«Τη φοβάμαι τη βία των γηπέδων». Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗ

Έχω ένα φίλο που του αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο. Όποτε όμως του πρότεινα να πάμε μαζί στο γήπεδο, έστω μια φορά, μου απαντούσε: «Τη φοβάμαι τη βία των γηπέδων». Με αφορμή τη δολοφονία του συμπολίτη μας στη Νέα Φιλαδέλφεια γράφηκαν πολλά για την αδιανόητη ολιγωρία των ελληνικών αστυνομικών αρχών, για την ανικανότητα των αρμόδιων κρατικών αρχών να σταματήσουν την πορεία των ναζί Κροατών επιτρέποντάς τους ένα πολύωρο ταξίδι σε όλη την Ελλάδα. Τα πυρά επικεντρώθηκαν στις δομές λειτουργίας του κράτους, στον υπουργό που πιάστηκε στον ύπνο, στη μη αξιοκρατική επιλογή προσώπων σε νευραλγικές θέσεις, στην ανυπαρξία αποτελεσματικών επιχειρησιακών σχεδίων κ.λπ. Σημαντικά όλα αυτά, αλλά πηγαίνοντας συνεχώς από τα 18 μου στα γήπεδα, θα έλεγα πως η βία των γηπέδων δεν είναι ζήτημα της αστυνομίας και του κράτους, μόνο. Είναι ακραία προέκταση κοινωνικών και ακόμη βαθύτερα ταξικών φαινομένων. Και όταν λέω ταξικών, δεν εννοώ πρόβλημα μόνο των κατώτερων τάξεων. Ο χουλιγκανισμός και οι φιλοναζί δεν ευδοκιμούν μόνο στα παιδιά των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων. Ευδοκιμούν και στα παιδιά των ανώτερων τάξεων, τα οποία έχουν μεν «λυμένα» τα υλικά τους προβλήματα, αλλά ο μεταϋλικός κόσμος τους είναι πιο πτωχός από τον πτωχό υλικό κόσμο των ασθενέστερων. Η βία των γηπέδων είναι αντίδραση στην υποκρισία του κόσμου που καταδικάζει τη βία, αλλά στη ζωή του για να επιτύχει, περιφρονεί κάθε κανόνα και αξία κοινωνικής αλληλεγγύης. Ενός κόσμου που καταδικάζει την ατομική βία, αλλά νομιμοποιεί την οικονομική βία των αγορών. Ενός κόσμου που θεωρεί εύλογο κάποιοι που έχουν χρήματα να δικαιούνται να χρησιμοποιούν «ξαπλώστρες» και ομπρέλες σε δημόσιους χώρους, για να μη χάσουν την άνεσή τους «όσοι έχουν να πληρώσουν». Ενός κόσμου που θεωρεί ότι το να δουλεύει κανείς 16ωρο ή να κουβαλά μέσα στο νερό τις παραγγελίες δεν σημαίνει τίποτα κακό, αν το «θέλει» ο ίδιος. Ενός κόσμου που μαθαίνει στους νέους του την αδιαφορία ή και τον φόβο από τον άλλο και την αίσθηση του κυρίαρχου. Και στα γήπεδα υπάρχει ο κατάλληλος χώρος αυτά τα φαινόμενα να αναπτυχθούν και να εξελιχθούν σε μίσος που καλύπτει τον άδειο πνευματικό χώρο αυτών των παιδιών. Στα γήπεδα μπορεί κανείς να φωνάζει «πουτ…ας γιοι πολιτικοί» και να δέχεται το χειροκρότημα των υπολοίπων αντί της αποδοκιμασίας. Τα γήπεδα δίνουν μια αίσθηση κοινότητας απέναντι στην κοινωνία των άδειων από κοινωνικότητα μονάδων μοναξιάς και ανημποριάς. Εκεί είναι πιο εύκολο να κυριαρχήσει η ματσίλα του ναζί Κασιδιάρη με τα φουσκωμένα μπράτσα και τους αγκυλωτούς σταυρούς συν τα καλάσνικοφ στο χέρι. Επομένως όσα γράφηκαν για το αποτυχημένο επιτελικό κράτος, αν και σωστά εν μέρει, δεν θίγουν την ουσία του προβλήματος. Ένα πιο ικανό επιτελικό, ένα πιο αυταρχικό κράτος ίσως να απέτρεπε τη δολοφονία του άτυχου νέου, δεν θα απέτρεπε όμως τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού και πολλών άλλων Άλκηδων. Γιατί η γηπεδική βία δεν καταστέλλεται, προλαμβάνεται με περισσότερη παιδεία και λιγότερη υποκρισία.  Και καλύτερο ποδόσφαιρο.

Αναδημοσίευση από “ΤΑ ΝΕΑ”