάντηση είναι γιατί τότε προβλέπεται να γίνουν εκλογές. Η πιο διεξοδική είναι γιατί με μια εξαγγελία για το 2027, επιχειρείται να καλυφθεί ο θόρυβος από τη μέχρι τότε δημοσιονομική αφαίμαξη της μισθωτής εργασίας -και όσων οικονομικά ασθενέστερων δεν φοροδιαφεύγουν.
Θυμίζω: Εξαιτίας της άρνησης της κυβέρνησης να τιμαριθμοποιήσει τη φορολογική κλίμακα, τα χρόνια 2020-23 ο μέσος μικτός μισθός αυξήθηκε 11% αλλά το μέσο φορολογικό έσοδο 41%. Και στα χρόνια 2024-27, μέχρι τις εκλογές και τις διαφημιζόμενες ελαφρύνσεις, το υπουργείο Οικονομικών υπολογίζει ότι ο μέσος μισθός θα αυξηθεί 15% ενώ η φορολογική επιβάρυνσή του 41%. Επιπλέον, ο όγκος των φορολογικών εσόδων θα συνεχίσει να προέρχεται από τους έμμεσους και, κυρίως, τους υψηλούς συντελεστές ΦΠΑ, αυτό ίσως ανεπαίσθητα βελτιωθεί αλλά δεν πρόκειται να ανατραπεί η καθ’ ημάς αναλογία άμεσων-έμμεσων φόρων -που επίσης παραπέμπει σε τριτοκοσμική χώρα.
Το θέμα, ασφαλώς, δεν είναι μια γενική μείωση των φορολογικών εσόδων -άλλωστε, τα έσοδα από φόρους και εισφορές είναι στο 40,7% του ΑΕΠ, κοντά στο 40%, μέσο όρο της Ευρωζώνης. Το θέμα είναι η αλλαγή της διάρθρωσής τους, με την αύξηση των φόρων στο μεγάλο πλούτο και τα υψηλά εισοδήματα, ώστε να βρεθούν δημόσια έσοδα για τις σύγχρονες ανάγκες (κλιματικές κ. α.) και το φορολογικό σύστημα να περιορίζει αντί να αναπαράγει σε διευρυμένη κλίμακα τις ανισότητες.
Η Ελλάδα προσφέρει την πιο μικρή στον ΟΟΣΑ φορολογία μερισμάτων (5%). Και σε όσα από τα άφθονα, επί 2ετία, ουρανοκατέβατα κέρδη της ναυτιλίας δαπανώνται ενταύθα (σε αγορές εκτάσεων, ακινήτων στις Κυκλάδες, μετοχές εταιρειών κλπ), η φορολογία δε είναι παρά 10% μόνο.
Αν λοιπόν, ο Β. Κικίλιας δοκιμάσει να πείσει τον πρωθυπουργό ότι χρειαζόμαστε έναν κουμπαρά για απαλλοτριώσεις για να μην πνιγεί η Αττική, ίσως να του θύμιζε ότι λεφτά υπάρχουν.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή