Η διάσωση και περίθαλψη των ανθρώπων στον Έβρο. Του ΒΑΣΙΛΗ ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ
Το Σαββατοκύριακο η διεθνής κοινότητα είδε αποτρόπαιες εικόνες ανθρώπων που είχαν υποστεί εξευτελισμό και βασανιστήρια. Εικόνες που προσιδιάζουν είτε σε φασιστικά καθεστώτα είτε σε σκληρούς εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου. Που, με τον πιο εναργή τρόπο, δείχνουν την ανθρώπινη διάσταση της μετανάστευσης μακριά από τη σχετικοποίηση στην οποία, εκουσίως ή ακουσίως, οδηγεί η ανάλυση του μεταναστευτικού φαινομένου αποκλειστικά με αριθμούς.
Δεν είναι ζήτημα διεθνών υποχρεώσεων και σεβασμού του διεθνούς δικαίου που κάποιος μας επιβάλλει. Η απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας προβλέπεται από το Ελληνικό Σύνταγμα και αφορά κάθε άνθρωπο που βρίσκεται στην Ελληνική Επικράτεια.
Από τον Μάρτιο του 2020 η Τουρκία έχει αποφασίσει να μην εμποδίζει πρόσφυγες και μετανάστες να περάσουν τα σύνορά της για να φτάσουν στην Ευρώπη. Είναι μια συνειδητή απόφαση που δημιουργεί παρενέργειες σε Ελλάδα και ΕΕ.
Βασίζεται, από τη μια πλευρά, στην πίεση της τουρκικής κοινωνίας(που μαστίζεται από πολύχρονη πλέον) οικονομική κρίση για «λιγότερους μετανάστες». Η “φιλοπροσφυγική” στάση της κυβέρνησης έχει αλλάξει υπό την πίεση της αντιπολίτευσης. Παντού και πάντοτε οι «μειονότητες», πολύ περισσότερο αυτές που δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος.
Από την άλλη πλευρά είναι τα «παιχνίδια» με την ΕΕ και την Ελλάδα. Η Κοινή Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας για το προσφυγικό ήταν στην πραγματικότητα ένα κείμενο έκφρασης πολιτικών προθέσεων,με όρους αμοιβαιότητας,που καταλάμβανε σχεδόν όλο το εύρος των ευρωτουρκικών σχέσεων. Στην πράξη έπασχε από έλλειψη ρεαλισμού και ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Η μόνη που «προσπάθησε» πολύ ήταν η ελληνική κυβέρνηση που, αποδεχόμενη πως θα μπορούσαν να γίνουν επιστροφές με ταχύτητα και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο προς την Τουρκία, θυσίασε δικαιώματα ντόπιων και προσφύγων στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Το «πραξικόπημα» επιτάχυνε την κατάρρευση της υλοποίησης των διακηρυχθέντων – συμφωνηθέντων. Όσο κι αν αρκετές ηγεσίες της ΕΕ θα ήθελαν το αντίθετο, κανένα από τα ανταλλάγματα προς την Τουρκία δεν δόθηκε. Η Τουρκία, προκλητικά, αγνόησε βασικές αρχές της ΕΕ που αποτελούσαν ανεκπλήρωτα προαπαιτούμενα οποιασδήποτε συζήτησης για την απελευθέρωση των θεωρήσεων και την πρόοδο των ενταξιακών διαδικασιών. Ακόμα πιο προκλητικά, επεδίωξε, χωρίς να τα καταφέρει, να αξιοποιήσει την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για την υλοποίηση ενός σχεδίου δημιουργίας ουδέτερης ζώνης στη Βόρεια Συρία που έμοιαζε περισσότερο με αλλαγή συνόρων με στοιχεία εποικισμού ή/και εθνοκάθαρσης.
Η ερμηνεία των αποφάσεων του Ερντογάν που επηρεάζουν τις διεθνείς σχέσεις της χώρας του δεν είναι εύκολη υπόθεση και σίγουρα δεν μπορεί να γίνει με όρους «ευρωπαϊκής κανονικότητας». Σε κάθε περίπτωση ο Ερντογάν δείχνει, εδώ και καιρό, πως έχει παραιτηθεί από τη διεκδίκηση των ωφελημάτων που απορρέουν από την Κοινή Δήλωση για τη χώρα του. Δεν επιθυμεί να έρθει πιο κοντά στην Ευρώπη ούτε (γεω)πολιτικά ούτε αξιακά. Ίσως μέχρι να σκαρφιστεί την επόμενη συναλλαγή και εφόσον παραμείνει στην εξουσία.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, στα γεγονότα του Έβρου του 2020, έπραξε ότι θα έπραττε κάθε ελληνική ή ευρωπαϊκή κυβέρνηση που θα βρισκόταν μπροστά σε παρόμοια κατάσταση. Γι αυτό υπήρξε ομοψυχία σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η εργαλειοποίηση όσων συγκεντρώθηκαν στα ελληνικά σύνορα ήταν πασιφανής και αναντίρρητη.
Όμως στη συνέχεια η κυβέρνηση ακολούθησε μια μάλλον ετεροβαρή στρατηγική. Δεν διεκδίκησε κυρώσεις ή αλλαγή της ενωσιακής πολιτικής για την αντιμετώπιση της αναθεωρητικής πολιτικής Τουρκία. Επέμεινε στο εργαλείο και όχι στο στόχο της εργαλειοποίησης. Σαν το μείζον εθνικό μας θέμα να ήταν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες.Από το προσφυγικό – μεταναστευτικό αφαιρέθηκε η ευρωπαϊκή διάσταση και κατέληξε ένα θέμα αποκλειστικά «επιχειρησιακό» και σχεδόν ελληνοτουρκικό.
Αυτό ήταν ιδιαίτερα βολικό για την ΕΕ. Η Κοινή δήλωση συνέχισε να εφαρμόζεται με έναν παράδοξο τρόπο. Χωρίς Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς Τουρκία, μόνο με Ελλάδα.
Η έκθεση Μπορέλγια την Τουρκία (Μάρτιος 2021) ήταν χαρακτηριστική. Αφού διεκτραγώδησε την κατάσταση στη χώρα και υπενθύμισε πως (η Τουρκία) επανειλημμένα αιτείται την επίσπευση της εφαρμογής της Κοινής Δήλωσης στα «μη μεταναστευτικά» της σημεία, κατέληξε στην πρόταση «θετικών μέτρων» για την βελτίωση των ευρωτουρκικών σχέσεων. Η Τουρκία δεν συνεργάστηκε ούτε στα λίγα που της ζητήθηκαν. Η ειρωνεία είναι πως, μεταξύ λίγων άλλων, αναπαράχθηκε το δικό μας αίτημα για την επιστροφή 1.450 αλλοδαπών από τα ελληνικά νησιά στην Τουρκία. Ποιο από τα μείζονα εθνικά μας θέματα θα είχε εξυπηρετηθεί αν η Τουρκία είχε κάνει δεκτό αυτό το αίτημα;
Χιλιάδες αντιφρονούντες (ακόμη και αρχηγός κοινοβουλευτικού κόμματος) βρίσκονται στις τουρκικές φυλακές, η Τουρκία συμμετέχει ενεργά χωρίς καμία νομιμοποίηση σε τοπικές συρράξεις και συνεχίζει τις προκλήσεις σε Αιγαίο και Κύπρο. Πως μπορεί η επιστροφή 1.450 μεταναστών και προσφύγων να λογίζεται ως τόσο σημαντική όταν υπάρχουν τόσα ανοικτά προβλήματα σε τόσα πολλά διαφορετικά επίπεδα; Η απάντηση δεν είναι ιδιαίτερα τιμητική ούτε για τις ηγεσίες της ΕΕ ούτε για την ελληνική κυβέρνηση. Ο κυνισμός της ΕΕ συναντά μια ελληνική κυβέρνηση που δείχνει αποπροσανατολισμένη από τους βασικούς εθνικούς και κοινωνικούς στόχους.
Η επιχειρησιακή εμμονή, που μοιραία έχει ποσοτικούς στόχους, όχι μόνο έθεσε σε δεύτερο πλάνο την πολιτική διεκδίκηση αλλά και την υπονόμευσε σε πεδία εθνικής πολιτικής εκτός του μεταναστευτικού – προσφυγικού.Στην καλύτερη περίπτωση έδειξε έλλειψη εμπιστοσύνης στις λύσεις που μπορεί να επιτύχει η ΕΕ και ένα άγονο αίσθημα εθνικής μοναξιάς. Η επίκληση αυτής της εθνικής μοναξιάς, όσο ηρωική και αν ακούγεται, μπορεί να οδηγήσει σε εθνική απομόνωση. Αυτό πρέπει να σταματήσει εδώ και να διορθωθεί ότι μπορείνα διορθωθεί.
Η διάσωση και περίθαλψη των ανθρώπων στον Έβρο δείχνει ένα άλλο παράδειγμα που είναι βαθιά ανθρώπινο και γι αυτό βαθιά πολιτικό. Ένα παράδειγμα που πρέπει με συνέπεια να ακολουθήσουμε.
Αναδημοσίευση από “ieidiseis.gr”