H Eπιστήμη και η (προοδευτική) Πολιτική. Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΣΕΚΟΥ

Ο επιστημονικός λόγος γενικότερα, από οποιαδήποτε πειθαρχία κι αν προέρχεται, μπορεί να έχει –και έχει– δημόσια χρήση, άρα εμπλέκεται με την πολιτική.

To 1918, την επαύριο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και μέσα στην αστάθεια και στις αβεβαιότητες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης o Μαξ Βέμπερ πραγματοποιεί δύο διαλέξεις στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου με θέμα την επιστήμη και την πολιτική ως κλήση και ως επάγγελμα.

Σε αυτές διερευνά, μεταξύ άλλων, την κοινωνική ευθύνη της επιστημονικής και πολιτικής δραστηριότητας –της «κλήσης» προς την επιστήμη και την πολιτική– και τις σχέσεις της με τον χαρακτήρα τους ως βιοποριστικών και ως κοινωνικών δραστηριοτήτων – με τον ρόλο του επιστήμονα και του πολιτικού ως επαγγελματιών. Ο Βέμπερ, όπως συμφωνούν οι περισσότεροι μελετητές του, στις αναλύσεις αυτές θέτει κυρίως ερωτήματα παρά οριστικοποιεί απαντήσεις.

Ο Ρεϊμόν Αρόν στην εισαγωγή του στη γαλλική έκδοση των εν λόγω διαλέξεων, το 1959 (πρωτοεκδόθηκαν στη Γερμανία το 1919), προχωρά σε μιαν αντίστιξη των δύο αυτών κοινωνικών λειτουργιών γράφοντας: «Η κλήση της επιστήμης είναι αναντίλεκτα η αναζήτηση της αλήθειας. Το επάγγελμα του πολιτικού δεν ανέχεται πάντα τη δημοσιοποίηση της αλήθειας».

Τονίζει έτσι τον ρόλο της επιστήμης πρωτίστως ως «κάλεσμα» και της πολιτικής κυρίως ως επάγγελμα. «Δεν υπάρχει κοινωνιολόγος ή οικονομολόγος –γράφει– ποτέ και πουθενά, που να είναι διατεθειμένος να αποδεχθεί κατά γράμμα το πρόγραμμα οιουδήποτε πολιτικού κόμματος». Διακρίνει δηλαδή μια τάση της επιστήμης προς την καθαρή κοινωνική της λειτουργία, τη μελέτη της πραγματικότητας και, αντιθέτως, της πολιτικής προς την ιδεολογική και προγραμματική δικαίωσή της.

Αλλοι μελετητές, όμως, όπως ο κοινωνιολόγος Ανρί Ντερός, σε βιβλιοκριτική του δημοσιευμένη την εποχή εκείνη στη Γαλλική Κοινωνιολογική Επιθεώρηση, υποστήριξαν πως το εγχείρημα του Βέμπερ δεν αποσκοπούσε στο να αντιπαραθέσει την «καθαρή» επιστήμη με την «ιδιοτελή» πολιτική, αλλά να διερευνήσει τις σύνθετες αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δύο αυτών πεδίων κοινωνικής δράσης. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να σκεφτούμε και τη σχέση μεταξύ της επιστήμης ως επαγγελματικής δραστηριότητας και της πολιτικής ως κοινωνικής ευθύνης και παρέμβασης.

Θυμήθηκα τη συζήτηση αυτήν, που είχα πρωτοδεί πριν από πολλές δεκαετίες ως μεταπτυχιακός φοιτητής, διαβάζοντας το άρτι εκδοθέν βιβλίο του Γιώργου Σωτηρέλη για τα «Κρίσιμα διλήμματα του ελληνικού προοδευτικού χώρου» – συνέβαλε και μια σχετική αναφορά του Κωνσταντίνου Τσουκαλά στον Πρόλογο του βιβλίου.

Ο επιστημονικός λόγος γενικότερα, από οποιαδήποτε πειθαρχία κι αν προέρχεται, μπορεί να έχει –και έχει– δημόσια χρήση, άρα εμπλέκεται με την πολιτική. Το έχουμε δει εμπράκτως με τη σεισμολογία ή τη λοιμωξιολογία, πολλώ δε μάλλον με επιστήμες που μελετούν τη φέρουσα υποδομή της πολιτικής, τους θεσμούς, όπως η Πολιτική Επιστήμη ή το Συνταγματικό Δίκαιο. Στις περιπτώσεις αυτές υφίσταται εν τέλει μια λεπτή, σχεδόν αδιόρατη διαχωριστική γραμμή μεταξύ επιστημονικής ανάλυσης και πολιτικής τοποθέτησης. Η επιστημονική ευθύνη έγκειται εδώ στον σεβασμό της αναλυτικής μεθοδολογίας αλλά και στη σαφή γνωστοποίηση της οπτικής γωνίας υπό την οποία επιχειρείται η ερμηνευτική χρήση των αναλυτικών δεδομένων που η επιστημονική επεξεργασία παράγει.

Αυτή τη διαχωριστική γραμμή ο Σωτηρέλης μεριμνά σχολαστικά να μην την παραβιάσει στο νέο του βιβλίο. Καθιστά σαφές, από τον τίτλο του ακόμη, ότι παρεμβαίνει στη δημόσια συζήτηση ως πολιτικό ον με καθαρά διακηρυγμένες προθέσεις, την άσκηση πολιτικής σε προοδευτική κατεύθυνση, και αξιοποιεί την επιστημονική σκευή του για να αναλύσει ρεαλιστικά τις συνθήκες που ευνοούν ή παρεμποδίζουν τη χώρα να πορευτεί στην κατεύθυνση που δεδηλωμένα προτάσσει αλλά και να επεξεργαστεί αξιόπιστες προτάσεις για την υπέρβαση των εμποδίων αυτών.

Το βιβλίο, όπως διευκρινίζει ο συγγραφέας, αποτελεί συνέχεια δύο προηγούμενων συναφών πονημάτων του – «Ας (ξανα)μιλήσουμε για σοσιαλισμό» (εκδ. Προσκήνιο, 1999), που κάλυψε την περίοδο 1984-1999, και «Ποια Αριστερά; Ανιχνεύοντας την προοδευτική ταυτότητα στην Ευρώπη της κρίσης» (εκδ. Πόλις, 2017). Συγκεντρώνει κείμενα γραμμένα στη διάρκεια μιας εικοσαετίας, μεταξύ 2001 και 2022, και αναφέρονται:

● Στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας και στο μέχρι στιγμής ατελέσφορο της ενοποιητικής διαδικασίας.

● Στις θεσμικές προϋποθέσεις άσκησης προοδευτικής πολιτικής στη χώρα ιδίως υπό το φως των εξελίξεων της μνημονιακής περιόδου.

● Στην ανασυγκρότηση και επικαιροποίηση της ταυτότητας της δημοκρατικής και μεταρρυθμιστικής Αριστεράς στην

Ελλάδα.

● Στις αιτίες της «παταγώδους κατάρρευσής» του ΠΑΣΟΚ και τους κινδύνους «συνέχισης και παγίωσης μιας ολόπλευρα συντηρητικής μετάλλαξης» του κόμματος.

● Στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, με κριτική χωρίς, όπως σημειώνει, «πολιτικές ψυχώσεις και υστερίες που συσκοτίζουν την πραγματικότητα […] και υποβαθμίζουν τις τραγικές ευθύνες του παλαιού κομματικού συστήματος».

● Σε βιβλιοπαρουσιάσεις με σκέψεις γύρω από την ελληνική προοδευτική ταυτότητα, όπου, με αφορμή μία εξ αυτών, επαναδιατυπώνεται και η πάγια θέση του συγγραφέα περί κατάργησης του σταυρού προτίμησης, ως βασικής αιτίας αναπαραγωγής των πελατειακών χαρακτηριστικών του πολιτικού μας συστήματος.

Ενα βιβλίο που εν μέσω μιας εποχής πολιτικών μετασχηματισμών αλλά και μιας περιόδου πολιτικο-εκλογικής αβεβαιότητας προσφέρει τροφή για σκέψη σε κάθε ενεργό πολίτη.

Αναδημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”