Ομιλίες από την συνδιάσκεψη των “Κινήσεων Πολιτών για την Σοσιαλδημοκρατία”

Ολόκληρες οι ομιλίες των Μ. Χάλαρη, Γραμματέα “Κινήσεων Πολιτών για την Σοσιαλδημοκρατία”, Φ. Γεννηματά, Γ. Παπανδρέου, και Φ. Σαχινίδη από την Συνδιάσκεψη των “Κινήσεων Πολιτών για την Σοσιαλδημοκρατία” με θέμα “Σοσιαλδημοκρατία 3.0”

ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΛΑΡΗΣ:

Η 4η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη μας με τίτλο Σοσιαλδημοκρατία 3.0 είναι πλέον γεγονός μετά από δύο αναβολές το 2019 λόγω των τριπλών εκλογών και το 2020 λόγω της πανδημίας η οποία βέβαια δεν έχει απομακρυνθεί οριστικά ως απειλή.

Σήμερα προχωράμε, εν μέσω καύσωνα,  με το υβριδικό σχήμα δηλαδή και με δια ζώσης παρουσία σύμφωνα με τα υγειονομικά πρωτόκολλα με παράλληλη συμμετοχή των Συμμετεχόντων Πολιτών μέσω Ζοομ. Για τους πολίτες που ενδιαφέρονται αναμεταδίδεται από το FB page και το YouTube Κανάλι των Κινήσεων

Οι “Κινήσεις Πολιτών” συγκροτήθηκαν 4 Σεπτέμβρη του 2015 από στελέχη πολιτικών κινήσεων και άλλα στελέχη της Κεντροαριστεράς, προκειμένου να συμβάλλουμε στη δημιουργία ενός νέου, ισχυρού φορέα της σύγχρονης Σοσιαλδημοκρατίας, προωθώντας τα αιτήματα για ενότητα και ανανέωση.

 Για το λόγο αυτό οι Κινήσεις Πολιτών αποτέλεσαν ένα μεταβατικό πολιτικό οργανισμό, που δεν προσέλαβε χαρακτηριστικά κόμματος μέχρι σήμερα, αλλά βασίζεται στην εθελοντική πολιτική αυτοοργάνωση εκατοντάδων πολιτών από όλη τη χώρα, που μέσα από συλλογικές, δημοκρατικές διαδικασίες, και αξιοποιώντας πρωτίστως τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, συμμετείχαν στη δημιουργία του Κινήματος Αλλαγής.

Οι Κινήσεις Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία από την αρχή συμμετείχαμε ως ιδρυτική συνιστώσα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και μετά στο Κίνημα Αλλαγής δίνοντας όλα αυτά τα χρόνια μια σειρά από σκληρές μάχες για την στήριξη του κοινού μας εγχειρήματος, του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ

Συνεχίζουμε με πείσμα  και ευθύνη παρά τις προσπάθειες για πολιτική απομόνωση μας  γιατί το οφείλουμε στην ιστορική διαδρομή του χώρου,

στην προσφορά του στην ελληνική κοινωνία και στους αγώνες των στελεχών του, αναλαμβάνοντας νέες πρωτοβουλίες διαλόγου για βαθύτερη και τολμηρότερη σύγκλιση και ανασυγκρότηση των δυνάμεων του μεταρρυθμιστικού κέντρου, του δημοκρατικού σοσιαλισμού και της πολιτικής οικολογίας ώστε να μετεξελιχθούμε, να εκσυγχρονιστούμε στον ισχυρό φορέα της σοσιαλδημοκρατίας που έχει ανάγκη η χώρα μας, διότι μας ικανοποιεί η μέχρι σήμερα πορεία μας.

Το πολιτικό σκηνικό της χώρας οδηγείται σε πολλαπλές προκλήσεις.

Για την Κυβέρνηση της ΝΔ η περίοδος χάριτος και ανοχής φτάνει στο τέλος της.

Ο Σύριζα φέρει βεβαίως ακέραια την ευθύνη ότι έχει κατεβάσει πάρα πολύ χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών των πολιτών από την περίοδο της διακυβέρνησης του  με αποτέλεσμα η παρούσα Κυβέρνηση πράττοντας τα αυτονόητα να εμφανίζεται ότι είναι μια μεταρυθμιστική Κυβέρνηση και να πετυχαίνει την ιδεολογική ηγεμονία της και της διείσδυσής της στον χώρο του Κέντρου.

Μετά από την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ ως Κυβέρνηση αποτυγχάνει και σαν αντιπολίτευση. 

Και τα δύο κόμματα λειτουργώντας όχι συνθετικά και καινοτόμα αλλά πολυσυλλεκτικά και μικροκομματικά επιχειρούν χωρίς επιτυχία να συμβιβάσουν στο εσωτερικό τους τελείως αντιφατικές απόψεις και δυναμικές.

 Η Νέα Δημοκρατία  παλινδρομεί μεταξύ ενός κεντροδεξιού εκσυγχρονισμού, μιας ακροδεξιάς τάσης αλλά και ενός πανίσχυρου πελατειακού παλαιοκομματισμού ικανού να εξουδετερώσει κάθε μεταρρυθμιστική βούληση και προσπάθεια.

Ο Σύριζα από την πλευρά του, παραπαίει ανάμεσα σε έναν σχεδόν γραφειοκρατικό  κυβερνητισμό της με κάθε τρόπο επιστροφής στην εξουσία, μιας πανσπερμίας μικροομάδων παγιδευμένων σε αντικαπιταλιστικές γραφικότητες και ενός εξίσου ισχυρού “αριστερού αυριανισμού” που τροφοδοτεί τον λαϊκισμό, πισωγυρίζοντας την κοινωνία μας, εκθέτοντας την ίδια την έννοια της αριστεράς και υποσκάπτοντας τις προοπτικές μιας μεγάλης και σύγχρονης προοδευτικής παράταξης.

Αλλά και το Κίνημα Αλλαγής στην σημερινή του μορφή δεν δείχνει να καταφέρνει να αρθρώσει έναν ανανεωμένο προοδευτικό μεταρρυθμιστικό λόγο, να δώσει ένα νέο σύγχρονο στίγμα, να προσελκύσει νέα ακροατήρια και να κερδίσει ένα ικανό ποσοστό λαϊκής υποστήριξης, και ιδίως στους νέους, που θα του δίνει προοπτική εξουσίας.

Παραμένει λοιπόν εγκλωβισμένο σε μια αδιέξοδη συζήτηση υποκαθιστώντας την ουσιαστική ιδεολογική ζύμωση με καυγάδες για την πολιτική των συμμαχιών.

Αυτές οι οφθαλμοφανείς αδυναμίες των βασικών δυνάμεων όλου του πολιτικού φάσματος καθιστούν την ανάγκη ιδεολογικής και προγραμματικής ανασυγκρότησης της κεντροαριστεράς ακόμα πιο έντονη και επιτακτική.

Η ελληνική κεντροαριστερά χρειάζεται να ανασυγκροτηθεί συσπειρώνοντας όλους τους ενεργούς πολίτες, κομματικά ενταγμένους αλλά και ανένταχτους, που τάσσονται υπερ των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων.

Χρειάζεται να επανασυνδεθούν οι ανθρωπιστικές και ηθικές βάσεις θεμελίωσης του δημοκρατικού σοσιαλισμού με τις σύγχρονες δυναμικές ενός κόσμου που αλλάζει με δραματική ταχύτητα παράγοντας νέες ανισότητες,  γεννώντας αβεβαιότητες και ανασφάλειες για ευρύτατα κοινωνικά στρώματα.

Τα προβλήματα αυτά δεν είναι αποκλειστικά εθνικά, είναι ευρωπαϊκά.

Και ευρωπαϊκές θα πρέπει να είναι και οι απαντήσεις.

Η κεντροαριστερά στην χώρα μας θα πρέπει να ανασυγκροτηθεί συνεργαζόμενη στενά με όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις που υποστηρίζουν τις προοδευτικές και κοινωνικά ευαίσθητες μεταρρυθμίσεις προκειμένου να διατυπωθεί ένα σύγχρονο πολιτικό αφήγημα που θα συσπειρώνει τους νέους, τους εργαζόμενους, τις δυναμικές παραγωγικές ομάδες,  τα αδύναμα αλλά και τα μεσαία στρώματα.

Το αφήγημα αυτό θα επιτρέπει πολιτικές συγκλίσεις και θα αποτελέσει την βάση για ένα νέο σχέδιο  προοδευτικής διακυβέρνησης σε μια ομοσπονδιακή Ευρώπη.

Ένα νέο σχέδιο προοδευτικής διακυβέρνησης που θα συναρθρώνει μια ρυθμιζόμενη αγορά που θα δίνει προτεραιότητα στην κάλυψη των κοινωνικών αναγκών και μια αποτελεσματική δημόσια εξουσία που θα εγγυάται τον καινοτόμο αναπτυξιακό, περιβαλλοντικό και κοινωνικό σχεδιασμό, την ήπια και ευέλικτη ρύθμιση και τις στοχευμένες αναδιανεμητικές πολιτικές που θα αποβαίνουν υπερ των αδύναμων και όχι υπερ των παρασιτικών ομάδων.

Το 2021 είναι η χρονιά εκλογής νέου προέδρου στο Κίνημα Αλλαγής.

Οι επιλογές μας για την ηγεσία θα εξαρτηθούν από την δημόσια εκφρασμένη ιδεολογική – πολιτική ταυτότητα των υποψηφίων και όχι την επικοινωνιακή γοητεία, τις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις και τους συσχετισμούς.

 Ως Κινήσεις σήμερα ολοκληρώνουμε την τρίμηνη διαδικασία παραγωγής των πολιτικών μας θέσεων που θα αποτελέσουν τη βάση για τις μελλοντικές συνεργασίες μας.

Επίσης τιμούμε το ΠΑΣΟΚ που πολλοί από εμάς ανδρωθήκαμε πολιτικά στις τάξεις του.  Τιμούμε και τις 4 περιόδους του ΠΑΣΟΚ  από το 1974 μέχρι το 2015 του Ανδρέα Παπανδρέου, του Κώστα Σημίτη, του Γεωργίου Παπανδρέου και του Βαγγέλη  Βενιζέλου. Έγινε ένα σημαντικό μεταπολιτευτικό έργο, που θα πρέπει να σταματήσει η θεώρησή του ως αυτονόητου. Φυσικά έγιναν  και λάθη, τα οποία τα έχουμε αναγνωρίσει και δεν είμαστε διατεθειμένοι να  τα επαναλάβουμε.

Το ΠΑΣΟΚ ήταν τελικά το κόμμα που ανέλαβε εξ ολοκλήρου μόνο του το κόστος της ευθύνης να βγει η χώρα από την κρίση, χωρίς να τρέξει να κρυφτεί σε πρόωρες εκλογές και άτακτους λιποτακτισμούς.

Είναι το κόμμα που κλήθηκε να πληρώσει και συνεχίζει να πληρώνει για όλα τα λάθη της μεταπολίτευσης, ανεξάρτητα με το ποια είναι και σε τι βαθμό του αναλογούν.

Πεποίθηση μας είναι ότι αποτελεί την «ατμομηχανή» της σοσιαλδημοκρατίας και του Κινήματος Αλλαγής, αλλά κάθε συζήτηση για επιστροφή στο παρελθόν μας βρίσκει ενάντιους, αφενός το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω αφετέρου η πολιτική ηθική δεν επιτρέπει αθέτηση της βούλησης των 210000 πολιτών που ζήτησαν επανίδρυση και αναδιάταξη του χώρου μας. 

Σήμερα όσοι προσπαθούν να αντιγράψουν τον  Ανδρέα Παπανδρέου ή  αναπολούν το κλέος της διακυβέρνησής του και  διερμηνεύουν το τί θα έλεγε  σήμερα ,απλώς επιβεβαιώνουν ότι είναι μικρότερου μεγέθους από εκείνον. Ανδρέας δεν γίνεται κανείς.

Σχετικά με τις διαδικασίες εκλογής προέδρου θεωρούμε πλέον αυτονόητο και αδιαπραγμάτευτο για τη συμμετοχή μας ότι θα διεξαχθεί τουλάχιστον με υβριδική μορφή  δηλαδή τόσο με Ηλεκτρονική Ψηφοφορία όσο και με φυσική παρουσία με διασφαλισμένη την αξιοπιστία του συνόλου  των διαδικασιών.  Ζήσαμε κατά την προετοιμασία της προηγούμενης εκλογικής διαδικασίας πρωτόγνωρα γεγονότα από τους νέο-Λουδίτες της κομματικής νομενκλατούρας της Χαριλάου Τρικούπη αλλά καθιστούμε πλέον σαφές όταν στην εποχή μας κυριαρχούν ο Ψηφιακός Μετασχηματισμός, η Τεχνητή Νοημοσύνη, η επαυξημένη Πραγματικότητα  και ως ιδεολογικός χώρος θέλουμε να είμαστε στην πρωτοπορία δεν μπορεί  να επιδιώκουμε να πηγαίνουμε με τον αραμπά.

Επίσης στέλνουμε μήνυμα προς όλους τους εν δυνάμει υποψηφίους αν η δημόσια αντιπαράθεση των υποψηφίων μας για την ηγεσία αποκτήσει αρνητικό πρόσημο μέσω αλληλοκατηγοριών ότι οι άλλοι συνυποψήφιοι είναι περίπου “πέμπτη φάλαγγα” ανταγωνιστικών πολιτικών δυνάμεων ένθεν κακείθεν, χάνουμε την αξιοπιστία μας προς τους ψηφοφόρος που λογικό είναι να άρουν την εμπιστοσύνη τους σε μία παραταξιακή ηγεσία η οποία δεν διαθέτει στο εσωτερικό της καμιά συνείδηση κοινού πολιτικού σκοπού και στόχων.

Κύριο ζητούμενο είναι ακόμα το να ξεφύγει ο χώρος από τις οργανωτίστικες και “τοπογραφικές” λογικές (το ότι αυτοπροσδιοριζόμσστε ως κάτι  “ανάμεσα” σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ) και να αντιληφθεί ότι αποστολή του είναι να συγκροτήσει το εναλλακτικό αφήγημα, οραματικό και κυβερνητικό, προκειμένου να εκφράσει τους μη ευνοημένους και δυσαρεστημένους από τις νέες ανισότητες και τις ανασφάλειες που δημιουργεί η  παρούσα τάξη πραγμάτων. Αυτό που χρειάζεται είναι η συγκρότηση ενός νέου αφηγήματος για μια κοινωνία δίκαιη, δημοκρατική και ισόρροπα αναπτυσσόμενη.

Το τι σημαίνουν αυτές οι προτεραιότητες σήμερα και πως θα επιτευχθούν αύριο, πρέπει να συζητήσει συστηματικά και τεκμηριωμένα η κεντροαριστερά  ξεφεύγοντας από την παγίδα της αποκλειστικής ενασχόλησης με θέματα εκλογικής τακτικής και με την πολιτική των συμμαχιών.

ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΑΣΚΕΙΤΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Βασική μας προτεραιότητά σε αυτήν την προσπάθεια  πρέπει να είναι οι βαθιές τομές όχι μόνο στο περιεχόμενο της πολιτικής αλλά στον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο ασκούμε πολιτική. Η εποχή της αντιπολίτευσης του «ανένδοτου» του «όχι σε όλα», της ανοχής σε ακραίες μεθόδους αντίδρασης και κάθε είδους λαϊκισμούς έχει ξεπεραστεί από την ιστορία. Η δημοκρατική και προοδευτική πλειοψηφία απαιτεί σοβαρή προγραμματική αντιπολίτευση που θα συμφωνεί στα θετικά, θα αντιδρά στα αρνητικά αλλά και θα έχει ξεκάθαρη ιδεολογική κατεύθυνση. Ξεκάθαρη θέση υπέρ των κυβερνητικών συνεργασιών όταν αυτές συνοδεύονται από προγραμματικές συμφωνίες. Μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση η συντριπτική πλειοψηφία περιμένει να κυβερνηθεί ο τόπος και όχι να ξαναγίνουν εκλογές. Πρέπει και στην Ελλάδα να αναπτυχθεί επιτέλους ένας πολιτικός πολιτισμός της ανοχής και του διαλόγου που θα θωρακίζει την δημοκρατική διαδικασία όπως και στα περισσότερα Ευρωπαϊκά κράτη.

Χρειάζεται επομένως εκσυγχρονισμός του πολιτικού υποκειμένου. Χρειάζεται  ένα κόμμα συμμετοχικό που θα κατευθύνεται από τα ενεργά μέλη του και όχι  από χαρισματικούς ή κληρονομικούς ηγέτες και τις αυλές τους. Ένα κόμμα ενεργών πολιτών και όχι πειθήνιων χειροκροτητών και κατευθυνόμενων ψηφοφόρων.

Στις παραπάνω κατευθύνσεις συνεχίζουμε ως Κινήσεις Πολιτών για την Σοσιαλδημοκρατία την πολιτική μας δράση με ανοιχτούς ορίζοντες και διαύλους προς όλα εκείνα τα πρόσωπα, ομάδες και δίκτυα,  προς όλους όσους έχουν κάτι παρόμοιο ή αντίστοιχο ή συμπληρωματικό να πουν τόσο εντός ΚΙΝ.ΑΛ. όσο και στις οργανωμένες συλλογικότητες εκτός αυτού, με στόχο τη διατήρηση ζωντανής της συζήτησης για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς.

 Συζητάμε πέρα από τα τρέχοντα, για το νέο στίγμα και το νέο όραμα μιας Μεταρρυθμιστικής, Αριστερής και Οικολογικής Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, στοχεύοντας στη συγκρότηση μιας ιδεολογικής και πολιτικής πλατφόρμας που θα μπορέσει στο εγγύς μέλλον να αποτελέσει την βάση ευρύτερων συγκλίσεων στον προοδευτικό χώρο, στην Ελλάδα και την  Ευρώπη.

ΦΩΦΗ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑ:

Η  4η Πανελλαδική σας Συνδιάσκεψη, είναι μια σημαντική ευκαιρία για την ανταλλαγή απόψεων αλλά και εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για το παρόν και το μέλλον της μεγάλης πολιτικής μας οικογένειας, της σοσιαλδημοκρατίας.

Όλοι σήμερα αναγνωρίζουν ότι η  πανδημία λειτούργησε ως καταλύτης για την επαναφορά στο προσκήνιο των ιδεών και των πολιτικών της σοσιαλδημοκρατίας σε κάθε γωνιά του πλανήτη και κυρίως, στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.

Η επιστροφή στον καθοδηγητικό  ρόλο του κράτους στην προσπάθεια επανεκκίνησης της οικονομίας, στην αναδιενεμητική πολιτική και την αναβάθμιση του κοινωνικού κράτους, δημιουργεί νέες μεγάλες προκλήσεις , ευκαιρίες αλλά και κινδύνους.

Στον κόσμο που προβάλλει στον ορίζοντα,   οι κοινωνίες που αναδύονται πλέον μέσα από τις διαδοχικές κρίσεις, είναι κοινωνίες ρίσκου, επισφάλειας, ανισοτήτων. Χαρακτηριστικά που τις κάνουν ακόμη πιο ευάλωτες μπροστά στην τεχνολογική αλλαγή, την κλιματική κρίση, τη μετανάστευση, την γήρανση του πληθυσμού, φαινόμενα που μας αφορούν και είναι ήδη εδώ, και στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.

Η οικονομική ανάκαμψη μέσα από παραγωγικές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις πρέπει να πάει χέρι – χέρι με την περιβαλλοντική προστασία, την κλιματική ουδετερότητα. Η οικονομική ανάκαμψη πρέπει να πάει χέρι- χέρι με τη δημιουργία καλά αμειβόμενων και αξιοπρεπών θέσεων εργασίας. Η εξωστρέφεια και παραγωγικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων χρειάζεται μια νέα σχέση με το τραπεζικό σύστημα, νέα εργαλεία χρηματοδότησης ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού τους και ενθάρρυνση της συνεργασίας με άλλες μικρές και μεγαλύτερες επιχειρήσεις.  Η κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη χρειάζεται ισχυρό Εθνικό Σύστημα Υγείας,  στοχευμένες και αποτελεσματικές πολιτικές για την εξάλειψη της φτώχειας, την αναγνώριση δικαιωμάτων στους αποκλεισμένους, ένα νέο ασφαλιστικό σύστημα που θα εγγυάται την αξιοπρεπή διαβίωση και την αλληλεγγύη ανάμεσα στις γενιές. Και φυσικά, δημοκρατικούς θεσμούς που θα ενισχύουν την συμμετοχή, την διαφάνεια, τον διάλογο, την αξιολόγηση, τη λογοδοσία.

Είναι φανερό ότι με βάση αυτές τις επιλογές θα οριοθετηθούν και θα αξιολογηθούν από τους πολίτες οι πολιτικές δυνάμεις την επόμενη μέρα,  Μετά από μια πενταετία οπισθοδρόμησης, λαϊκισμού και δημαγωγίας, τη σκυτάλη διακυβέρνησης έχει πάρει η συντήρηση, μεταμφιεσμένη με το προσωπείο ενός δήθεν κεντρώου μεταρρυθμισμού. Η Κυβέρνηση της ΝΔ απέδειξε μέσα στις πιο δύσκολες και σκοτεινές για την ελληνική κοινωνία μέρες, τις μέρες του φόβου και της ανασφάλειας, ότι έχει προτεραιότητες που δεν αφορούν το δημόσιο και κοινωνικό συμφέρον. Στη σκιά της πανδημίας προωθεί αλλαγές που υποβαθμίζουν τα εργασιακά δικαιώματα, στριμώχνει στο καναβάτσο τις μικρές επιχειρήσεις, ψαλιδίζει το ρυθμιστικό και ελεγκτικό ρόλο του κράτους, κάνει ΄δώρα’ στην φίλα προσκείμενη επιχειρηματική ελίτ,  υποβαθμίζει το κοινωνικό κράτος με το μάτι στραμμένο πάντα στην ιδιωτικοποίηση δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών. Ανασύρει δηλαδή μέρα με τη μέρα αντιλήψεις, νοοτροπίες  και πρακτικές από το γνωστό και βεβαρημένο παρελθόν της ελληνικής δεξιάς, καλύπτοντάς τις με τόνους χορηγούμενης προπαγάνδας και επίθεση στην πολιτική πολυφωνία.

Στις συνθήκες αυτές το Κίνημα Αλλαγής, ως γνήσιος εκφραστής της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, έχει καθήκον αλλά και ευκαιρία να ανακτήσει τον πολιτικό του χώρο και να παλέψει για νέες κοινωνικές συμμαχίες, ανατρέποντας τους εκλογικούς συσχετισμούς, διεκδικώντας τον αυτόνομο,  πρωταγωνιστικό του ρόλο

Σε αυτήν  την προσπάθεια η συμμετοχή και η συμβολή όλων είναι σημαντική και πολύτιμη,

Είμαστε, όλοι μαζί,  σύμμαχοι για την ιδεολογική και πολιτική ανάκαμψη της μεγάλης σοσιαλδημοκρατικής οικογένειας και τη μετατροπή της σε δύναμη εξουσίας.

Εύχομαι λοιπόν από καρδιάς καλή επιτυχία και μια γόνιμη και ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων στην Συνδιάσκεψή σας, της οποίας τα συμπεράσματα, αναμένω με ενδιαφέρον.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ:

Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι,

Θέλω να σας ευχαριστήσω για την πρόσκλησή σας και να ευχηθώ καλή επιτυχία στις εργασίες σας.

Και να σας μεταφέρω ένα μήνυμα αισιοδοξίας, καθώς όπως όλα δείχνουν, για τις δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού, έχει ανοίξει ένα παράθυρο ελπίδας και προοπτικής, ως αποτέλεσμα,

Των αποτυχιών της συντήρησης να δώσει απαντήσεις,

Των αδυναμιών των άλλων λαϊκιστικών προτάσεων, που αποδείχθηκαν αδιέξοδες και ευκαιριακές, αλλά κυρίως,

Των αξιών και των ιδανικών μας, που αποδεικνύονται πολλαπλώς επίκαιρα και ικανά να ανταποκριθούν στις ανάγκες των καιρών, γεγονός που ανάγκασε πολλούς να υιοθετήσουν απόψεις και θέσεις μας, προκειμένου να δώσουν απαντήσεις σε μείζονα ζητήματα για την ανθρωπότητα.

Αναφέρω ενδεικτικά την ΕΕ που έπραξε ό,τι δεν έκανε στην οικονομική κρίση, προκειμένου να αντιμετωπίσει την πανδημία, βάζοντας στο ράφι τη δημοσιονομική ζυγαριά και ρίχνοντας στη μάχη της ανάκαμψης, ένα σημαντικό Ταμείο.

Αλλά και τις συντηρητικές δυνάμεις, που υποχρεώθηκαν να αποδεχθούν τον κρίσιμο ρόλο των δημοσίων συστημάτων υγείας, για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.

Όπως, και τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύονται άλλες δυνάμεις, που κατανοούν πλέον την ανάγκη είτε αναδρομολόγησης της πολιτικής, όπως ο Πρόεδρος Μπάιντεν, είτε και αλλαγής πορείας, κάτι που άλλες δυνάμεις αρχίζουν πια να συζητούν στην Ευρώπη.

Ένας χαιρετισμός, και μάλιστα μέσω του Διαδικτύου, δεν ενδείκνυται για μακρές αναλύσεις και για διεξοδικές προσεγγίσεις τόσο σημαντικών ζητημάτων, που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή, γιατί αφορούν την πορεία της ανθρώπινης κοινωνίας προς το μέλλον και ειδικότερα, προς ένα καλύτερο, αλλά το σημαντικότερο, ένα διαφορετικό μέλλον.

Πολύ περισσότερο τώρα, σε μια εποχή κατά την οποία συζητείται πλέον ευρύτατα η σημασία της Κλιματικής κρίσης, αλλά και λόγω συγκυρίας της Υγειονομικής, καθώς και η ανάγκη μετάβασης σε ένα βιώσιμο, πράσινο μοντέλο ανάπτυξης.

Μια συζήτηση, που όχι μόνο δεν έγινε πριν από μια δεκαετία, με αφορμή την οικονομική κρίση, όπως θα έπρεπε και αρκετοί τότε είχαμε επιχειρήσει να την ανοίξουμε, αλλά επιδιώχθηκε να μην γίνει και να επιβληθεί σιωπή, καθώς δεν εξυπηρετούσε τις περισσότερες πολιτικές δυνάμεις και των δύο πόλων της πολιτικής, δυστυχώς, αλλά και τους οικονομικά ισχυρούς.

Γιατί; Γιατί έπρεπε να αποκρυβούν οι ρίζες των παθογενειών που προκάλεσαν την κρίση, άρα και να αναδειχθεί ο ρόλος όσων συνέβαλαν σε αυτήν, αλλά και στην απόκρυψή τους, καθώς οι αφηγήσεις του μεγαλύτερου μέρους του πολιτικού συστήματος της χώρας, δεν ενδιαφερόταν για το δημόσιο συμφέρον, αλλά για την εξουσία και τη νομή της.

Η ειρωνεία; Ότι αυτή η συζήτηση αρχίζει να γίνεται σε μια περίοδο, που ενώ η ανάγκη για μια διαφορετική αντίληψη με βάση την οποία θα μεταβούμε στο μέλλον, αποτελούσε δικό μας προγραμματικό πρόταγμα, πρόταγμα που μάλιστα, λοιδορήθηκε και αντιμετωπίστηκε με χλευασμό από τους άλλους ιδεολογικούς χώρους, οι δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού δεν είναι και στα καλύτερά τους.

Το γεγονός όμως, ότι δικαιώνονται, αντιλήψεις, απόψεις και θέσεις που έτυχαν της επεξεργασίας των προοδευτικών δυνάμεων, επιβεβαιώνει ότι, η δουλειά μας μπορεί να είναι δύσκολη για να επιτύχουμε μια καλύτερη πορεία, αλλά είναι ιστορικά αναγκαία.

Γι’ αυτό σας μίλησα από την αρχή, για μήνυμα αισιοδοξίας, ελπίδας και προοπτικής.

Το ερώτημα είναι: έχουμε τη βούληση να ξαναγίνουμε μια μεγάλη συμμαχία κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα προωθήσει μια προοδευτική πρόταση διακυβέρνησης απέναντι στη συντηρητική και θα επιδιώξει την αλλαγή παραδείγματος, ως και προϋπόθεση για μια βιώσιμη πορεία προς ένα συμμετοχικό, πράσινο, δημοκρατικό μέλλον;

Δηλαδή, ως μοχλό για τη συλλογική μας πορεία ως κοινωνία, το τονίζω, τη συλλογική μας πορεία, σε ένα καλύτερο και διαφορετικό μέλλον;

Το ρωτώ, γιατί πιστεύω βαθύτατα ότι, μπορούμε να το κάνουμε.

Το έχουμε ξανακάνει και γνωρίζουμε το πώς.

Ούτε πρέπει να ανακαλύψουμε την πυρίτιδα, ούτε και προϋπόθεση είναι οι λεπτομέρειες επί των πολιτικών μας.

Είναι όμως, η πίστη στην ιστορική αποστολή μας, η βούληση και η αποφασιστικότητα να σπάσουμε αυγά, να υπερβούμε τα κομματικά τείχη, να αντισταθούμε στα στερεότυπα και τις μικροπολιτικές προκαταλήψεις και να προσφέρουμε στις υγιείς παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, τις απτές αποδείξεις της αφοσίωσής μας στον μοναδικό στόχο που δικαιολογεί την ύπαρξή μας. Την Προοδευτική Αλλαγή της χώρας. Και μαζί, την απόφασή μας να αποτελέσουμε το παράδειγμα και την κινητήριο δύναμη για την Αλλαγή και στην Ευρώπη.

Είναι βέβαια και η απόφαση μας, να δώσουμε νέες ιδέες και νέες πολιτικές, ως απαντήσεις στις σύγχρονες προκλήσεις των καιρών και στα μεγάλα διακυβεύματα του μέλλοντος.

Ας επιχειρήσουμε να δούμε αν οι δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού μπορούν να δώσουν απαντήσεις σε μια σειρά από ερωτήματα, τα οποία ιστορικά δίνουν το στίγμα των πραγμάτων:

Έχουμε απαντήσεις,

Για τη σημασία της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας,

Για το ρόλο του κράτους, της εργασίας και το κεφαλαίου,

Για τις εγγενείς και πολλαπλασιαζόμενες αδυναμίες του καπιταλισμού, που εκφράζονται με την όλο και συχνότερη εκδήλωση κρίσεων, από τη μια,

αλλά και για τις αδυναμία των δυνάμεων της δημαγωγίας, της Ακροδεξιάς,

αλλά και της λεγόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς, να δώσουν βιώσιμες απαντήσεις, όπως απέδειξαν οι πρόσφατες κρίσεις;

Για την αντιμετώπιση των αδικιών, των ανισοτήτων και της αποδόμησης των δικαιωμάτων που με αγώνες και αίμα κατακτήθηκαν;

Μπορούμε να προτείνουμε οραματικές, αλλά μαζί και αποτελεσματικές λύσεις που να αλλάζουν τα δεδομένα και να κατοχυρώνουν τη βιωσιμότητα των απαντήσεων μας;

Έχουμε εντέλει το ιδεολογικό και πολιτικό οπλοστάσιο, να συμβάλουμε στην αλλαγή παραδείγματος;

Θα επιχειρήσω μια σύντομη προσέγγιση, τονίζοντας εξαρχής ότι, υπάρχει μια αδυναμία που χαρακτηρίζει τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας στον κόσμο. Η πολυδιάσπασή τους, όσον αφορά στην διερεύνηση του προβλήματος, καθώς, υπάρχουν δυνάμεις αυτού του χώρου, που δεν έχουν ακόμη αποστεί από αντιλήψεις που τις έφεραν πολύ κοντά στη συντήρηση και δεν έχουν πάρει το μάθημα από τη στρατηγική ήττα αυτής τους της επιλογής.

Με αυτήν την επισήμανση, ως αναγκαία παράμετρο, θέλω να υπενθυμίσω κάποια λίγα πράγματα που από μόνα τους δίνουν απαντήσεις:

Είναι τυχαίο το γεγονός ότι, οι προοδευτικές δυνάμεις μπόρεσαν να δώσουν βιώσιμες απαντήσεις σε όλες τις κρίσεις του 20ου αιώνα;

Ποιοι μίλησαν πρώτοι για την ανάγκη η πολιτική να υπερασπιστεί την αυτονομία της και να γίνει πράσινη σε όλες της τις εκφάνσεις;

Και ποιοι επισήμαναν πρώτοι, ότι δεν αρκεί μόνο η ανάδειξη της οικολογικής διάστασης των πραγμάτων;

Ποιοι μίλησαν πρώτοι, για την ανάγκη της συλλογικής μετάβασης σε ένα βιώσιμο και πράσινο μέλλον;

Και ποιοι ανέδειξαν τους κινδύνους είτε από την πλήρη κυριαρχία των αγορών επί της πολιτικής, είτε από την κυριαρχία μιας συλλογικής γραφειοκρατίας ένεκα της δήθεν υπεράσπισης της ατομικής ελευθερίας, προς ικανοποίηση των επιδιώξεων κομματικών ηγεσιών που υποτίθεται ότι ενεργούν εν ονόματι του λαού;

Ποιοι ανέδειξαν την αναγκαιότητα προάσπισης των αξιών του ανθρωπισμού και του διαφωτισμού, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ως απαράβατης προϋπόθεσης για την οικοδόμηση μιας πολιτικής που να αφορά τις κοινωνίες;

Όχι τους ισχυρούς ή κάποιες αυταρχικές κομματικές ηγεσίες.

Ποιοι μίλησαν για την ανάγκη να εξανθρωπίσουμε, να εκδημοκρατίσουμε την παγκοσμιοποίηση;

Ποιοι επανέφεραν ως επίκαιρο το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα;».

Ποιοι έθεσαν το δίλημμα «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε»;

Και,

Ποιοι ανέδειξαν την ανάγκη να αντιμετωπίσουμε τις παθογένειες του ιδιότυπου πελατειακού καπιταλισμού που κρατά σε ομηρία τη χώρα και τους Έλληνες;

Ποιοι άνοιξαν το δρόμο για μεγάλες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις ως απάντηση σε αυτές τις παθογένειες που αποτέλεσαν και τις αιτίες για την κρίση;

Ποιοι μίλησαν για την πράσινη ανάπτυξη;

Ποιοι έθεσαν το ζήτημα της κλιματικής κρίσης;

Ποιοι ανέδειξαν τις προκλήσεις που φέρνουν οι μεγάλες τεχνολογικές κατακτήσεις, αλλά και το Διαδίκτυο;

Ποιοι έδειξαν τις νέες ανισότητες στην υγεία, την παιδεία, την πρόσβαση στον ψηφιακό κόσμο;

Και ποιοι πρότειναν εδώ και πολλά χρόνια λύσεις που τώρα όλο και περισσότεροι αρχίζουν να συζητούν;

Αναλογιστείτε: πόσα πράγματα είχαμε προτείνει στην ΕΕ με την εκδήλωση της κρίσης και ακόμη περιμένουμε να γίνουν πράξη παρά το ότι αναγνωρίζετε η ορθότητά τους; Από το χτύπημα των φορολογικών παραδείσων, τη ρύθμιση των αγορών, τα πράσινα ομόλογα για την ανάκαμψη της οικονομίας, τη συλλογική αντιμετώπιση των αγορών στο ζήτημα των χρεών των κρατών μελών, τη φορολόγηση των αερίων του θερμοκηπίου και ειδικά του διοξειδίου του άνθρακα, την φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, το χτύπημα της κερδοσκοπικής πολιτικής στα cds, τις κοινές πολιτικές για την πράσινη ανάπτυξη, που θα ενοποιήσει ουσιαστικά την Ευρώπη και πολλά ακόμα.

Αναλογιστείτε: πόσα ξεκινήσαμε να κάνουμε το 2010, που αντιμετωπίστηκαν με χολή και τα οποία τώρα είτε επιχειρούν να αποδομήσουν, γιατί δεν υπηρετούν τις επιδιώξεις συμφερόντων και κατεστημένων, είτε επιχειρούν να μας πείσουν ότι είναι δικές τους ιδέες;

Τα υπενθυμίζω όλα αυτά, όχι για να ευλογήσουνε τα γένια μας, αλλά για να δούμε στην πράξη, ότι εμείς ιστορικά είμαστε μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος.

Κοντολογίς, οι απαντήσεις που οφείλουμε να δώσουμε, είναι στρατηγικής σημασίας και δεν αφορούν το αν μπορούμε αλλά το πώς και με ποιους θα το κάνουμε.

Και βέβαια, οι απαντήσεις μας, δεν μπορούν να αφορούν το ποιος θα έχει το πάνω χέρι σε μια ιστορικής σημασίας προσπάθεια, αλλά το αν αυτή αφορά τη χώρα και τους Έλληνες.

Με απλά λόγια: ένα εγχείρημα αξιών και προγραμματικού λόγου.

Αξιόπιστη πρόταση που αλλάζει το παράδειγμα.

Που λειτουργεί απελευθερωτικά.

Θα επαναλάβω, λοιπόν, την πρότασή μου, την οποία έχω διατυπώσει εδώ και πολλά χρόνια. Μια πρόταση που ακούω τελευταία να διατυπώνουν και άλλοι, αλλά πιστεύω ότι, δεν κατανοούσαν και τα περιεχόμενά της:

Απαιτείται μια νέα κοινωνική συμφωνία, ένα πράσινο κοινωνικό συμβόλαιο, που να διασφαλίζει τη συλλογική μας πορεία προς ένα βιώσιμο μέλλον:

Και να υπηρετεί:

Την υγεία του ανθρώπου και την προστασία του περιβάλλοντος ως ενιαία οντότητα.

Την παιδεία.

Την εργασία.

Την κοινωνική ασφάλιση.

Την πρόσβαση τον ψηφιακό κόσμο, την ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων και την ιδιοκτησία των big data.

Να λαμβάνει υπόψη και να απαντά στις σύγχρονες προκλήσεις.

Τις νέες αλλά και παλιές εντεινόμενες ανισότητες.

Την κλιματική κρίση.

Τον ψηφιακό μετασχηματισμό με έλεγχο δημοκρατικό και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Να έχει στο επίκεντρό του τον άνθρωπο και το περιβάλλον.

Να μεριμνά για την εμβάθυνση της Δημοκρατίας και να προασπίζεται την αυτονομία της πολιτικής.

Να έχει πράσινο χρώμα.

Και να διακρίνεται από το κοινωνικό και συμμετοχικό του πρόσημο.

Κλείνοντας, θέλω να εκφράσω μια βαθιά μου επιθυμία, γιατί πιστεύω ότι είναι και εγερτήρια όσον αφορά το έργο μας:

Να σκεφτόμαστε παγκόσμια, να δρούμε τοπικά, αλλά να μην φοβόμαστε να ρίχνουμε σύνορα και στεγανά, και να μην πάψουμε ποτέ να πιστεύουμε ότι, μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο.

Οι μεγάλες ιδέες, μας κάνουν καλύτερους και χρησιμότερους.

Αρκεί να πιστέψουμε στις δυνάμεις μας.

Σας ευχαριστώ.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΑΧΙΝΙΔΗΣ:

Η συζήτηση για το μέλλον της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας καλά κρατεί εδώ και χρόνια, προφανώς γιατί την τελευταία εικοσαετία η πορεία της είναι σταθερά καθοδική.

Μετά την εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ το 2012 ο Economist εισήγαγε τον όρο PASOKIFICATION για να περιγράψει αυτήν την πορεία των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων.  

Δυο χρόνια αργότερα, ο Νίκος Μουζέλης σε άρθρο του έγραψε ότι η Σοσιαλδημοκρατία συμπεριφέρεται όπως το εκκρεμές.

Αν η εκτίμηση αυτή είναι σωστή εύλογα τίθεται το ερώτημα μπορούμε να προσδοκούμε στην επιστροφή των Τζεντάι;

Έχουν περάσει επτά χρόνια από τότε και η Σοσιαλδημοκρατία συνεχίζει να χάνει δυνάμεις. Αν λοιπόν θέλουμε να μιλήσουμε για Σοσιαλδημοκρατία 3.0, πρέπει να απαντήσουμε σε τρία ερωτήματα που αφορούν το παρελθόν και το παρόν της για να ψηλαφίσουμε αν και ποιες οι μελλοντικές προοπτικές της στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Ελλάδα.

Ερώτημα πρώτο: Τι φταίει;

Υπάρχουν οι εύκολες απαντήσεις. Στην Ελλάδα για παράδειγμα η απάντηση είναι ότι φταίνε τα μνημόνια που έφερε το ΠΑΣΟΚ. Δεν τα έφερε το ΠΑΣΟΚ αλλά η πολιτική της ΝΔ που μετά τα προσυπέγραψε και τα εφάρμοσε όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Η απάντηση αυτή δεν εξηγεί γιατί στη Γαλλία του Ολάντ, που δεν υπέγραψε μνημόνια, χάθηκε το Γαλλικό Σοσιαλιστικό κόμμα ή στη Γερμανία του Σρέντερ και στην Αυστρία μειώθηκε η δύναμη του SPD.

Αντίθετα, στην Πορτογαλία που οι Σοσιαλιστές υπέγραψαν το μνημόνιο επανήλθαν στην κυβέρνηση έχοντας κερδίσει δυο φορές τις εκλογές. Ανάλογη είναι και η εμπειρία της Ισπανίας.

Θεωρώ ότι σε μεγάλο βαθμό φταίει η ήττα μας στη μάχη των ιδεών. Με αποκορύφωμα την αποδοχή –σιωπηρή ή με αντιρρήσεις– των παραδοχών της συναίνεσης της Ουάσιγκτον για πλήρη απελευθέρωση των αγορών, μείωση του εποπτικού ρόλου του κράτους στο όνομα της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, την περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, την μονομερή έμφαση στην ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις υποβαθμίζοντας τη σημασία της ασφάλειας και αξιοπρεπούς διαβίωσης των εργαζομένων.

Αυτά οδήγησαν σε ενίσχυση της αβεβαιότητας και επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών και προοπτικών κοινωνικών στρωμάτων που παραδοσιακά αναζητούσαν πολιτική έκφραση μέσα από αυτά.

Τυπικό παράδειγμα η ατζέντα 2010 του Σρέντερ.  

Σε πολλές χώρες η σύγκλιση με τα συντηρητικά κόμματα στα παραπάνω ζητήματα διευκόλυνε την κυβερνητική συνεργασία όταν δεν υπήρχε αυτοδυναμία. Όπου όμως πραγματοποιήθηκε η συνεργασία αυτή οδήγησε σε περαιτέρω αποδυνάμωση των σοσιαλιστών (Ελλάδα, Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία).

Τι να ένοιωσε άραγε ο παραδοσιακός ψηφοφόρος του Εργατικού Κόμματος στην Αγγλία όταν ο Peter Mandelson το 2002 σε άρθρο του στους Times έγραφε “we are all Thatcherites now”.

Ένας δεύτερος λόγος για την καθοδική πορεία υπήρξε η αδύναμη και αναποτελεσματική προετοιμασία των μελών και ψηφοφόρων τους και η ανεπαρκής αντίδραση τους στις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης.

Θέσεις εργασίας στην Ευρώπη καταστρέφονταν γιατί μεταφέρθηκαν στην Ασία χωρίς όμως πρόνοια για αυτούς που έμεναν χωρίς δουλειά ή τις περιοχές που αποβιομηχανοποιούνταν.

Αυτό οδήγησε στην πράξη να επιλεγεί η μείωση φόρων εισοδήματος κεφαλαίου και να αυξηθούν οι φόροι εισοδήματος από την εργασία για να μείνουν στην χώρα οι επιχειρήσεις.

Το αποτέλεσμα ήταν να περικοπούνε τα επιδόματα για να ενισχυθεί η ευελιξία στην αγορά εργασίας με περιορισμό του ηθικού κινδύνου, τα κοινωνικά προγράμματα οι επενδύσεις στις υποδομές παιδείας και υγείας για δημοσιονομικούς λόγους.

Τρίτος παράγοντας η αναδιάταξη της κοινωνικής διαστρωμάτωσης ως αποτέλεσμα της αναδιοργάνωσης της οικονομίας και η δημιουργία νέων ταυτοτήτων.

Μια ερμηνεία για την τάση αυτή προσφέρει μια έρευνα μιας ομάδας υπό τον Πικετί. Οι πλούσιοι και οι μορφωμένοι στο παρελθόν ψήφιζαν συντηρητικά κόμματα ενώ οι πιο φτωχοί και χωρίς παιδεία ψήφιζαν σοσιαλδημοκράτες ή εργατικούς.

Μέχρι την αρχή του 21ου αιώνα είχε συντελεστεί μια έντονη αντιμετάθεση: Οι πολίτες με υψηλή εκπαίδευση ψηφίζουν τώρα αριστερά στην οποία συμπεριλαμβάνονται τα πράσινα κόμματα), ενώ οι ελίτ των υψηλών  εισοδημάτων και του πλούτου συνεχίζουν να ψηφίζουν δεξιά. Ταυτόχρονα, όλο περισσότεροι πολίτες με χαμηλό εισόδημα και περιορισμένη μόρφωση ελκύονται από τον εθνικιστικό, λαϊκίστικό  και αντιμεταναστευτικό λόγο των δεξιών κομμάτων.

Για να εξηγήσουμε την καθοδική πορεία των σοσιαλιστών πρέπει να λάβουμε υπόψη και τη μείωση των απασχολουμένων στη βιομηχανία που παραδοσιακά ψήφιζαν τους Σοσιαλιστές.

Τέλος, οι Σοσιαλιστές μετά την δημιουργία της ΟΝΕ στην ΕΕ και την έλευση της παγκοσμιοποίησης έχασαν εργαλεία πολιτικής που αξιοποιούσαν την χρυσή εικοσιπενταετία 1945-1970 για να εξασφαλίσουν πλήρη απασχόληση και καλούς μισθούς.

Στο εσωτερικό της ευρωζώνης οι αυστηροί δημοσιονομικοί κανόνες  καθιστούν αναποτελεσματικό τον εθνικό κευνσιανισμό.

Δεν μερίμνησαν ωστόσο όταν ήταν ισχυρά να θέσουν τα θεμέλια και τις προϋποθέσεις για τον ευρωπαϊκό κευνσιανισμό.

Ως καταστατική υποχρέωση της ΕΚΤ ορίστηκε αποκλειστικά η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών ακόμη και αν αυτό γίνεται σε βάρος της ανάπτυξης και της απασχόλησης.

Αντίθετα η FED είναι υποχρεωμένη να μεριμνά για την οικονομία και την απασχόληση.

Τέλος οι πολιτικές για τον ανταγωνισμό και τις κρατικές ενισχύσεις απέτρεπαν κλαδικές πολιτικές ή τη στήριξη της βιομηχανίας.

Οι αγορές υπαγόρευαν τις κατευθύνσεις της χρηματοδότησης. Με αποτέλεσμα φούσκες σε πολλές αγορές και τον προσανατολισμό σε αδιέξοδα παραγωγικά πρότυπα σε πολλές χώρες.

Συμπέρασμα: Η έξαρση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων κατά την τελευταία τριακονταετία προκλήθηκε από την οικονομική πολιτική που υπαγορεύονταν από την συναίνεση της Ουάσιγκτον.

Οι πολιτικές όμως απέναντι στην κρίση πανδημίας σε όλο τον κόσμο ήταν κευνσιανές δεν ήταν νεοφιλελεύθερες. Ακόμη και οι υπερασπιστές της συναίνεσης σήμερα αναγνωρίζουν την αποτυχία των trickle down economics και είναι σε αναζήτηση νέας συναίνεσης.

Η Σοσιαλδημοκρατία 3.0 οφείλει να πράξει το ίδιο. Να διατυπώσει νέες πολιτικές προτάσεις σε εθνικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο της ΕΕ.

Συμμαχίες στην Ευρώπη ενόψει της διαδικασίας αναθεώρησης δημοσιονομικών κανόνων και συζητήσεων για μονιμοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, του SURE και αμοιβαιοποίηση του χρέους.

Ερώτημα δεύτερο: Που να στρίψει η Σοσιαλδημοκρατία το τιμόνι; δεξιά ή αριστερά;

Όταν έγινε αποδεκτό ότι κάτι πρέπει να αλλάξει για να ανακοπεί η καθοδική πορεία παρακολουθώντας την κατεύθυνση των διαρροών των παραδοσιακών ψηφοφόρων τους αλλά και τις προτιμήσεις των νεοεισερχόμενων κάποιοι πρότειναν στροφή στα δεξιά προς το Κέντρο αναγορεύοντας ως πρότυπο τον Μακρόν. Άλλοι πρότειναν στροφή προς τα αριστερά αναγορεύοντας ως πρότυπο τον Κόρμπιν.

Εκ του αποτελέσματος και της πορείας των αντίστοιχων κομμάτων προκύπτει ότι καμία από αυτές τις δυο προτάσεις δεν βοήθησε.

Γιατί η μηχανική αυτή προτροπή παραμέριζε ή αποσιωπούσε πολλά από όσα αναφέρθηκαν στον πρώτο ερώτημα.

Ο Μακρόν είναι ένας κεντροδεξιός πολιτικός που με την οικονομική του πολιτική κινείται ακόμη εντός των παραδοχών της συναίνεσης της Ουάσιγκτον.

Εδώ δημιουργείται και μια παρανόηση. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης λένε ότι είναι αναγκαία η στροφή στο κέντρο γιατί η τομή δεξιά αριστερά δεν έχει νόημα σήμερα. Το κέντρο ως πολιτική οριοθέτηση προϋποθέτει την ύπαρξη της τομής δεξιά/αριστερά.

Ο δε Κόρμπιν ήθελε να λύσει τα προβλήματα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα προσφεύγοντας σε λύσεις της δεκαετίας του 1960.

Δεν είναι σύμπτωση ότι οι ψηφοφόροι του ψήφισαν το Brexit ούτε η μετάλλαξη του κόκκινου τείχους της Βορειοδυτικής Αγγλίας σε μπλε. Γεγονός πρωτόγνωρο στην ιστορία του Εργατικού Κόμματος.

Θα έπρεπε όλους αυτούς να τους προβληματίσει το γεγονός ότι ενώ συνέβη μια μεγάλη κρίση απόρροια της νεοφιλελεύθερης λογικής η αριστερά στην ριζοσπαστική της εκδοχή δεν βγήκε ωφελημένη.

Ο Μελανσόν στην Γαλλία δεν κέρδισε ψηφοφόρους από το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα ούτε το Die Linke από το SPD.

Κέρδισε όμως η νέα αντισυστημική ή/και ευρωσκεπτικιστική αριστερά: οι Podemos, ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και το Κίνημα των Πέντε αστέρων. Εκεί πήγαν πολλοί ψηφοφόροι των σοσιαλιστικών κομμάτων.

Οι Podemos όμως και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων σταδιακά ξεφούσκωσαν και ο ΣΥΡΙΖΑ στα καλύτερα του πήρε 35%-36%. Επέλεξε να συνεργαστεί με τους ακροδεξιούς του Καμένου για να κυβερνήσει εφαρμόζοντας το τρίτο μνημόνιο αντί να το σκίσει ή να καταργήσει με άρθρο μονό όπως έλεγε πριν το 2015. Δεν ξέρω πόσο νέα αντισυστημική αριστερά ή προοδευτική ήταν αυτή η στροφή.

Συμπέρασμα: Η Σοσιαλδημοκρατία 3.0 πρέπει να αποφασίσει τη θέση της στην ιστορική διαιρετική τομή δεξιά/αριστερά που είναι σε ισχύ. Η θέση της ήταν και πρέπει να παραμείνει στην αριστερά.

Υπάρχουν όμως και νέες διαιρετικές τομές που προκύπτουν από την παγκοσμιοποίηση, τη στάση έναντι της ΕΕ, τη στάση ως προς την κλιματική αλλαγή αλλά και τα όσα φέρνουν η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και η τεχνητή νοημοσύνη και να πάρει καθαρή θέση.

Ερώτημα τρίτο: Τι πρέπει να κάνει η Σοσιαλδημοκρατία 3.0

Πριν αναζητήσουμε απαντήσεις στο τι πρέπει να κάνει εύλογα κάποιος μπορεί να θέσει το ερώτημα αν στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, είναι αναγκαία τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα;

Η απάντηση είναι θετική και έχει ως αφετηρία την ανάγκη να χτυπηθούν οι τεράστιες κοινωνικές ανισότητες εισοδήματος και πλούτου, την ανάγκη υπεράσπισης της δημοκρατίας από τα λαϊκίστικα κόμματα και την ακροδεξιά, την ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών για βαθύτερη ενοποίηση σε μια Ευρώπη με κοινωνική διάσταση, στον εξανθρωπισμό της Παγκοσμιοποίησης 3.0 την πραγμάτωση της μετάβασης στην πράσινη και ψηφιακή οικονομία με κοινωνική διάσταση.

Τα σοσιαλιστικά κόμματα για να επιστρέψουν – όπου αυτό είναι δυνατό – με πρωταγωνιστικό ρόλο πρέπει να επαναξιολογήσουν τι προσφέρουν σε σχέση με τα άλλα κόμματα. Να στραφούν στην κοινωνία, να την μελετήσουν σωστά.

Να κατανοήσουν τις αγωνίες και τις προτεραιότητες των πολιτών και στη βάση των προοδευτικών αξιών τους να αναδείξουν νέες ταυτότητες.

Με τις αναθεωρημένες προγραμματικές τους προτάσεις να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση μιας νέας κοινωνικής πλειοψηφίας.

Αυτό θα το πετύχουν αν αποδεχτούν εκ νέου την ανάγκη να ηγεμονεύει ιδεολογικά «το πρωτείο της πολιτικής». Να εργαστούν για να συγκροτηθούν υπερεθνικά όργανα οικονομικής διακυβέρνησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο στη βάση κοινών αξιών.

Πολλά από τα σύγχρονα προβλήματα όπως η κλιματική αλλαγή, το μεταναστευτικό, η φοροαποφυγή των μεγάλων επιχειρήσεων, έχουν παγκόσμια διάσταση. Εκεί πρέπει να επιδιωχθεί η επίλυση τους στο πλαίσιο της πολυμερούς συνεργασίας.

Αν η σοσιαλδημοκρατία κάνει το λάθος να αναζητήσει τη λύση στα σύγχρονα προβλήματα εντός των εθνικών ορίων θα ηττηθεί και θα χαθεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Η πρόκληση σήμερα είναι να συγκροτήσει το νέο συμβιβασμό αυτή τη φορά ανάμεσα στο κράτος, την αγορά, τις γιγάντιες εταιρείες που μπορούν να επηρεάσουν επ? ωφελεία τους τις αποφάσεις του κράτους και την κοινωνία των πολιτών.

Οι πολιτικές που βασίζονται στην υπόθεση ότι οι επιχειρήσεις θέλουν πάντοτε να επενδύσουν και απλά χρειάζονται ένα φορολογικό κίνητρο, είναι απλοϊκές και αφελείς.

Τα κίνητρα αυτά, αν δεν συνοδεύονται από στρατηγικές άμεσες επενδύσεις του κράτους, σπανίως θα πετύχουν πράγματα που δεν θα γινόντουσαν έτσι κι αλλιώς, με αποτέλεσμα απλά να αυξάνουν την κερδοφορία χωρίς την επιπλέον αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης.

Ο πρωταρχικός στόχος της οικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι η αύξηση των επενδύσεων, όχι των κερδών. Το πρόβλημα δεν είναι η κερδοφορία αλλά οι παραγωγικές επενδύσεις και η αξιοπρεπής εργασία.

Η κρίση πανδημίας μπορεί να πάγωσε προσωρινά τις πολιτικές διεργασίες αλλά λειτουργεί ως επιταχυντής σε οικονομικές και κοινωνικές διεργασίες. Η επόμενη ημέρα στην οικονομία -όταν θα καταγραφούν στην πράξη οι συνέπειες της κρίσης- θα επιταχύνουν κάποια στιγμή και τις πολιτικές εξελίξεις. Τα κόμματα που κυβερνούν, στην πλειοψηφία τους συντηρητικά, θα τιμωρηθούν για την αναποτελεσματική αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της κρίσης πανδημίας. Το ερώτημα είναι ποιος θα καρπωθεί εκλογικά την επερχόμενη πολιτική ανατροπή.

Η μόνη ελπίδα στις χώρες της Ευρώπης όπου έχουν αποδυναμωθεί οι Σοσιαλιστές είναι να συμπρωταγωνιστήσουν με φιλελεύθερους δημοκράτες, οικολόγους/πράσινους και αριστερούς της ανανέωσης σε μια διαδικασία ανασύνταξης του χώρου.

Με μια διαδικασία που θα αντλεί από την εμπειρία του Επινέ της Γαλλίας που οδήγησε σε ανασύνταξη του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος.

Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται και τα οικονομικά δεδομένα στην Ευρώπη διαφέρουν πολύ από τις δεκαετίες που οδήγησαν στο Επινέ.

Για αυτό είναι αναγκαία η διαμόρφωση μιας νέας ατζέντας που θα απαντά στα νέα μεγάλα διλλήματα των κοινωνικών ανισοτήτων, της Κλιματικής Αλλαγής, των εργασιακών σχέσεων στην οικονομία της πλατφόρμας και της ψηφιακής οικονομίας, όπως και του ρόλου του κράτους.  

Στη νέα ατζέντα οι Σοσιαλιστές θα πρέπει να πάρουν θέση και σε ζητήματα που πριν την πανδημία βρισκόντουσαν κάτω από το χαλί της πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά τώρα βρίσκονται στο επίκεντρο των αναζητήσεων ενός νέου προοδευτικού κινήματος. Ενός κινήματος που συνδυάζει ζητήματα δημοκρατίας απέναντι στον αυταρχισμό, την υπονόμευση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ακόμα και για την χρήση της νέας τεχνολογίας), την ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα των εθνικών συστημάτων υγείας.

Όλα αυτά αποτελούν τη βάση για μια νέα πλατφόρμα προοδευτικής πολιτικής και προοπτικής εξουσίας εναλλακτικά στον Τέταρτο Δρόμο της Πορτογαλίας που αφορά λίγες χώρες όπου το Σοσιαλιστικό κόμμα παραμένει ισχυρό αλλά συνεργάζεται με κόμματα της αριστεράς για να σχηματίσει κυβέρνηση.

Στο βαθμό που θα ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση η Σοσιαλδημοκρατία 3.0 μπορεί να ξαναγίνει δύναμη ηγεμονική στο χώρο της κεντροαριστεράς για να προωθήσει τη βιώσιμη ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη και την υπεράσπιση της δημοκρατίας από τους δημαγωγούς που προτείνουν ως λύση στα παρόντα κοινωνικά και οικονομικά αδιέξοδα την κατάληψη του Καπιτωλίου ή την έφοδο στη Βουλή.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για το Κίνημα Αλλαγής που εκφράζει τη Σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα;

Η ανασύνταξη της Σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα για να προωθήσει μεγάλες προοδευτικές αλλαγές, ώστε να γίνονται επενδύσεις που θα δημιουργούν ποιοτικές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, να παράγεται νέος πλούτος που θα αφορά όλους τους πολίτες, και να ανασυγκροτηθεί το κοινωνικό κράτος, προϋποθέτει την επίλυση του ζητήματος της πολιτικής του ταυτότητας και τη μάχη για την ενίσχυση της αξιοπιστίας της πολιτικής.

Η αποπολιτικοποίηση που προκάλεσε η παγκοσμιοποίηση και η μείωση μελών Σοσιαλιστικών κομμάτων οδήγησε σε μεγαλύτερη μείωση της εκλογικής τους δύναμης.

Δεν αρκεί η επίκληση του ηρωικού παρελθόντος. Επείγουν απαντήσεις στα προβλήματα που κληροδότησαν οι δυο κρίσεις αλλά και στις νέες μεγάλες προκλήσεις της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, της τεχνητής νοημοσύνης, της κλιματικής αλλαγής, του δημογραφικού.

Θέσεις για τις μεγάλες ανατροπές που συντελούνται στην Ευρώπη και στο μεταπολεμικό σύστημα διεθνούς διακυβέρνησης.

Από το 2009 μιλούσαμε για την ανάγκη εξανθρωπισμού της παγκοσμιοποίησης και την πράσινη ανάπτυξη.

Τώρα με νέες προτάσεις θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την ανασυγκρότηση μιας πλειοψηφικής κοινωνικής συμμαχίας.

Αυτό είναι το καθήκον του Κινήματος Αλλαγής που υπερασπίζεται την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός ισχυρού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στην Ελλάδα.

Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για το Κίνημα Αλλαγής αν θέλει να πρωταγωνιστήσει ξανά με μια προοδευτική προγραμματική πρόταση για τη διακυβέρνηση της χώρας.