Oι προϋποθέσεις της προοδευτικής ανασυγκρότησης. Του Θεόδωρου Τσέκου

Η μεγάλη πλειοψηφία όσων τοποθετούνται στον χώρο της κεντρο-αριστεράς συμφωνεί πως η ενότητα της ευρύτερης προοδευτικής παράταξης είναι απολύτως αναγκαία. Το ίδιο τεκμαίρεται και από τους αριθμούς, τα εκλογικά και τα δημοσκοπικά αποτελέσματα. Αυτό μας λέει και η απλή λογική. Απαιτείται ωστόσο αποσαφήνιση των προϋποθέσεων και των όρων επίτευξης της.

1. Κέντρο ή Κεντρο-αριστερά;

Το πρώτο ζήτημα που τίθεται είναι ποιός πολιτικός «τόπος», ποιό αξιακό και ιδεολογικό locus, θα πρέπει να αποτελέσει τον άξονα μιάς τέτοιας ανασυγκρότησης. Κάποιοι απαντούν: «Μα ασφαλώς το Κέντρο. Από την στιγμή που μιλάμε για τον «ενδιάμεσο χώρο» είναι αυτονόητο ότι αυτός θα πρέπει να συγκροτηθεί στο κεντρώο πεδίο» .

Το Κέντρο είναι μεθοδολογία όχι ιδεολογία

Το πρόβλημα είναι ότι η πολιτική επιστήμη δεν καταγράφει το κέντρο ως μια αυτόνομη ιδεολογία. Θα μπορούσαμε να πούμε (δανειζόμενοι την διατύπωση από τον Κώστα Ελευθερίου, Καθηγητή στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο) ότι το Κέντρο αποτελεί μεθοδολογία όχι ιδεολογία. Αντιπροσωπεύει κυρίως μια μορφή πολιτικού πολιτισμού: προτάσσει την ηπιότητα στην πολιτική αντιπαράθεση, την προσπάθεια συνεννόησης σε βασικά ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος και αντιμετωπίζει τον πολιτικο-εκλογικό ανταγωνισμό ως αντιπαλότητα μεν αλλά όχι ως εχθρότητα.

Σε επίπεδο διακυβέρνησης ως «κεντρώα» προσέγγιση χαρακτηρίζεται ο ρεαλισμός , η αναζήτηση της εφικτότητας των ασκούμενων πολιτικών, ο συνυπολογισμός του κόστους εφαρμογής, οι συνθέσεις και οι εξισορροπήσεις μεταξύ διαφορετικών επιδιώξεων, αναγκαίες σε κάθε ανοικτή κοινωνία πολλαπλών συμφερόντων.

Δεν κυβερνά όποιος ελέγχει το Κέντρο αλλά όποιος ελέγχει της Δεξιά ή την Αριστερά

Η εκλογική βαρύτητα του Κέντρου κυμαίνεται κατά κανόνα περί το 20% , γεγονός που του δίνει έναν συμπληρωματικό ρόλο στην συγκρότηση της εκλογικής πλειοψηφίας, κρίσιμο μεν υπό συγκεκριμένες συνθήκες, όχι όμως κυρίαρχο. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, επί παραδείγματι, δεν κυβερνά επειδή έχει πάρει την πλειοψηφία (το 58% σύμφωνα με δημοσκόπηση της Prorata 2/24) του κεντρώου 20% αλλά επειδή έχει κατακτήσει την πλειοψηφία του 40% της ευρύτερης δεξιάς, δηλαδή της πολιτικά συντηρητικής και οικονομικά φιλελεύθερης παράταξης. Κατ’ αναλογία η πολυετής διακυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου δεν βασίστηκε στην κυριαρχία επί του Κέντρου αλλά στην προσέλκυση ευρύτερων στρωμάτων που είχαν ταυτιστεί με την ΕΑΜική αντίσταση και αποτελούσαν την πολιτική κληρονομιά της μετεμφυλιακής ΕΔΕΚ του Πλαστήρα αλλά και μεγάλου μέρους της ΕΔΑ. Πριν από τον Ανδρέα οι ίδιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις είχαν δώσει την πλειοψηφία στον «Γέρο» και είχαν συμπαραταχθεί με τον ανένδοτο αγώνα του.

Κεντρο-δεξιά και Κεντρο-αριστερά

Στην πραγματικότητα το Κέντρο, ως πεδίο μετριοπάθειας, συναινέσεων και ρεαλισμού, συγκροτείται από ατομικά και συλλογικά υποκείμενα που προσέρχονται και από τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος. Υπάρχουν μετριοπαθής και συναινετική αριστερά και αντίστοιχα, δεξιά. Υπάρχει εν τέλει κεντρο-αριστερά και κεντρο-δεξιά. Έχει κρίσιμη άλλωστε σημασία για την διακυβέρνηση από ποια πλευρά θα προσεγγίζονται οι μετριοπαθείς πολιτικές, η σύνθεση και η εξισορρόπηση των διαφορετικών επιδιώξεων. Είναι διαφορετικά τα αποτελέσματα μιας προοδευτικής πολιτικής ατζέντας που υλοποιείται με όρους ρεαλισμού και μετριοπάθειας και άλλα τα αποτελέσματα μιας συντηρητικής ατζέντας που υλοποιείται με αντίστοιχη μέθοδο. Εξάλλου όποτε κυριαρχούν ριζικά διλήμματα πολιτικής η διαχωριστική γραμμή δεξιάς- αριστεράς επανέρχεται και το κέντρο διασπάται στις δύο αξιακές και ιδεολογικές συνιστώσες του.

Κατ’ ακολουθία εκλογικά το κέντρο δεν μετακινείται ενιαία άλλοτε προς τα δεξιά και άλλοτε προς τα αριστερά: διασπάται σε άνισα ποσοστά.

Από την πρόσφατη κρίση και μετά διαχωριστή γραμμή μεταξύ κεντρο-δεξιάς και κεντρο-αριστεράς αποτελεί η τυφλή πίστη στον αυτοδίκαια ευεργετικό χαρακτήρα της αγοράς, η εμπιστοσύνη στους αυτοματισμούς της, και ο αντικρατισμός (αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν βέβαια ως αντίδραση στην κυριαρχία του κομματικού κράτους, των πελατειακών πρακτικών, των συνδικαλιστικών ακροτήτων κλπ)

Το σημερινό Κέντρο εντάσσεται κατά πλειοψηφία στην κεντρο-δεξιά. Με βάση πρόσφατες έρευνες κοινής γνώμης άλλωστε οι κεντρώοι εκφράζουν πλειοψηφικά σε πολλά ζητήματα συντηρητικές αντιλήψεις (Στοιχεία της Prorata, έρευνα «Το αίνιγμα του Κέντρου» 2/24 ).

a. Πιστεύουν ότι οι ανισότητες είναι αναπόφευκτο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης (ποσοστό 74% σε όσους δηλώνουν κεντρώοι έναντι 59% του γενικού πληθυσμού),

b. Προτάσσουν την ατομική ευθύνη δεχόμενοι ότι όλοι έχουν ίσες ευκαιρίες, ορισμένοι όμως δεν τις εκμεταλλεύονται (55% σε όσους δηλώνουν κεντρώοι έναντι 48% στον γενικό πληθυσμό),

c. Θεωρούν ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια θετική κατάσταση, μια έννοια που αποτελεί κόκκινο πανί για τους αδύναμους και ανασφαλείς της εποχής μας που στρέφονται προς την ακροδεξιά, υποστηρίζοντας τις αντιμεταναστευτικές πολιτικές, τον μερκαντιλισμό των δασμών και τον απομονωτισμό, (58% σε όσους δηλώνουν κεντρώοι έναντι 37% στον γενικό πληθυσμό)

d. Τάσσονται κατά της φορολόγησης του μεγάλου πλούτου (49% σε όσους δηλώνουν κεντρώοι έναντι 34% στον γενικό πληθυσμό)

e. Είναι «αντικρατιστές» θεωρώντας ότι: * το κράτος είναι υπερβολικά παρεμβατικό στην οικονομία (39% σε όσους δηλώνουν κεντρώοι έναντι 28% στον γενικό πληθυσμό), * το κράτος δεν μπορεί να διαχειριστεί μόνο του τα αγαθά δημοσίου ενδιαφέροντος [υγεία, παιδεία, νερό, ενέργεια] και θα πρέπει να τα παραχωρήσει στον ιδιωτικό τομέα ή να τα διαχειριστεί σε συνεργασία μαζί του (28% σε όσους δηλώνουν κεντρώοι έναντι 17% στον γενικό πληθυσμό) Το παραπάνω αξιακό -ιδεολογικό πλαίσιο είναι προφανώς ασύμβατο με τις ιδέες της πληθυντικής αριστεράς και εξηγεί την εκλογική ελκυστικότητα της Νέας Δημοκρατίας προς το συγκεκριμένο κοινό.

Συμπερασματικά η διεκδίκηση αυτού του Κέντρου -στην πραγματικότητα της κεντρο-δεξιάς- είναι μια αναποτελεσματική στρατηγική για δύο λόγους:

(α) διότι είναι ασύμβατη με τον αξιακό πυρήνα της ευρύτερης, προοδευτικής παράταξης, άρα η προσέλκυση ενός τέτοιου κοινού όχι μόνο δεν πρόκειται να ενισχύσει διαρθρωτικές αλλαγές σε προοδευτική κατεύθυνση, αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα τις ανασχέσει και θα τις υποσκάψει.

(β) διότι η (νέο-) φιλελεύθερη δεξιά είναι καταλληλότερα τοποθετημένη στο πολιτικό φάσμα για να το προσελκύσει.

2. Οι στρατηγικές προτεραιότητες για την ανασυγκρότηση της Κεντρο-αριστεράς

Η Κεντρο-αριστερά με την έννοια μιας προοδευτικής, πληθυντικής, μετριοπαθούς και ρεαλιστικής, κυβερνώσας παράταξης παραμένει ιστορικά αναγκαία διότι παρά τις διαρκείς αναπροσαρμογές και διαφοροποιήσεις των παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, τις τεχνολογικές μεταβολές και επαναστάσεις, η βασική διαφοροποίηση σε ευνοημένους και μη ευνοημένους, σε νικητές και ηττημένους από το εκάστοτε πρότυπο παραγωγής και διανομής πλούτου αναπαράγεται διαχρονικά, στην μακρά διάρκεια.

Η προοδευτική παράταξη μπορεί λοιπόν να είναι χρήσιμη στις κοινωνίες μας και στην εποχή μας επειδή -και όταν- εκφράζει τις ανάγκες και τα συμφέροντα των οικονομικά και κοινωνικά αδύναμων στρωμάτων. Βασική προτεραιότητα πρέπει, συνεπώς, να αποτελέσει η επανακατάκτηση των στρωμάτων που δεν ευνοούνται από τις πολιτικές που χαράσσονται με βάση το προαναφερθέν συντηρητικό αξιακό και ιδεολογικό πλαίσιο, δηλαδή η επανασυγκρότηση της Κεντρο-αριστεράς. –

Διαδρομές προς την ενότητα

Εύκολα μπορούμε να διακρίνουμε τρία αφηγήματα σχετικά με την επίτευξη της, αναγκαίας για την ανασυγκρότηση, ενότητας.

● Σύγκλιση των υπαρκτών δυνάμεων στον ευρύτερο χώρο,

● Υπέρβαση των υπαρχόντων κομμάτων και κινήσεων με δημιουργία ενός νέου σχήματος,

● Απορρόφηση , δηλαδή ενότητα δια της διεύρυνσης ενός εκ των υπαρχόντων κομμάτων, κατά τεκμήριο του ισχυρότερου, με ένταξη σε αυτό των υπολοίπων σχημάτων.

Από τις παραπάνω εναλλακτικές κυριαρχεί σήμερα η «διαδρομή» της απορρόφησης. Σε όλα τα κόμματα της κεντρο-αριστεράς και της αριστεράς υπάρχουν δυνάμεις, αλλού πλειοψηφικές αλλού μειοψηφικές, που προτάσσουν ακριβώς αυτό το αφήγημα. Αποτελεί την επίσημη στρατηγική ΠΑΣΟΚ, ενώ υπήρξε επίσημη στρατηγική Σύριζα υπό τις προηγούμενες ηγεσίες του, ( ο Σ. Κασσελάκης πιο πρόσφατα [10/24] μιλούσε για «Σύριζα αυτόνομο και αυτοδύναμο», για «δήθεν κεντροαριστερή κατασκευή» και για «συνιστώσες της διαπλοκής»). Παραμένει και σήμερα κυρίαρχο αφήγημα δυνάμεων εντός του Σύριζα (βλ. π.χ. τοποθετήσεις Παύλου Πολάκη για “ενότητα αργότερα “…“με κορμό τον Σύριζα”), ενώ η ιδεολογική καθαρότητα που προτάσσει μέρος της Νέας Αριστεράς, δηλαδή οι συγκλήσεις μόνο με όσους ταυτίζονται απόλυτα με τις θέσεις μας, έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα.

Αυτή όμως η στρατηγική δεν επιβεβαιώνεται από τα εκλογικά και δημοσκοπικά ποσοστά. Το παράδειγμα του Δήμου της Αθήνας δείχνει αντιθέτως ότι η σύγκλιση στην προοπτική της ενότητας παράγει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα: το τελικό κοινό ποσοστό υπερέβη κατά πολύ το άθροισμα των μεμονωμένων ποσοστών του α’ γύρου. Αντίστοιχα στην Γαλλία η ενότητα της κατακερματισμένης κεντρο-αριστεράς τόσο με την μορφή του Νέου Λαϊκού Μετώπου (NFP) στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές όσο και,με την μορφή της Νέας Λαϊκής Οικολογικής και Κοινωνικής Ενότητας (NUPES) στις βουλευτικές εκλογές του 2022, επέτρεψε και στις δύο περιπτώσεις την επίτευξη πολύ θετικών αποτελεσμάτων που επίσης υπερέβησαν τα αθροιστικά ποσοστά των επί μέρους συνιστωσών.

Κατά συνέπεια, δεδομένων των συνθηκών, οι “διαδρομές” των συγκλήσεων και της υπέρβασης εμφανίζονται ως αποτελεσματικότερες λύσεις – πιθανότατα σαν μια διαδοχή διαδρομών όπου η πρώτη θα αποτελέσει προοίμιο της δεύτερης.

Ενότητα εκλογική και ενότητα προγραμματική

Η ενότητα και οι συγκλίσεις, αυτές καθαυτές, δημιουργούν λοιπόν μια δυναμική απαραίτητη για την κατ’ αρχήν εκλογική επιτυχία. Ωστόσο η εκλογική επιτυχία δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν δεν ακολουθείται από μια περίοδο αποτελεσματικής διακυβέρνησης. Για δε την επιτυχημένη διακυβέρνηση δεν αρκεί η ενότητα σε επίπεδο οργάνωσης και κινητοποίησης: απαιτείται η προγραμματική συμφωνία. Το ίδιο ισχύει ακόμη και για την επιτυχημένη αντιπολίτευση. Τόσο το NUPES όσο και, από ότι φαίνεται , το NFP, δεν μακροημέρευσαν ως ενιαία αντιπολίτευση επειδή ακριβώς υπήρχαν σημαντικές ιδεολογικές και προγραμματικές αποκλίσεις μεταξύ των συνιστωσών που αρχικά κρύφτηκαν κάτω από το (προεκλογικό) χαλί αλλά, αναπόφευκτα, επανεμφανίστηκαν στην πορεία.

Τίθενται λοιπόν ορισμένες προϋποθέσεις για μια ουσιαστική εκλογική ενότητα που θα μετατραπεί στην συνέχεια σε αποτελεσματική διακυβέρνηση. Πρώτον απαιτείται σύγκλιση με όμορες πολιτικές δυνάμεις. Στο ένα άκρο η άποψη “συνομιλώ μόνο με όσους ταυτίζονται πλήρως με τις απόψεις μου” αποτελεί συνταγή απομόνωσης και πολυδιάσπασης. Στο άλλο άκρο η τακτική του “όλοι ενωμένοι”, ανεξαρτήτως αλληλο-αποκλειόμενων βασικών ιδεολογικών παραδοχών και αλληλο-αναιρούμενων προγραμματικών θέσεων, οδηγεί συνήθως σε πλασματική ενότητα και σε διάσπαση μόλις εμφανιστούν τα πρώτα ουσιαστικά διλήμματα πολιτικής. Απαιτείται λοιπόν ενότητα, αλλά εντός των ορίων που μπορούν να διασφαλίσουν μιαν ελάχιστη ιδεολογική και προγραμματική συνοχή.

Προγραμματική ενότητα μπορεί να υπάρξει και μεταξύ πολιτικών δυνάμεων που βλέπουν με διαφορετικό τρόπο το τέλος της διαδρομής. Αρκεί οι πιο ριζοσπαστικοί στρατηγικά εταίροι να διαθέτουν το βασικό στοιχείο του τακτικού ρεαλισμού και να αποδέχονται την θεωρία των σταδίων προς τον τελικό σκοπό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί, και πάλι στην Γαλλία, το Κοινό Πρόγραμμα της Αριστεράς του 1972, το οποίο για μια δεκαετία επέτρεψε την πολιτική συμπόρευση μεταξύ Σοσιαλιστών, Κομμουνιστών και Ριζοσπαστών της Αριστεράς, τόσο στην αντιπολίτευση όσο και στην διακυβέρνηση, μέχρις ότου οι οικονομικές συνθήκες ώθησαν τον Πρόεδρο Μιτεράν να το εγκαταλείψει το 1983.

Ανασυγκρότηση αλλά με ποιόν άξονα και με ποια όρια;

Με βάση το παραπάνω σκεπτικό η Κεντρο-αριστερά θα μπορούσε να ανασυγκροτηθεί κατ’ αρχήν μέσω συγκλίσεων μεταξύ της αριστερής πτέρυγας της σοσιαλδημοκρατίας, της ρεαλιστικής πτέρυγας της ριζοσπαστικής αριστεράς και της αριστερής οικολογίας.

Η ανασυγκρότηση με “αμφίπλευρη” διεύρυνση δεν φαίνεται εφικτή διότι τα αντίστοιχα πολιτικά ρεπερτόρια /θεματικές είναι ασύμβατα και αλληλο-αποκλειόμενα. Το βλέπουμε εκλογικά και δημοσκοπικά, όπου όταν τα αντίστοιχα αφηγήματα προσελκύουν το κεντρο-δεξιό ακροατήριο απωθούν το αριστερό – και τούμπαλιν.

Αν αυτός λοιπόν είναι ο άξονας, ποια θα πρέπει να είναι τα όρια του φάσματος της ενότητας προκειμένου αυτή να είναι πολιτικά, εκλογικά και κυβερνητικά βιώσιμη και αποτελεσματική;

Μιλάμε για μια κυβερνώσα κεντρο-αριστερά και όχι για μια αριστερά διαμαρτυρίας. Άρα οι αξίες, οι ιδέες και οι πολιτικές που θα σηματοδοτήσουν την ανασυγκρότηση της παράταξης θα πρέπει:

• (α) να αποτελούν μια εναλλακτική πρόταση προς το υφιστάμενο ιδεολογικο-πολιτικό πλαίσιο διακυβέρνησης και

• (β) να εμπίπτουν μέσα στο παράθυρο κυβερνησιμότητας , δηλαδή να είναι ευρύτερα αποδεκτές και η εφαρμογή τους να είναι τεκμηριωμένα εφικτή

Ως προς το σημείο (α) επισημάνθηκε πιο πάνω μια σειρά από «κεντρώες» ιδέες που αν και προωθούνται στον οργανωτικό χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, εμπίπτουν στο ιδεολογικό πλαίσιο της κεντρο-δεξιάς άρα δεν συγκροτούν βάση για εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Αυτές στην ουσία συνιστούν για την κεντρο-αριστερά την κόκκινη διαχωριστική γραμμή προς τα δεξιά της.- Το “παράθυρο κυβερνησιμότητας”

Σε συνάρτηση με το σημείο (β) το ζήτημα χάραξης της διαχωριστικής γραμμής προς τα αριστερά του φάσματος της ενότητας εμφανίζεται πιό πολύπλοκο δεδομένου ότι σήμερα τμήμα των ιδεών της ριζοσπαστικής αριστεράς μοιάζει να βρίσκεται εκτός “παραθύρου κυβερνησιμότητας”. Ως τέτοιο “παράθυρο”, (καλούμενο και “παράθυρο Όβερτον” από το όνομα του αναλυτή που το εισηγήθηκε), νοείται το φάσμα δημοσίων πολιτικών η εφαρμογή των οποίων γίνεται πλειοψηφικά αποδεκτή στο πλαίσιο μιας δεδομένης κοινωνίας. Οι πολιτικές και εκλογικές εξελίξεις σε χώρες όπως η Ιταλία, οι ΗΠΑ και η Γερμανία μαρτυρούν ότι μια σειρά ιδεών και πολιτικών που προτάσσονται από την ριζοσπαστική αριστερά δεν βρίσκουν εύκολη αποδοχή στα παραδοσιακά λαϊκά και εργατικά ακροατήρια. Τέτοιες είναι:

I. Η πρόταξη ταυτοτικών και δικαιωματικών θεμάτων/ ρεπερτορίων που αφορούν επί μέρους κοινωνικές ομάδες με ταυτόχρονη υποχώρηση των αναφορών στις βασικές, οικουμενικές θα λέγαμε, αντιθέσεις, που αφορούν την παραγωγή και την κατανομή του παραγόμενου πλούτου, δηλαδή τα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα που συνιστούν προτεραιότητα για τα αδύναμα στρώματα.

Τίθεται λοιπόν ζήτημα καθορισμού κριτηρίων ιεράρχησης των οικονομικών/ταξικών και των ταυτοτικών διεκδικήσεων. Βασική αντίθεση παραμένει η κοινωνικά και γεωγραφικά άνιση κατανομή του παραγόμενου πλούτου της οποίας παράγωγο είναι και η ανισότητα ευκαιριών. Οι επι μέρους -έμφυλες, πολιτισμικές, φυλετικές, ταυτοτικές- διεκδικήσεις παραμενουν κοινωνικά σημαντικές και θα πρέπει να προωθούνται χωρίς όμως να υποκαθίστανται στην βασική οικονομική αντίθεση.

II. Ο παρωχημένος εργατισμός, με αναφορές στο εξαθλιωμένο προλεταριάτο του 19ου αιώνα ή τα αδύναμα στρώματα της δεκαετίας του 60. Απαιτείται αναπροσανατολισμός στο σήμερα με αναφορά στις ομάδες που συγκροτούν τους “νέους μη -προνομιούχους” , τους μη ευνοημένους από τον σημερινό καταμερισμό εργασίας, όπως

a. τους χαμηλόμισθους και επισφαλώς εργαζόμενους (το πρεκαριάτο),

b. τα θύματα της αποβιομηχάνισης και , γενικότερα, της παρακμής ιστορικά κυρίαρχων παραγωγικών κλάδων

c. την μικρο-επιχειρηματικότητα της ανάγκης,

d. τους νέους των περιορισμένων ευκαιριών , e. τους απειλούμενους από την τεχνολογική αναδιάρθρωση. Άλλωστε τα βασικά προβλήματα των αδύναμων στρωμάτων την τρέχουσα περίοδο μοιάζουν να συνδέονται περισσότερο με την ανασφάλεια και λιγότερο με την αδικία. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε αναζήτηση ισχυρής ηγεσίας και σε συνεπαγόμενες εκπτώσεις στα ζητήματα δημοκρατίας, αποδοχής αυταρχικών λύσεων διακυβέρνησης αλλά και (προσωρινής;) ανοχής στην περιορισμό των αναδιανεμητικών πολιτικών.

III. Η πρόσληψη και προώθηση του μεταναστευτικού και του προσφυγικού ως δικαιωματικών ζητημάτων αποσυνδεδεμένων από την αφομοιωτική ικανότητα της κοινωνίας και τις παραγωγικές ανάγκες της οικονομίας στις χώρες υποδοχής . Και ειδικά σε περιόδους που η πολιτισμική ανασφάλεια των αδύναμων και επαπειλούμενων στρωμάτων είναι ιδιαίτερα έντονη. Η ανθρωπιστική διάσταση παραμένει σημαντική και θα πρέπει να αποτελεί βασικό στοιχείο των ασκούμενων πολιτικών. Δεν θα πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε ότι η εγκατάλειψη από χιλιάδες ανθρώπους των βωμών και των εστιών τους είναι επιλογή απόγνωσης και το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη πολιτικών σε διεθνές επίπεδο που θα ευνοούν την παραμονή τους στον τόπο τους. Το να προωθούν ή να ανέχονται οι αναπτυγμένες χώρες πολιτικές που παράγουν άνιση ανταλλαγή και υποθάλπουν -αν όχι προκαλούν- τις περιφερειακές συγκρούσεις και τις εμφύλιες διαμάχες οι οποίες γενούν τις προσφυγικές ροές και στη συνέχεια να επιχειρούν να θεραπεύσουν το πρόβλημα με παροχή ασύλου, δεν είναι ακριβώς διεθνισμός. Ας έχουμε πάντα υπόψη την αναφορά στο δικαίωμα των ανθρώπων να ζήσουν στον τόπο που γεννήθηκαν, στην πρόσφατη έκθεση Λέττα.

IV. Η υποβάθμιση έως και απουσία από την προοδευτική ατζέντα θεμάτων όπως η δημόσια ασφάλεια . Η προστασία των αδύναμων στρωμάτων αποτελεί βασικό στοιχείο μιας προοδευτικής πολιτικής. Όπως προαναφέρθηκε βασικό μέλημα των μη ευνοημένων στρωμάτων στις σύγχρονες κοινωνίες είναι η ανασφάλεια. Η δε ανασφάλεια έχει τόσες συνιστώσες και εκφάνσεις όσες και οι προσλαμβανόμενες απειλές : εργασιακές, υγειονομικές , κλιματικές, πολιτικής προστασίας αλλά και συλλογικής και ατομικής ασφάλειας. Για την εγγύηση ενός συνολικού αισθήματος ασφάλειας απαιτούνται αποτελεσματικές δημόσιες πολιτικές . Άρα ένα πολυδιάστατα ικανό κράτος που θα προβλέπει, θα σχεδιάζει, θα προλαβαίνει, θα προστατεύει και θα αποκαθιστά. Μεταξύ των ικανοτήτων (capacities) που απαιτείται να αναβαθμιστούν είναι και η εμπέδωση της ασφάλειας, απέναντι σε απειλές που παρουσιάζονται τόσο στον δημόσιο χώρο όσο και στην σφαίρα του ιδιωτικού (π.χ. ενδο-οικογενειακή βία κατά των γυναικών). Άλλωστε τα στοιχεία τεκμηριώνουν πως από τα φαινόμενα της αστικής -και όχι μόνο- παραβατικότητας πλήττονται κυρίως τα αδύναμα στρώματα.

V. Ο ευρωσκεπτικισμός μιας μερίδας της αριστεράς ενισχύει τις διακυβερνητικές αντιλήψεις που αντιμετωπίζουν την Ένωση ως Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών και όχι ως δυνάμει Πολιτική Ομοσπονδία. Οι άνθρωποι και για λόγους συμβολικούς και για λόγους υλικής προστασίας χρειάζονται μια πατρίδα. Η Ευρώπη δεν έχει κατορθώσει να γίνει μια πατρίδα για όλους τους Ευρωπαίους. Απαιτούνται λοιπόν πολιτικές που θα το επιτύχουν διότι σε ένα «πληθο-πολικό» κόσμο ισχυρών παικτών μόνο μια Ομοσπονδιακή Ευρώπη, πατρίδα όλων των Ευρωπαίων έχει πιθανότητες ανεξάρτητης επιβίωσης και βιώσιμης ανάπτυξης αλλά και διάχυσης ενός ανθρωποκεντρικού πολιτικού πολιτισμού στις διεθνείς σχέσεις.

Με την νίκη Τραμπ και την αλλαγή στάσης των ΗΠΑ έναντι της Ευρώπης θόλωσε άλλωστε η εικόνα μιας ενιαίας Δύσης φορέα κοινών αντιλήψεων και συμφερόντων . Πέρα από το απλουστευτικό σχήμα «Δύση =δημοκρατία και Ανατολή=αυταρχισμός» αναδεικνύεται μια πολύ πιο πολύπλοκη εικόνα αξιακών, ιδεολογικών, πολιτικών και οικονομικών διαφοροποιήσεων. Γι’ αυτό και η αυτόνομη ευρωπαϊκή πορεία και θεσμική ολοκλήρωση είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία.

VI. Τέλος, η πράσινη μετάβαση (και αυτή είναι μια παρατήρηση που αφορά ιδίως -αλλά όχι μόνο- την οικολογική αριστερά) απαιτείται να πραγματοποιηθεί όχι μόνο γρήγορα αλλά κυρίως δίκαια. Επειδή πρόκειται για μια ιδιαίτερα δαπανηρή διαδικασία έχει κορυφαία σημασία το ποιος θα κληθεί να πληρώσει το κόστος.

Η εμπειρία από το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» στην Γαλλία δείχνει τις πολιτικές συνέπειες της αμέλειας ή της αδιαφορίας για την διαχείριση τόσο των άμεσων οικονομικών επιπτώσεων όσο και των μακροχρόνιων (τεχνολογικών, παραγωγικών και εισοδηματικών) συνεπειών από την πράσινη μετάβαση, και ιδίως όσων εξ αυτών πλήττουν τα μεσαία και τα χαμηλότερα εισοδήματα. Απαιτείται λοιπόν ένας προσεκτικός σχεδιασμός του χρονισμού των αλλαγών αλλά και πολιτικές στήριξης των αδύναμων στρωμάτων προεκειμένου να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της μετάβασης.

3. Συμπεράσματα προς αποφυγή παρεξηγήσεων

Στο εξαιρετικά σύνθετο και πρωτόγνωρο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον που διαμορφώνεται απαιτούνται καινοτόμος κατανόηση των σημερινών συνθηκών και πρωτότυπος πολιτικός σχεδιασμός.

Αν δεν αναπροσανατολιστούν προς την επιθυμητή κατεύθυνση οι πολιτικές που προεκτέθηκαν οδηγούμαστε στην απώλεια της εργατικής- λαϊκής στήριξης και ψήφου από τα προοδευτικά κόμματα και την μετατροπή τους διεθνώς σε μια μορφή (κατά Πικεττύ) «βραχμανικής» αριστεράς, δηλαδή μιας παράταξης των διανοουμένων και των κοινωνικών ομάδων υψηλής μόρφωσης και υψηλών εισοδημάτων. Μιας παράταξης που χάνοντας την επαφή της με το παραδοσιακό της ακροατήριο, το εγκαταλείπει κυρίως στην ριζοσπαστική ακροδεξιά.

Η λύση για την κεντρο-αριστερά δεν είναι, ωστόσο, το να «πασπαλίσει» τις κυρίαρχες σήμερα – ή τις ιστορικές- αντιλήψεις της με δάνεια από την αντι-WOKE ατζέντα ή/ και από το λαϊκιστικό ρεπερτόριο της ακροδεξιάς. Οι εκλογικές αποτυχίες και της Κάμαλα Χάρρις στις ΗΠΑ και ιδίως της Σάρα Βάγκενκνεχτ στην Γερμανία, που το επιχείρησαν, δείχνουν το αδιέξοδο μιάς τέτοιας τακτικής.

Όπως ανάφερε σε πρόσφατη συνέντευξή της η Χάιντι Ράιχιννεκ, συν-προεδρεύουσα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Die Linke – που εξήλθε ενισχυμένη από τις πρόσφατες γερμανικές εκλογές, σε αντίθεση με την BSW της Βάγκενκνεχτ:

«Το μεγαλύτερο λάθος [της αριστεράς] είναι να μιμείται τους δεξιούς λαϊκιστές. Μελέτες δείχνουν ότι η ακροδεξιά δυναμώνει όταν οι δημόσιες υπηρεσίες υποβαθμίζονται και οι κοινωνικές ανισότητες μεγαλώνουν. Αντί να παίζουμε στο γήπεδό τους, πρέπει να προσφέρουμε πραγματικές λύσεις που βελτιώνουν την καθημερινότητα των πολιτών. Αυτό σημαίνει ανασυγκρότηση των δημόσιων υπηρεσιών, διασφάλιση προσιτής στέγασης και προστασία των εργατικών δικαιωμάτων».

Η προοδευτική παράταξη χρειάζεται να κατανοήσει την νέα εικόνα , να αναπτύξει εργαλεία ανάλυσης της σύγχρονης πραγματικότητας και να επεξεργαστεί νέες λύσεις εξ υπαρχής, διασφαλίζοντας ότι οι ιστορικές αρχές της θα προσανατολίσουν καινοτόμα προγράμματα και θα παράξουν αποτελεσματικές πολιτικές και διαρθρωτικές αλλαγές στις νέες συνθήκες.

Η σχετική επισήμανση του Άνταμ Πρσεβόρσκι, Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, στο βιβλίο του «Καπιταλισμός και Σοσιαλδημοκρατία» (Adam Przeworski, Capitalism and Social Democracy), μοιάζει τόσο επίκαιρη που μας κάνει να ξεχνάμε ότι έχει γραφεί πριν από σαράντα χρόνια:

«Σήμερα η Αριστερά όχι μόνο φαίνεται να έχει διαψεύσει την επαγγελία της ότι αποτελεί δύναμη κοινωνικής απελευθέρωσης αλλά ακόμη-ακόμη μοιάζει να έχει απωλέσει και την πρωτοτυπία της ως εναλλακτικής πρότασης για τις εκάστοτε επερχόμενες εκλογές. Αυτό δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει χώρος για προοδευτική πολιτική. Οφείλουμε να αναδείξουμε τις παραγνωρισμένες εναλλακτικές δυνατότητες και για τούτο θα πρέπει να κοιτάξουμε πίσω στην ιστορική εμπειρία της προοδευτικής παράταξης».