Ευρωεκλογές, εξευρωπαϊσμός και λήψη αποφάσεων. Του Παναγιώτη Καρκατσούλη
Ευρωεκλογές γαρ εγγύς… και η μνήμη μου ανατρέχει δυόμιση δεκαετίες πίσω, σε μια άλλη εποχή, που το όραμα της ενωμένης Ευρώπης δεν συναντούσε τόσο ισχυρό μπλοκ αρνητών του, όπως σήμερα.
Το 2000 ήταν ένα ορόσημο για την ΕΕ, επειδή συνδέθηκε με τη Συνθήκη της Λισαβώνας, μια φιλόδοξη προσπάθεια δημιουργίας ενός συντακτικού χάρτη της Ευρώπης, μια ευρωπαϊκή ομογενοποίηση «από τα πάνω».
Εκείνο που έμεινε από την προσπάθεια εκείνη, η οποία κατά τα λοιπά, δεν τελεσφόρησε, ήταν η εμφάνιση μιας νέας, για τα περισσότερα κράτη-μέλη, δημόσιας πολιτικής που αφορούσε την ποιότητα των νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων.
Η πολιτική εκείνη που, μέχρι τότε, άκουγε στο δυσμετάφραστο «regulatory reform» (αποδόθηκε στα ελληνικά ως «νομοθετική και κανονιστική μεταρρύθμιση») πήρε νόημα και σχήμα για την ευρωπαϊκή ήπειρο μέσα από το όνομα «χρηστή νομοθέτηση».
Το όνομα αυτό κατοχυρώθηκε μέσα από τη συλλογική βάπτιση του χάρτη πλοήγησης των 15, την εποχή εκείνη, κρατών-μελών στην ήπειρο της όσμωσης των παραδοσιακών νομικών προσεγγίσεων στη λήψη αποφάσεων με τη δημόσια πολιτική και το νέο δημόσιο μάνατζμεντ.
Στα είκοσι και πλέον χρόνια που πέρασαν, από τότε, είχαμε μια προσπάθεια, σε επίπεδο ευρωπαϊκών θεσμών, βελτίωσης της ποιότητας των συλλογικών αποφάσεων σε τρεις βασικές κατευθύνσεις:
α) Στην ανάλυση και εκτίμηση των επιπτώσεων που οι αποφάσεις αυτές έχουν στο κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό γίγνεσθαι της Ευρώπης εν όλω,
β) στην ένταση και την ποιότητα της διαβούλευσης με του πολίτες της Ένωσης και τους κοινωνικούς εταίρους και
γ) στον έλεγχο της πολυνομίας και της γραφειοκρατίας μέσω της απλούστευσης των διοικητικών διαδικασιών και των κωδικοποιήσεων με την χρήση των σύγχρονων ψηφιακών εργαλείων.
Η πορεία της Ένωσης και των κρατών μελών ήταν, όμως, κάθε άλλο παρά ενιαία. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί με πρωτοστατούσα την Επιτροπή και το Κοινοβούλιο προχώρησαν με αργά αλλά σταθερά βήματα στην υλοποίηση της σχετικής πολιτικής.
Οι τεχνικές αξιολόγησης των επιπτώσεων των ρυθμίσεων βελτιώθηκαν σημαντικά με τη χρήση και τη διασύνδεση αναπτυγμένων βάσεων δεδομένων και δικτύων, οι διαβουλεύσεις απέκτησαν ουσιαστικό περιεχόμενο με τον κύκλο των ενδιοαφερομένων συνεχώς να διευρύνεται κι όσον αφορά την απο-γραφειοκρατικοποίηση χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλη κλίμακα τα πειραματικά εργαλεία της δεκαετίας του 2000 (μείωση των διοικητικών επιβαρύνσεων, υπηρεσίες μιας στάσης κλπ).
Στη χώρα μας η χρηστή νομοθέτηση συνάντησε καλή υποδοχή από τους επαΐοντες και η Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης (με όποιο διαφορετικό όνομα) παρήγαγε οδηγίες και ενημερώσεις για τους ενδιαφερόμενους νομοθέτες.
Η ανάλυση επιπτώσεων των ρυθμίσεων αποτελεί σήμερα ένα συνοδευτικό έγγραφο που μπορεί να παρέχει πρόσθετη πληροφορία στον νομοθέτη και η απο-γραφειοκρατικοποίηση έδειξε να προσελκύει το ενδιαφέρον του κέντρου διακυβέρνησης.
Παραμένουν, όμως, οι παλιές χαίνουσες πληγές των ρουσφετολογικών τροπολογιών, η περιορισμένη διαβούλευση και η χαοτική διαδικασία εφαρμογής και παρακολούθησης των νόμων από τη δημόσια διοίκηση.
Μάλιστα, για όποιον παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τα τεκταινόμενα στον χώρο αυτό, η περιρρέουσα ένταση στην πολιτική σκηνή και η έλλειψη συναινέσεων προσθέτουν δυσκολίες στην επίλυση των χρονιζόντων προβλημάτων της νομοθέτησης.
Εν τέλει, μια συζήτηση που θα επικεντρωνόταν στο πως οι Έλληνες ευρωβουλευτές θα μπορούσαν να συνδράμουν τα κοινοτικά όργανα ώστε να βελτιώσουν την ευρωπαϊκή νομοθέτηση, δεν έγινε.
Κι ούτε συνδέθηκε η προσπάθεια αυτή με την αντίστοιχη για την αναβάθμιση της ποιότητας των ρυθμίσεων του ελληνικού κοινοβουλίου.
Μια ακόμη ευκαιρία για την βελτίωση του κοινοτικού και του ελληνικού συστήματος λήψης αποφάσεων που αφορούν τα δημόσια προβλήματα χάθηκε.
Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα www.vradini.gr