Το μεγάλο στοίχημα. Του ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ
Στην ετήσια έκθεσή του για τους κινδύνους που απειλούν τον κόσμο, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ είχε περιλάβει, το 2021, στους δέκα σημαντικότερους κινδύνους για την επόμενη διετία, την «απογοήτευση των νέων»- εκείνων, κυρίως, που βρίσκονται στην ηλικιακή ζώνη 18-24. Βίωναν την δεύτερη μεγάλη κρίση της ζωής τους, μετά την Μεγάλη Ύφεση. Και κινδύνευαν- κινδυνεύουν- αν κάτι δεν αλλάξει, να εξελιχθούν σε μια «χαμένη γενιά». Οι πολιτικές λιτότητας, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, σημείωνε το World Economic Forum, ενίσχυσαν τις ανισότητες, προπάντων τις διαγενεακές, μείωσαν τις επενδύσεις στα εκπαιδευτικά συστήματα, στένεψαν την πρόσβαση των νέων στον κόσμο της εργασίας και άνοιξαν την ψαλίδα ανάμεσα σε εκείνους, τους λιγότερους, που μπορούσαν να αξιοποιήσουν τις μεγάλες ευκαιρίες που η ψηφιακή επανάσταση προσφέρει και τους πολλούς που έχουν πρόσβαση μόνον σε ανασφαλείς, ευκαριακές και υποαμοιβόμενες θέσεις απασχόλησης, σε μια «εποχή των παγετώνων» για την αγορά εργασίας. Η πανδημία επιβάρυνε όλα αυτά τα προβλήματα. Τα μέτρα οικονομικής ενίσχυσης που τα κράτη προώθησαν δεν περιέλαβαν τους νέους στον σχεδιασμό τους και τα μεγάλα προβλήματα ψυχικής υγείας, που προκάλεσε η πανδημία και τα μέτρα κοινωνικής απομόνωσης που την συνόδευσαν, ήταν και αυτά ασύμμετρα βαρύτερα για τους νεότερους.
Κάπως έτσι, συμπέραινε η έκθεση του Φόρουμ, «η αποξένωση των νέων από- και η έκλειψη της εμπιστοσύνης τους προς- τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές δομές σε παγκόσμια κλίμακα…απειλεί να γκρεμίσει μεγάλες κοινωνικές κατακτήσεις που επιτεύχθηκαν με πολυετείς αγώνες».
Από τότε ως σήμερα ένα πλήθος ερευνών έχουν δώσει συγκεκριμένη και εφιαλτική διάσταση στις προειδοποιήσεις εκείνες. Μια αμερικανική έρευνα (McCourtney Institute for Democracy, Νοέμβριος 22) έδειξε πως ενώ το 75% των Αμερικανών (90% για τους άνω των 58 και 98% για τους άνω των 70) θεωρούν την Δημοκρατία τον καλύτερο τρόπο διακυβέρνησης, την άποψη αυτή μοιράζεται μόνον το 53% των 18-25, ενώ για το 28% της γενιάς τους δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε δημοκρατία και δικτατορία, με ένα 19% να δηλώνει ότι προτιμά την δικτατορία! Μια βρετανική έρευνα (The kids aren’t alright, Onward 2022), μέτρησε πως η άποψη πως ένας ισχυρός ηγέτης που κυβερνά απερίσπαστος από εκλογές και κοινοβούλιο, ή ένα ανοιχτά στρατιωτικό καθεστώς, θα ήταν προτιμότερες μορφές διακυβέρνησης από την δημοκρατία, βρίσκει σύμφωνο ένα 45% των Millennials (γεννημένοι μεταξύ 1980-1994) και το 47% της Generation Z (γεννημένοι 1995-2012)! Μια μεγάλη έρευνα, τέλος, του Κέντρου για το μέλλον της Δημοκρατίας, στο πανεπιστήμιο του Cambridge, σε πάνω από 160 χώρες, κατέληγε στο συμπέρασμα πως η απογοήτευση των νέων από την δημοκρατία είναι μια ισχυρή οικουμενική τάση. Ισχυρότερη σε χώρες με πιο άνιση κατανομή πλούτου (όπως οι ΗΠΑ) και εκεί όπου «η ζωή των νέων ξεκινά με χρέη, μικρή πιθανότητα απόκτησης δικής τους στέγης, μεγάλα οικονομικά εμπόδια στην δημιουργία οικογένειας, εκεί όπου η επιτυχία εξαρτάται όχι τόσο από το ταλέντο ή την δουλειά, όσο από τον κληρονομημένο πλούτο». Και δεν είναι μόνον οι έρευνες που το δείχνουν: Αν στις πρόσφατες αμερικανικές εκλογές ήταν η συμμετοχή των νέων (και των γυναικών) που έφραξε το δρόμο στο τραμπικό κύμα, στην Γαλλία το 39% των νέων 18-24 και το 49% των 25-34 ψήφισαν Μαρίν Λεπέν.
Μια γενιά της μοναξιάς (στην έρευνα της Onward μοναξιά δηλώνει ότι νιώθει το 44% των 18-24, αλλά μόνον το 19% των 65+), της κατάθλιψης (το 43% των νέων γυναικών 16-29 ετών δηλώνει ότι βιώνει κάποιας μορφής κατάθλιψη, ενώ από τα 30 και πάνω τα ποσοστά μειώνονται κάτω από 20%), των social media ως υποκατάστατα προσωπικής ζωής και κοινωνικοποίησης. Μια γενιά περισσότερο ευάλωτη στο κλίμα της δυσανεξίας και της πόλωσης (τα ποσοστά των νέων που δηλώνουν οτι δεν θα έκαναν παρέα/φιλία/γάμο με άτομο διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων είναι σχεδόν διπλάσια απ’ ότι στους μεγαλύτερους). Μια γενιά που νιώθει «εκτός τειχών» (σε ποσοστά 61% σύμφωνα με την δική μας έρευνα της ΜΕΤΡΟΝ). Μια γενιά που γυρίζει την πλάτη, οργίζεται, αποσύρεται, κατεβαίνει στο δρόμο, δυσπιστεί. Κι όμως, αυτή η γενιά απουσιάζει με εντυπωσιακό τρόπο, από την πολιτική συζήτηση και τις κομματικές, εκλογικές ατζέντες. Κι αυτό δεν είναι το χειρότερο. Το χειρότερο είναι που το πολιτικό σύστημα αυταπατάται ότι συνομιλεί μαζί της ή την κολακεύει αντιγράφοντας επιπόλαια αυτό που νομίζει ότι είναι η ιδιόλεκτός της ή στρατολογώντας περσόνες από το σύμπαν των social media ή μιας εκχυδαϊσμένης, εμπορευματοποιημένης ψευδο-ραπ, ενώ δεν βρίσκει τίποτε ουσιαστικό να της πει.
Η έρευνα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ τους είχε βαφτίσει pandemials- γενιά της πανδημίας. Εμείς τους είπαμε «γενιά των Τεμπών». Όχι επειδή ήταν τα Τέμπη που προκάλεσαν την ρήξη. Αυτή προϋπήρχε, σιγόβραζε, εξελισσόταν σταδιακά, απλώς συνειδητοποιήθηκε απότομα, βίαια σχεδόν, με το δυστύχημα. Δεν υπάρχουν εύκολες συνταγές που γεφυρώνουν το χάσμα που μας χωρίζει από αυτούς. Και από τις προτάσεις που έχουν τεθεί σε διάλογο καμιά δεν είναι υλοποιήσιμη στον βιαστικό χρόνο της πολιτικής, με το βλέμμα στην επόμενη κάλπη. Μα έχει μια αξία να συνειδητοποιηθεί , έστω, το πρόβλημα και η εκρηκτική του σημασία.
Ήταν παρήγορο, λοιπόν, που ο Ευάγγελος Βενιζέλος, στην πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στην Νίκη Λυμπεράκη, ονομάτισε το πρόβλημα- την «ρήξη με τις νεότερες γενιές» και υπέδειξε, ως το μεγαλύτερο στοίχημα στην εθνική ατζέντα, το ερώτημα «εάν θα ξαναεπικοινωνήσουμε ως πολιτικό σύστημα και ως κοινωνία με τους νέους». Έστω κι αν δεν δικαιούμαστε να ελπίζουμε ότι η επισήμανση θα προσεχτεί μέσα στον ορυμαγδό των μεγάλων εθνικών προβλημάτων που μονοπωλούν τον πολιτικό διάλογο- το δάνειο του Παπαθανάση, την βίλα του Ραγκούση…
Αναδημοσίευση από “ΤΑ ΝΕΑ”