Το συνταγματικό εμπόδιο για μια ρωσο-ουκρανική εκεχειρία. Του ANDREAS UMLAND
Η παθιασμένη συζήτηση που διεξάγεται μεταξύ των υπευθύνων χάραξης πολιτικής στη Δύση σχετικά με το πώς θα μπορούσε –και θα έπρεπε– να τερματιστεί ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος γίνεται ολοένα εντονότερη μήνα με το μήνα. Ανεξάρτητα από τη θέση του καθενός σχετικά με τον επιθυμητό και πιθανό τερματισμό του πολέμου μέσω διαπραγματεύσεων, οι δυσκολίες για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου πρέπει να αναγνωριστούν από όλους τους συμμετέχοντες στη συζήτηση. Οι εμπειρίες διαφόρων χωρών με τη νεοϊμπεριαλιστική ανάμειξη της Μόσχας στο εξωτερικό τις τελευταίες τρεις δεκαετίες παρέχουν άφθονη τροφή για σκεπτικισμό.
Η αντιπαράθεση δύο συνταγμάτων
Σε ό,τι αφορά τον τερματισμό του εν εξελίξει ρωσο-ουκρανικού πολέμου, υπάρχει πληθώρα λόγων για τους οποίους οι διαπραγματεύσεις σήμερα μεταξύ Κιέβου και Μόσχας είναι πιθανόν είτε να μην πραγματοποιηθούν είτε να μη φέρουν αποτελέσματα – πόσο μάλλον διαρκή ειρήνη. Ένας από αυτούς είναι η έκδηλη σύγκρουση των συνταγμάτων της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Η πρόσφατη παράνομη προσάρτηση από τη Ρωσία τεσσάρων εδαφών στην ηπειρωτική νοτιοανατολική Ουκρανία, δηλαδή των περιφερειών Ντονέτσκ, Λουχάνσκ, Ζαπορίζια και Χερσώνα, αποτελεί δυσεπίλυτο γρίφο. Μεγεθύνει την πρόκληση της εξίσου σκανδαλώδους ρωσικής στρατιωτικής κατάληψης και παράνομης ενσωμάτωσης της χερσονήσου της Κριμαίας οκτώ χρόνια πριν. Από τον Μάρτιο του 2014, και ακόμη περισσότερο από τον Σεπτέμβριο του 2022, αυτό έχει γίνει το πιο δυσεπίλυτο πρόβλημα για τη διεξαγωγή παραγωγικών συνομιλιών μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας.
Οι δύο χώρες πρέπει να επιλύσουν όχι μόνο μια σειρά από πολιτικά ζητήματα μεταξύ τους, αλλά και μια θεμελιώδη νομική αντιπαράθεση. Η Ρωσία όχι μόνο παραβιάζει το διεθνές δίκαιο εδώ και σχεδόν εννέα χρόνια, με τρόπο αδιανόητο ώς σήμερα. Οι προσαρτήσεις της Μόσχας έχουν, επίσης, αλλάξει ριζικά το ρωσικό εσωτερικό δίκαιο. Ως αποτέλεσμα, το ουκρανικό και το ρωσικό Σύνταγμα διεκδικούν πλέον ρητά τα ίδια εδάφη στην ανατολική και νότια Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας.
Επιπλέον, ο Πούτιν και ο Ζελένσκι θεωρούνται –ως πρόεδροι των χωρών τους– και από τους λαούς τους ως «εγγυητές» των Συνταγμάτων τους και ως υποχρεωμένοι να τα εφαρμόζουν. Ακόμη κι αν ο ένας –ή και οι δύο– ήθελαν να κάνουν εδαφικούς συμβιβασμούς, οι καταστατικοί νόμοι των δύο κρατών τους τους απαγορεύουν ρητά να το κάνουν. Αυτό σημαίνει ότι, πριν από ουσιαστικές ειρηνευτικές συνομιλίες, το ένα ή και τα δύο Συντάγματα θα πρέπει να αλλάξουν. Για να γίνει αυτό, ωστόσο, πρέπει να εξασφαλιστούν μεγάλες πλειοψηφίες σε κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες. Αυτό είναι, για να το θέσουμε ήπια, δύσκολο στην περίπτωση της Ρωσίας του Πούτιν και μη ρεαλιστικό στην περίπτωση της Ουκρανίας.
Το προηγούμενο της Κριμαίας
Αυτό το ιδιότυπο νομικό πρόβλημα υφίσταται ήδη από τις 18 Μαρτίου 2014, όταν η Ρωσική Ομοσπονδία συμπεριέλαβε επίσημα τη χερσόνησο της Κριμαίας στην κρατική επικράτειά της. Η προσάρτηση της Κριμαίας αναγνωρίστηκε επίσημα από λίγες μόνο χώρες και ορισμένους πολιτικούς κύκλους σε όλο τον κόσμο. Η Μόσχα παρουσίασε στον έξω κόσμο, το 2014, μια εξόχως απίθανη εξήγηση για την παραβίαση του διεθνούς δικαίου στη Μαύρη Θάλασσα. Μεταξύ άλλων αμφίβολων ισχυρισμών, διακήρυξε ότι η ιστορία της Κριμαίας στην τσαρική και τη σοβιετική αυτοκρατορία δικαιολογούσε τη σκανδαλώδη ενέργεια της Ρωσίας το 2014.
Η αφήγηση του Κρεμλίνου, για να είμαστε σαφείς, αποτελούσε στην ουσία της μια άσκηση ιστορικής επιλεκτικότητας. Πολλές εθνικές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο θα μπορούσαν -και ορισμένες το κάνουν- να παρουσιάσουν παρόμοιες αλυτρωτικές αφηγήσεις που αναφέρονται -και βασίζονται- στο τάδε ή το δείνα ιστορικό επεισόδιο. Θα μπορούσαν επίσης να διεκδικήσουν ορισμένα εδάφη που κάποτε ανήκαν στη χώρα τους αλλά τώρα -ως αποτέλεσμα υποτιθέμενης ιστορικής αδικία – βρίσκονται σε άλλα κράτη.
Παρά τους ιστορικά αμφιλεγόμενους ισχυρισμούς και την πολιτικά εμπρηστική ρητορική της Ρωσίας το 2014, πολλοί πολιτικοί και διπλωμάτες, ανεπίσημα, καθώς και ορισμένοι εμπειρογνώμονες σε όλο τον κόσμο πίστεψαν το παραμύθι του Κρεμλίνου για την Κριμαία. Αυτό συνέβη τόσο παρά την πραγματική ιστορία της Κριμαίας πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την τσαρική περίοδο, όσο και παρά τις ανατρεπτικές και αναθεωρητικές συνέπειες μιας τέτοιας αναγνώρισης για τη σταθερότητα της παγκόσμιας έννομης τάξης. Η σιωπηρή αναγνώριση της διεκδίκησης της χερσονήσου της Μαύρης Θάλασσας από τη Μόσχα από πολλούς μη Ρώσους παρατηρητές – ακόμη και από ορισμένους στη Δύση – ήταν ένας λόγος για τον οποίο οι διεθνείς κυρώσεις ως απάντηση στις έκνομες ενέργειες της Ρωσίας τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 2014 ήταν είτε ήπιες είτε ανύπαρκτες.
Μέχρι πρόσφατα, το ζήτημα της Κριμαίας ήταν, ίσως, ένα ζήτημα του οποίου η επίλυση θα μπορούσε είτε να αναβληθεί για το απώτερο μέλλον είτε θα μπορούσε, κάποια στιγμή, να επιλυθεί εν μέρει σύμφωνα με τις προτιμήσεις της Μόσχας. Το τελευταίο θα μπορούσε να είχε συμβεί, για παράδειγμα, μέσω μιας προσωρινής διεθνούς διοίκησης για τη χερσόνησο ή με την περαιτέρω ενίσχυση της αυτονομίας της Ουκρανικής Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαίας. Με την προσάρτηση τεσσάρων επιπλέον ουκρανικών εδαφών από τη Ρωσία τον Σεπτέμβριο του 2022, ωστόσο, οι επιλογές αυτές φαίνεται να έχουν εξαλειφθεί.
Το νέο αδιέξοδο
Τα επιχειρήματα του Κρεμλίνου για την πρόσφατη δεύτερη προσάρτηση της νότιας και ανατολικής ηπειρωτικής Ουκρανίας δεν είναι μόνο ακόμη πιο σαθρά από ό,τι για την ενσωμάτωση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014. Το μέχρι πρότινος ανοιχτό ζήτημα σχετικά με τη Χερσόνησο έχει πλέον επανασυσκευαστεί σε ένα κυριότερο και εδαφικά εκτενέστερο και πιο διευρυμένο ζήτημα που πλέον αφορά την ταυτότητα, τη συνοχή και το μέλλον της Ουκρανίας στο σύνολό της. Το πρόβλημα της Κριμαίας αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος του ευρύτερου ζητήματος σχετικά με το δικαίωμα ύπαρξης ενός ιδρυτικού μέλους των Ηνωμένων Εθνών (η Ουκρανική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία ανήκε στον ΟΗΕ, την περίοδο 1945-1991.) Ως αποτέλεσμα, η πλήρης αναστροφή ολόκληρης της παράνομης δυτικής επέκτασης της Ρωσίας, στη βάση των επιθυμιών και των απαιτήσεων της Ουκρανίας, υποστηρίζεται σήμερα από περισσότερους ανθρώπους και χώρες σε όλο τον κόσμο από ό,τι παλαιότερα.
Είναι δυσοίωνο το ότι τα έγγραφα προσάρτησης των ουκρανικών εδαφών από τη Μόσχα τον Σεπτέμβριο του 2022 και ο αντίστοιχα αναθεωρημένος ρωσικός βασικός νόμος προβάλλουν ρητές αξιώσεις για ουκρανικά εδάφη τα οποία η Ρωσία στην πραγματικότητα δεν κατέχει. Αντιθέτως, τα εδάφη αυτά βρίσκονται -είτε ακόμη είτε ξανά- υπό τον έλεγχο του Κιέβου και όχι της Μόσχας. Στην πραγματικότητα, καμία από τις πρόσφατα προσαρτημένες τέσσερις ηπειρωτικές περιοχές της Ουκρανίας δεν έχει καταληφθεί πλήρως από τις ρωσικές δυνάμεις μέχρι στιγμής. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον νέο αυτοπροσδιορισμό του ρωσικού κράτους και σε μερική παραβίαση του ρωσικού Συντάγματος που περιλαμβάνει αυτές τις Περιφέρειες στην επίσημη επικράτεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Στην πραγματικότητα, η Ρωσία έχει πλέον μετατραπεί σε – αυτό που είναι γνωστό στην πολιτική επιστήμη και τη διεθνή διπλωματία – ένα “αποτυχημένο κράτος” (failed state). Πριν από το 2022, η Μόσχα εστιάστηκε στον περιορισμό της κυριαρχίας και της ακεραιότητας άλλων εθνών, όπως η Μολδαβία, η Γεωργία και η Ουκρανία, με στρατιωτικά και μη στρατιωτικά μέσα. Τώρα, η ίδια η Ρωσική Ομοσπονδία είναι – σύμφωνα με το ίδιο της το Σύνταγμα – μια χώρα που δεν ελέγχει πλήρως τα σύνορα και το έδαφός της. Αυτή δεν είναι μόνο μια ενοχλητική πολιτική κατάσταση για το Κρεμλίνο – τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς.
Δημιουργεί, επίσης, ένα παράξενο και περίπλοκο νομικό πλαίσιο διαπραγματεύσεων μεταξύ Κιέβου και Μόσχας – για την επιτυχία των οποίων ελπίζουν πολλοί πολιτικοί, διπλωμάτες, εμπειρογνώμονες και απλοί άνθρωποι εκτός Ουκρανίας. Εάν δεν αλλάξει το Σύνταγμα της Ρωσίας, ο Πούτιν ή οποιοσδήποτε άλλος Ρώσος πρόεδρος δεν θα είναι μόνο ανίκανος να επιστρέψει οποιαδήποτε ελεγχόμενα σήμερα από τη Μόσχα ουκρανικά εδάφη υπό τον έλεγχο του Κιέβου. Το θεμελιωδέστερο νομικό κείμενο της Ρωσίας απαιτεί από τον επικεφαλής του ρωσικού κράτους να επιδιώξει πρόσθετη κατοχή. Ο επίσημος Ρώσος διαπραγματευτικός εταίρος θα ήταν υποχρεωμένος εκ του νόμου να επιμείνει στην παύση της παραχώρησης περαιτέρω ουκρανικών εδαφών από το Κίεβο στη Μόσχα – έτσι ώστε το κείμενο του ρωσικού Συντάγματος να συνάδει με την πολιτική πραγματικότητα.
Κάποιοι μπορεί να σκεφτούν ότι ο προφανής παραλογισμός μιας τέτοιας διπλωματικής συνθήκης αρκεί προκειμένου να απορριφθεί εκ των προτέρων. Ωστόσο, ένας Ρώσος πρόεδρος ή άλλος διαπραγματευτής θα κινδύνευε να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία, αν πρότεινε, συμφωνούσε ή υπέκυπτε στην παραβίαση του ρωσικού Συντάγματος. Το ίδιο ισχύει και για κάθε Ουκρανό πρόεδρο ή άλλο διαπραγματευτή, ο οποίος είναι επίσης υποχρεωμένος, βάσει του Συντάγματός του, να επιδιώξει την όσο το δυνατόν συντομότερη αποκατάσταση της πλήρους ουκρανικής εδαφικής ακεραιότητας και πολιτικής κυριαρχίας.
Αυτό το γενικό αδιέξοδο είναι, εδώ και σχεδόν εννέα χρόνια, ο λόγος για τον οποίο δεν υπήρξαν σοβαρές διαπραγματεύσεις σχετικά με την Κριμαία μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας μετά τον Μάρτιο του 2014. Σε αντίθεση με σήμερα, το Κίεβο και η Μόσχα, από το καλοκαίρι του 2014 έως τις αρχές του 2022, διαπραγματεύονταν εντατικά μεταξύ τους, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης του Μινσκ και του σχήματος της Νορμανδίας, καθώς και αλλού. Καθώς το ζήτημα του καθεστώτος της χερσονήσου της Μαύρης Θάλασσας είχε γίνει, μετά την επίσημη προσάρτησή της από τη Ρωσία, ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος μεταξύ Μόσχας και Κιέβου, δεν υπήρχε, ωστόσο, τίποτα να συζητηθεί για την Κριμαία. Από τον Σεπτέμβριο του 2022, η Μόσχα δημιούργησε το ίδιο αδιέξοδο όσον αφορά τέσσερις επιπλέον περιοχές στην ηπειρωτική νοτιοανατολική Ουκρανία.
Συμπεράσματα
Πολλοί παρατηρητές πιστεύουν ότι η επίτευξη εκεχειρίας μεταξύ Μόσχας και Κιέβου εξαρτάται από την πολιτική βούληση ορισμένων επίλεκτων πολιτικών προσώπων, όπως οι πρόεδροι της Ρωσίας, της Ουκρανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, της Γαλλίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ.ά. Η άποψη αυτή αγνοεί ότι οι συνταγματικές αλλαγές της Ρωσίας το 2014 και το 2022 σχετικά με την επίσημη κρατική επικράτεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας έχουν δημιουργήσει δομικά εμπόδια στη διεξαγωγή παραγωγικών ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με την Ουκρανία. Η ευρέως διαδεδομένη υπόθεση ότι η καλύτερη ή η διαφορετική πολιτική δράση και διπλωματική δέσμευση εκ μέρους της Δύσης ή του Κιέβου – ή και των δύο- θα ήταν αρκετή προκειμένου να καταλήξουμε σε μια μόνιμη συμφωνία με τη Μόσχα, είναι συνεπώς αφελής.
Το συνταγματικό αδιέξοδο που προέκυψε μετά τις προσαρτήσεις της Ρωσίας το 2014 και το 2022 δεν είναι το μόνο εμπόδιο για ουσιαστικές διαπραγματεύσεις (όπως θα περιγραφεί σε τρία ακόμη σχόλια). Ωστόσο, είναι ήδη από μόνο του αρκετό για να είμαστε επιφυλακτικοί ως προς τις δυνατότητες μιας διαρκούς μη στρατιωτικής λύσης της τρέχουσας σύγκρουσης. Ένας τέτοιος τερματισμός του εν εξελίξει πολέμου θα ήταν -εφόσον συνεχιστεί η ρωσική αδιαλλαξία- εφικτός μόνο εάν η Ουκρανία αναθεωρούσε το ίδιο της το Σύνταγμα, αποκηρύσσοντας με αυτόν τον τρόπο την ίδια την ύπαρξή της ως ανεξάρτητο κράτος συνολικά.
Αυτό δεν θα ήταν μόνο -εκτός του ότι είναι μάλλον απίθανο- μη ικανοποιητικό για τους περισσότερους Ουκρανούς. Θα έθετε επίσης υπό αμφισβήτηση τη μελλοντική σταθερότητα και τα σύνορα άλλων κρατών. Τα σημερινά τους εδάφη θα μπορούσαν, ακολουθώντας τη στρατηγική της συμπεριφοράς της Μόσχας από το 2014, να καταργηθούν επίσης μέσω στρατιωτικών επεμβάσεων και πολιτικών προσαρτήσεων από τους γείτονές τους.
μετάφραση: Βασίλης Μπογιατζής
Το παρόν άρθρο συνοψίζει τμήματα μιας μεγαλύτερης έκθεσης του SCEEUS που αφορά τα εμπόδια για τις ρωσο-ουκρανικές διαπραγματεύσεις, η οποία βρίσκεται υπό προετοιμασία. Ο συγγραφέας εμπιστεύθηκε στο The Books’ Journal το παρόν άρθρο πριν την κυκλοφορία του αγγλικού πρωτοτύπου.
Αναδημοσίευση από “booksjournal.gr”