Η ηθική του πολέμου. Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Επιφανής προσωπικότητα της αμερικανικής αριστερής διανόησης, ο 87χρονος σήμερα Μάικλ Γουόλτσερ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους πολιτικούς στοχαστές. Στο κλασικό πλέον βιβλίο του «Δίκαιοι και άδικοι πόλεμοι» (Ιωλκός 2008), ο Γουόλτσερ ανέπτυξε έναν ηθικό στοχασμό για τον πόλεμο και προσδιόρισε ένα σύνολο αρχών και κριτηρίων, με βάση τα οποία μπορούμε να κρίνουμε αν ένας πόλεμος είναι δίκαιος ή άδικος. Το ακόλουθο άρθρο του δημοσιεύτηκε στη Wall Street Journal.
«Ενας κατακτητής –έγραφε ο Κλαούζεβιτς– είναι πάντοτε εραστής της ειρήνης. Θα ήθελε να εισβάλει στις χώρες που κατακτάει χωρίς να συναντάει αντίσταση. Για να αποτραπεί αυτό, οφείλουμε να επιλέγουμε να πολεμάμε». Το έγκλημα μιας επίθεσης έγκειται στο ότι υποχρεώνει ανθρώπους να κάνουν αυτή την επιλογή. Βέβαια οι άνθρωποι θα μπορούσαν να επιλέξουν να μην πολεμήσουν, όπως ήδη έκαναν το 1938 οι Τσεχοσλοβάκοι, οι οποίοι είχαν εγκαταλειφθεί από τους συμμάχους τους και υποχρεώθηκαν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους τη ναζιστική Γερμανία. Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πεισμένοι ότι η ορθή επιλογή είναι να υπερασπιστούν τη χώρα τους.
Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Πούτιν ήταν βέβαιος ότι οι Ουκρανοί θα επέλεγαν να μην πολεμήσουν, επειδή η χώρα κυβερνιόταν από ναζιστές και οι πολίτες της αισθάνονταν ότι είναι Ρώσοι κι επομένως θα υποδέχονταν τα ρωσικά στρατεύματα σαν ελευθερωτές. Αν έστω και μία μόνον από αυτές τις υποθέσεις αποκαλυπτόταν ακριβής, δεν θα μπορούσαμε να ορίσουμε τον ρωσικό πόλεμο ως «επιθετικό πόλεμο». Οι Ουκρανοί, όμως, διέψευσαν αυτές τις υποθέσεις. Κατέδειξαν την αξία του ουκρανικού κράτους και της δημοκρατίας πολεμώντας και πεθαίνοντας για να τα υπερασπιστούν. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι παράνομη, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, και είναι άδικη, σύμφωνα με όποιαν εκδοχή της θεωρίας του δίκαιου πολέμου και αν εξετάσουμε. Η απόφαση για την έναρξη ενός πολέμου και η μεταγενέστερη στρατιωτική συμπεριφορά είναι πράγματα που υπόκεινται πάντοτε σε μια ηθική κρίση. Στην Ευρώπη, η θεωρία του δίκαιου πολέμου ανάγεται στον Μεσαίωνα.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της αναπτύχθηκε από καθολικούς θεολόγους, αλλά υπάρχουν και εβραϊκές και μουσουλμανικές εκδοχές της (καθώς και ινδουιστικές, βουδιστικές και κομφουκιανές). Εδώ και κάμποσο καιρό, οι «ρεαλιστές» έχουν αρνηθεί τη λογικότητα και την αποτελεσματικότητα παρόμοιων ηθικών κρίσεων. Ο «ρεαλισμός» είναι η κυριότερη εναλλακτική τόσο προς το διεθνές δίκαιο όσο και προς τη θεωρία του δίκαιου πολέμου. Η διεξαγωγή του πολέμου από τον ρωσικό στρατό παραβιάζει κατάφωρα τη Σύμβαση της Γενεύης και δεν σέβεται ούτε και την επιταγή του δίκαιου πολέμου, σύμφωνα με την οποία πρέπει να πολεμάει κανείς με τέτοιον τρόπο ώστε να αποφεύγει ή να ελαχιστοποιεί τα θύματα στον άμαχο πληθυσμό. Οι Ουκρανοί επέλεξαν να πολεμήσουν, αλλά οι Ρώσοι είναι υπεύθυνοι για τον κίνδυνο στον οποίο είναι εκτεθειμένος ο άμαχος πληθυσμός.
Στο έγκλημα της επίθεσης οι Ρώσοι πρόσθεσαν και εκείνο του ολικού πολέμου σε μία από τις πιο φονικές μορφές του: την πολιορκία των πόλεων. Το να πολιορκείς μια πόλη, όπως έκαναν οι Ρώσοι στη Μαριούπολη, είναι ένας τρόπος διεξαγωγής του πολέμου που θέτει άμεσα σε κίνδυνο τον άμαχο πληθυσμό. Η ιδέα είναι να περικυκλώνεις ένα οικιστικό συγκρότημα, να κόβεις τον εφοδιασμό του, να εμποδίζεις τους πολίτες να το εγκαταλείψουν και να περιμένεις μέχρις ότου αυτοί, πεινασμένοι, θα υποχρεώσουν τους στρατιώτες να παραδοθούν. Οπως όμως οι Ρώσοι θα έπρεπε να θυμούνται καλά, οι πολιορκίες δεν λειτουργούν πάντοτε. Το Λένινγκραντ αντιστάθηκε στην πολιορκία των ναζιστικών δυνάμεων από το 1941 ώς το 1943, χωρίς ποτέ να παραδοθεί, παρά το ότι εκείνη την περίοδο ένα εκατομμύριο πολίτες του πέθαναν από πείνα και από ασθένειες. Οι θεωρητικοί του δίκαιου πολέμου σκέφτονταν διαφορετικά γι’ αυτό το θέμα.
Ο μεσαιωνικός φιλόσοφος Μωυσής Μαϊμονίδης έγραψε ότι «όταν τίθεται υπό πολιορκία μια πόλη με σκοπό να κυριευτεί, αυτή δεν θα πρέπει να περικυκλώνεται από τις τέσσερις πλευρές, αλλά μόνον από τις τρεις από αυτές, για να δοθεί η δυνατότητα διαφυγής σε όποιον θα ήθελε να σωθεί». Αυτή η θέση θα μπορούσε να φανεί αφελής: πώς γίνεται να «περικυκλώσεις» μια πόλη από τις τρεις μόνον πλευρές; Ο κανόνας του Μαϊμονίδη θα φαινόταν ότι απαγορεύει στην πράξη τις πολιορκίες. Στην πραγματικότητα, αυτό που κάνει αυτός ο κανόνας είναι να περιορίζει τις πιθανότητες να κατακτηθεί η πόλη. Αυτό είναι το κομβικό σημείο όλων των κανόνων που αποσκοπούν στο να προστατεύσουν τους αμάχους από τις βαρβαρότητες του πολέμου. Η εσκεμμένη σφαγή των αμάχων θα μπορούσε βέβαια να είναι ένας τρόπος νίκης, αλλά οι στρατοί που θέλουν να πολεμήσουν με «δίκαιο» τρόπο χρειάζεται να αναζητήσουν άλλους τρόπους (και υπάρχουν τέτοιοι).
Το να περικυκλώνεις μια πόλη, όπως κάνουν τώρα οι Ρώσοι, και να εξαπολύεις κανονιοβολισμούς και αεροπορικούς βομβαρδισμούς, που κατευθύνονται αδιακρίτως εναντίον των αμάχων οι οποίοι είναι παγιδευμένοι στο εσωτερικό της, είναι μια στρατηγική που περιορίζει σημαντικά τους κινδύνους για τους δικούς σου στρατιώτες και που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νίκη χωρίς μεγάλο τίμημα για τους εισβολείς.
Παρ’ όλα αυτά, αποτελεί έγκλημα πολέμου. Αλλες χώρες, συμπεριλαμβανόμενων των Ηνωμένων Πολιτειών, έχουν διαπράξει παρόμοια εγκλήματα στο παρελθόν, αλλά το γεγονός ότι στην ιστορία έχουν συμβεί αυτές οι απάνθρωπες αγριότητες δεν είναι ποτέ βάση για τη δικαιολόγηση αυτού που συμβαίνει στο παρόν. Ιστορικά οι ρεαλιστές χλεύαζαν πάντοτε αυτή την επιχειρηματολογία. Πόσοι στρατοί –θα μπορούσε να ρωτήσει ένας ρεαλιστής– έχουν διακινδυνεύσει την επιτυχία μιας στρατιωτικής εκστρατείας ή τις ζωές των στρατιωτών τους προκειμένου να μειώσουν τους κινδύνους στους οποίους θα μπορούσαν να εκτεθούν οι άμαχοι;
Οι σύγχρονοι ρεαλιστές, ωστόσο, σπάνια καταφεύγουν σε παρόμοιες δικαιολογίες. Σχεδόν όλοι δεν δίστασαν να καταγγείλουν τη βαρβαρότητα του ρωσικού πολέμου. Το ρεαλιστικό επιχείρημα παίρνει μια άλλη μορφή, που σχετίζεται με τις αιτίες του πολέμου μάλλον, παρά με τον τρόπο διεξαγωγής του. Οι ρεαλιστές ισχυρίζονται ότι κατανοούν τους λόγους πίσω από την απόφαση του Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία, παρ’ όλο που κατακρίνουν το τίμημα. Αυτοί υποστηρίζουν ότι οι μεγάλες δυνάμεις έχουν δικαίωμα σε μια σφαίρα επιρροής και ότι η ανατολική επέκταση του ΝΑΤΟ αρνήθηκε στη Ρωσία το δικαίωμα στη δική της «φυσική» σφαίρα επιρροής.
Σύμφωνα με αυτή τη θέση, η ιδέα ότι οι μικρές χώρες, που γειτονεύουν με μεγάλες δυνάμεις, έχουν δικαίωμα σε πλήρη ανεξαρτησία και κυριαρχία θα ήταν αφελής. Στην πραγματικότητα, αυτή η ιδέα θεμελιώνει την ηθική κριτική στην εισβολή και είναι δυνατόν να ανιχνεύσουμε την επιβεβαίωσή της στην ιστορία. […]
Αναδημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ’