Το πρόβλημα Μελόνι. Του ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ

Όπου πη­γαί­νει η Ιτα­λία, σε λίγο θα βρε­θεί κι η υπό­λοι­πη Ευρώ­πη. Το αξί­ω­μα δεν επι­βε­βαιώ­νε­ται πά­ντο­τε. Αλλά η αλή­θεια εί­ναι πως συ­χνά η Ιτα­λία απο­δει­κνύ­ε­ται ένα πο­λι­τι­κό ερ­γα­στή­ριο όπου δο­κι­μά­ζο­νται συ­ντα­γές που αρ­γό­τε­ρα εκτε­λού­νται και σε άλ­λες εθνι­κές κου­ζί­νες. Το εν­δια­φέ­ρον μας, συ­νε­πώς, εί­ναι κάτι πε­ρισ­σό­τε­ρο από δι­καιο­λο­γη­μέ­νο: Πού πη­γαί­νει η Ιτα­λία;

Στις εκλο­γές του 2018, το ιτα­λι­κό εκλο­γι­κό σώμα είχε δώ­σει το 50% και κάτι των ψή­φων του σε δύο εξω­τι­κά, «αντί-συ­στη­μι­κά» κόμ­μα­τα, με πε­λώ­ριες δια­φο­ρές με­τα­ξύ τους, μα με ένα κοι­νό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό: Έναν επι­θε­τι­κά λαϊ­κι­στι­κό λόγο. Εμείς και Αυτοί. Το Κίνη­μα πέ­ντε αστέ­ρων είχε σα­ρώ­σει το νότο, η Λέγκα τον βορ­ρά. Κι αν προ­σθέ­σου­με και το 4,4% που είχε πά­ρει η Μελό­νι, με ένα πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νο τότε κόμ­μα- με­ταλ­λαγ­μέ­νο από­γο­νο του με­τα­πο­λε­μι­κού νε­ο­φα­σι­σμού- προ­κύ­πτει ένα άθροι­σμα κο­ντά στο 55% για τις δια­φο­ρές εκ­δο­χές αντί-συ­στη­μι­κής ψή­φου. Το υψη­λό­τε­ρο που έχει ποτέ κα­τα­γρα­φεί σε δυ­τι­κή χώρα.

Λέγκα και Αστέ­ρια κυ­βέρ­νη­σαν για λίγο μαζί, σε μια κυ­βέρ­νη­ση all star του λαϊ­κι­σμού, έπει­τα τα αστέ­ρια συμ­μά­χη­σαν με την «συ­στη­μι­κή» κε­ντρο­α­ρι­στε­ρά, έπει­τα μπή­καν στην (σχε­δόν) οι­κου­με­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση Ντρά­γκι κι έπει­τα την ανέ­τρε­ψαν. Κι έτσι η Ιτα­λία βρέ­θη­κε, ελα­φρώς πρό­ω­ρα, στις κάλ­πες ξανά. Το άθροι­σμα των τριών κομ­μά­των του χώ­ρου του λαϊ­κι­σμού ελά­χι­στα μειώ­θη­κε. Άγγι­ξε το 50% και πάλι. Μόνο που η εσω­τε­ρι­κή κα­τα­νο­μή έχει αλ­λά­ξει. Λέγκα και Αστέ­ρια έχα­σαν συ­νο­λι­κά την μισή εκλο­γι­κή τους δύ­να­μη. Η άλλη μισή με­τα­κό­μι­σε στην Μελό­νι, δί­νο­ντάς της ένα εντυ­πω­σια­κό 26%. Το κόμ­μα της, που έχει πά­ρει την ονο­μα­σία του από τον πρώ­το στί­χο του εθνι­κού ύμνου, Fratelli d Italia, και το σύμ­βο­λό του, την τρί­χρω­μη φλό­γα, από το μετά-φα­σι­στι­κό MSI, έγι­νε η κυ­ρί­αρ­χη δύ­να­μη του λαϊ­κι­στι­κού χώ­ρου. Αλλά και η ισχυ­ρό­τε­ρη δύ­να­μη του δε­ξιού μπλοκ συ­νο­λι­κά, το οποίο από 36% στις προη­γού­με­νες εκλο­γές βρέ­θη­κε την πε­ρα­σμέ­νη Κυρια­κή στο 46%.

Τι ση­μαί­νουν αυ­τοί οι αριθ­μοί; Πώς εξη­γού­νται;

Η Metron Analysis πε­ρι­λαμ­βά­νει στις έρευ­νές της, εδώ και λί­γους μή­νες, ένα εν­δια­φέ­ρον ερώ­τη­μα: «Ας φα­ντα­στού­με τον κό­σμο σαν μια πόλη προ­στα­τευ­μέ­νη από ένα κά­στρο που πε­ρι­κλεί­ε­ται από μια έρη­μο. Υπάρ­χουν άν­θρω­ποι προ­στα­τευ­μέ­νοι μέσα στο κά­στρο και άν­θρω­ποι απρο­στά­τευ­τοι έξω από αυτό. Εσείς που θα λέ­γα­τε ότι βρί­σκε­στε; Μέσα ή έξω από το κά­στρο;». Οι απα­ντή­σεις μοι­ρά­ζο­νται στα δύο. Στην προ­χθε­σι­νή της έρευ­να, οι «εκτός» με­τρή­θη­καν στο 50%, οι εντός στο 47%. Πράγ­μα που ση­μαί­νει ότι «εκτός» δεν αι­σθά­νο­νται μό­νον άν­θρω­ποι που ζουν με προ­νοια­κά επι­δό­μα­τα, στα σύ­νο­ρα της φτώ­χειας, αλλά και άν­θρω­ποι που έχουν δου­λειά, σπί­τι, οι­κο­γέ­νεια, αυ­το­κί­νη­το, μα νιώ­θουν πως ισορ­ρο­πούν σε ένα σχοι­νί δί­χως δί­χτυ ασφα­λεί­ας, πως η ζωή τους απει­λεί­ται και πως αδι­κού­νται σ έναν κό­σμο χα­ο­τι­κών ανι­σο­τή­των. Ένας στους τρεις ψη­φο­φό­ρους της ΝΔ ή του ΠΑ­ΣΟ­Κ νιώ­θει «εκτός», έξι στους δέκα ψη­φο­φό­ρους του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ­. Στην Ιτα­λία, το αί­σθη­μα απο­κλει­σμού «εκτός», εί­ναι ακό­μη πιο ισχυ­ρό. Η δια­φο­ρά εί­ναι πως οι πο­λι­τι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές εκεί εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ευ­θυ­γραμ­μι­σμέ­νες με αυτό το αί­σθη­μα. Όσοι νιώ­θουν «εκτός» ψη­φί­ζουν μό­νον εκεί­νους που δη­λώ­νουν «εκτός» και «αντί».

Αυτό εί­ναι το ρεύ­μα που δια­τρέ­χει τις δυ­τι­κές κοι­νω­νί­ες. Ένα ρεύ­μα ανα­σφά­λειας και φό­βου, ταυ­το­τι­κής απει­λής και πνι­γη­ρού αι­σθή­μα­τος ανι­σό­τη­τας, που σα­ρώ­νει τα με­σαία στρώ­μα­τα και τα με­τα­τρέ­πει σε δυ­νη­τι­κή εκλο­γι­κή δε­ξα­με­νή για λαϊ­κι­στές, πα­λιά­τσους και θαυ­μα­το­ποιούς, που υπό­σχο­νται απλοϊ­κές λύ­σεις σε σύν­θε­τα προ­βλή­μα­τα κι έχουν ένα σύν­θη­μα για κάθε πρό­βλη­μα. Αυτό το ρεύ­μα, που διαρ­κώς φου­σκώ­νει, δί­νει απά­ντη­ση στο ερώ­τη­μα που, την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία, δια­τυ­πώ­νε­ται σε πολ­λές γλώσ­σες και οι ιτα­λι­κές εκλο­γές το επα­νά­φε­ραν με έμ­φα­ση. Πως γί­νε­ται και η ισχυ­ρό­τε­ρη δη­μο­κρα­τία του κό­σμου εκλέ­γει για Πρό­ε­δρο κά­ποιον σαν τον Τραμπ; Πώς γί­νε­ται και οι νε­ο­να­ζί μπαί­νουν στην κυ­βέρ­νη­ση στον σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό πα­ρά­δει­σο της Σου­η­δί­ας; Πως γί­νε­ται και οι μετά-φα­σί­στες κερ­δί­ζουν τις εκλο­γές στην Ιτα­λία;

Είναι μια απά­ντη­ση, αλλά όχι ολό­κλη­ρη η απά­ντη­ση. Εξη­γεί την δη­μιουρ­γία μιας «κοι­νω­νι­κής ζή­τη­σης», δεν εξη­γεί την έλ­λει­ψη μιας αντί­στοι­χης «πο­λι­τι­κής προ­σφο­ράς». Γιατί τα δη­μο­κρα­τι­κά πο­λι­τι­κά συ­στή­μα­τα απο­τυγ­χά­νουν να επι­κοι­νω­νή­σουν με αυ­τές τις αγω­νί­ες; Γιατί αφή­νουν τόσο εύ­κο­λα το κοι­νω­νι­κό γή­πε­δο στους θαυ­μα­το­ποιούς και στους πα­λιά­τσους;

Η Ιτα­λία έχει ένα μά­θη­μα να μας δώ­σει. Ήταν η πρώ­τη χώρα στον μετά το 1989 δυ­τι­κό κό­σμο, που είδε το πα­λιό πο­λι­τι­κό της σύ­στη­μα να κα­ταρ­ρέ­ει. Η πρώ­τη που ενα­πό­θε­σε ελ­πί­δες σε έναν λαϊ­κι­στή που υπο­σχό­ταν θαύ­μα­τα- ο Μπερ­λου­σκό­νι έγι­νε πρώ­τη φορά πρω­θυ­πουρ­γός το 1994. Η πρώ­τη που έβα­λε τους απο­γό­νους της φα­σι­στι­κής ακρο­δε­ξιάς στο σα­λό­νι- η Εθνι­κή Συμ­μα­χία, ο άμε­σος πρό­γο­νος των Fratelli d Italia, έγι­ναν νω­ρίς μέ­ρος του κυ­βερ­νη­τι­κού συ­να­σπι­σμού του Μπερ­λου­σκό­νι. Η πρώ­τη που έδω­σε την πλειο­ψη­φία στους λαϊ­κι­στές- το 2018. Και τώρα γί­νε­ται η πρώ­τη που θα έχει πρω­θυ­πουρ­γό με κα­τα­γω­γή, μα­κρι­νή έστω, από τα πιο σκο­τει­νά και φο­νι­κά φα­ντά­σμα­τα του 20ου αιώ­να.

Του «σκαν­δά­λου Μελό­νι» προη­γή­θη­κε ένα δι­πλό προ­πα­το­ρι­κό αμάρ­τη­μα: Η αδυ­να­μία, αφ’ ενός, της κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς να προ­τεί­νει νέες ιδέ­ες, να εμπνεύ­σει εμπι­στο­σύ­νη, να βρει πρό­σω­πα με ηγε­τι­κό χά­ρι­σμα. Ο κυ­νι­κός οπορ­του­νι­σμός της κε­ντρο­δε­ξιάς, αφ’ ετέ­ρου, και προ­πά­ντων. Της κε­ντρο­δε­ξιάς που αγκά­λια­σε την ακρο­δε­ξιά, προς εκλο­γι­κή χρή­ση, την νο­μι­μο­ποί­η­σε και τώρα την βλέ­πει έντρο­μη να ανα­δει­κνύ­ε­ται ηγε­μο­νι­κή στην ευ­ρύ­τε­ρη πα­ρά­τα­ξή της. Το πρό­βλη­μα, θέλω να πω, δεν εί­ναι η Μελό­νι. Είναι οι άλ­λοι.

Αναδημοσίευση από “ΤΑ ΝΕΑ”