Σοσιαλδημοκρατία και ριζοσπαστική Αριστερά: ασυμβατότητες. Του Θόδωρου Τσέκου

Ο Εντουαρντ Μπερνστάιν εξέδωσε το 1899 το βιβλίο του «Οι προϋποθέσεις του Σοσιαλισμού» (που το 1907 εκδόθηκε στα αγγλικά ως «Εξελικτικός Σοσιαλισμός») διατυπώνοντας την κριτική του στη μαρξιστική ορθοδοξία του καιρού του. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ απάντησε στις θέσεις του το 1900 με το πόνημά της «Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;».

Η συζήτηση αυτή πριν από σχεδόν ενάμιση αιώνα παραμένει επίκαιρη επειδή ακριβώς αναπτύχθηκε γύρω από τα δομικά ζητήματα του κοινωνικού μετασχηματισμού: τον τελικό στόχο και τη διαδικασία μετάβασης σε αυτόν.

Σύμφωνα με τον Μπερνστάιν, ο καπιταλισμός δεν ωθείται αναπόδραστα από τις εσωτερικές αντιφάσεις του στην ολική κατάρρευση, αλλά αντίθετα εμφανίζει μια εντυπωσιακή ικανότητα προσαρμογής σε μεταβαλλόμενες καταστάσεις. Ετσι, η προοπτική μιας γενικευμένης εξέγερσης των λαϊκών μαζών για την ανατροπή του, λόγω εξαθλίωσης, απομακρύνεται. Κατά συνέπεια, οι αναγκαίες αλλαγές που θα προάγουν την κοινωνική δικαιοσύνη μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσω κοινοβουλευτικών μεταρρυθμίσεων, δηλαδή μέσα από την επέκταση και την εμβάθυνση της δημοκρατίας.

Η Λούξεμπουργκ από την πλευρά της υιοθετεί την άποψη ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού απαιτεί ανατρεπτικές αλλαγές που δεν μπορούν να επιτευχθούν μέσω μεταρρυθμίσεων του υφιστάμενου συστήματος. Απαιτείται γι’ αυτό η εκ βάθρων ανατροπή του μέσω της οικοδόμησης ενός νέου τύπου λαϊκής εξουσίας.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό ιδεολογικής διαφοροποίησης και πολιτικής αντιπαράθεσης, κομβική θέση έχει ο τελικός σκοπός του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

«Για μένα αυτό που γενικά αποκαλείται ο απώτερος στόχος του σοσιαλισμού δεν σημαίνει τίποτα. Η μετάβαση προς αυτόν είναι το παν», έγραψε ο Μπερνστάιν. Είναι ξεκάθαρο ότι στη σκέψη του η διαδικασία του μεταρρυθμιστικού μετασχηματισμού δεν αφορά την οικοδόμηση μιας διαφορετικής κοινωνίας αλλά τη βελτίωση της υφιστάμενης. Εδώ ακριβώς το αφήγημά του συγκλίνει με την κριτική της Λούξεμπουργκ, η οποία επισημαίνει ότι «εκείνοι που τάσσονται υπέρ των μεταρρυθμίσεων έχουν στόχο όχι την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού, αλλά τη βελτίωση του καπιταλισμού».

Γύρω από τα κομβικά θέματα του τελικού στόχου και της διαδικασίας μετάβασης σε αυτόν, αναδεικνύονται ιστορικά τρία διακριτά πολιτικά αφηγήματα:

● Το λενινιστικό σχέδιο κατάληψης της εξουσίας από μια επαναστατική πρωτοπορία ανεξάρτητα από το επίπεδο ωρίμανσης των οικονομικο-κοινωνικών συνθηκών σε δεδομένη χώρα. Σήμερα, όπως αποτυπώνεται στην κομματική και εκλογική ανθρωπογεωγραφία διεθνώς, οι διάφορες εκδοχές του, ορθόδοξες και αιρετικές, αφορούν ελάχιστους ανθρώπους και η πολιτική του επιρροή είναι περιορισμένη.

● Το αφήγημα της Λούξεμπουργκ για την ανάγκη –και τη δυνατότητα– σύζευξης της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού με τη δημοκρατική διαχείριση μιας κολεκτιβιστικής οικονομίας. Το σχέδιο αυτό παρέμεινε οραματικό, τροφοδότησε αναλύσεις στον απόηχο του Μάη του ’68 και εξακολουθεί να εμπνέει μερίδες της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

● Το πρόγραμμα του Μπερνστάιν για έναν κοινωνικά ρυθμισμένο καπιταλισμό, το μοναδικό με ευρεία εφαρμογή, που απέδωσε πρακτικά αποτελέσματα όπου τη διακυβέρνηση ανέλαβαν συνεπή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, συνδυάζοντας οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη μέσω ρύθμισης, αναπτυξιακού σχεδιασμού, κεϊνσιανών αντικυκλικών πολιτικών, διεύρυνσης των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, δημοκρατίας και αναδιανεμητικής δικαιοσύνης.

Η βασική διαιρετική τομή ανάμεσα στις παραπάνω πολιτικές προτάσεις είναι αυτή του τελικού στόχου. Οι δύο πρώτες εξ αυτών, παρά τις βαθύτατες διαφορές τους, μοιράζονται μια κοινή προοπτική: την ανατροπή του καπιταλισμού και τη δημιουργία μιας εναλλακτικής σοσιαλιστικής οικονομίας και κοινωνίας. Με συμμετοχικά εργατικά συμβούλια ή με συγκεντρωτικό κόμμα, υπάρχει πάντα ένας τελικός στόχος: η οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Η τρίτη πρόταση διαφοροποιείται. Οπως συναινούν ο θεμελιωτής και η επικρίνουσα, τελικός στόχος εδώ δεν υπάρχει. Η διαδρομή μόνο έχει νόημα: η διαρκής κοινωνική μεταρρύθμιση ενός διαρκώς μεταλλασσόμενου συστήματος παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων.

Και εδώ ακριβώς αναδεικνύεται το ζήτημα της σχέσης του μεταρρυθμιστικού με τα αντικαπιταλιστικά αφηγήματα της σύγχρονης Αριστεράς.

Η αδιευκρίνιστη συνύπαρξη, στο πλαίσιο κοινών πολιτικών εγχειρημάτων, στοιχείων από δύο ασύμβατα μεταξύ τους αφηγήματα δεν παράγει τίποτα καλύτερο από ιδεολογική και προγραμματική σύγχυση. Μια τέτοια τεχνητή συσσωμάτωση μπορεί να αθροίζει συγκυριακά αριθμούς, αλλά δεν παράγει ουσιαστική και αποτελεσματική πολιτική. Παρεμποδίζει τη στρατηγική της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς δυσχεραίνοντας την κυβερνησιμότητά της. Αλλά ταυτόχρονα θολώνει και το μήνυμα των αντικαπιταλιστικών ανατροπών (για όσους θέλουν να το ακούσουν).

Η διαιρετική τομή με βάση ιστορικές διαδρομές του παρελθόντος δεν είναι το αποτελεσματικότερο κριτήριο πολιτικής οργάνωσης στις μέρες μας. Η δε επίκληση μιας «γενικευτικής» Αριστεράς αδιευκρίνιστων στοχεύσεων και προγραμματικού περιεχομένου δεν βοηθά την οικοδόμηση μιας σύγχρονης προοδευτικής παράταξης, απολύτως αναγκαίας για τη λειτουργία της δημοκρατίας και για την προάσπιση των συμφερόντων των αδύναμων κοινωνικών ομάδων.

Το λιγότερο που μπορεί και πρέπει να γίνει είναι οι πολιτικές εκείνες δυνάμεις με αναφορά στο μεταρρυθμιστικό σχέδιο του Μπερνστάιν να συγκλίνουν με κοινή βάση ένα επεξεργασμένο και προσαρμοσμένο στη σημερινή πραγματικότητα πρόγραμμα σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών. Με βάση τις σημερινές πεποιθήσεις τους και όχι τις ιστορικές διαδρομές τους.

Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών