Πως ο πόλεμος επηρεάζει την δημόσια διοίκηση; Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΚΑΤΣΟΥΛΗ
Οι δημόσιες διοικήσεις έχουν έναν πρωτεύοντα ρόλο στις αλλεπάλληλες κρίσεις που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, αφού έχουν ως κύρια αποστολή τους την λήψη μέτρων για την προστασία και την ανακούφιση των πολιτών. Τόσο των ευπαθών ομάδων που επλήγησαν από την οικονομική κρίση όπως και των αμάχων που παραμένουν στις εστίες τους και των προσφύγων που επιζητούν μια καλύτερη τύχη στις χώρες της ΕΕ. Η αποστολή της δημόσιας διοίκησης σε περιόδους κρίσης είναι να προλαμβάνει, να καταστέλλει και να αποκαθιστά απώλειες, προκειμένου να μην διαρραγεί η κοινωνική συνοχή.
Για να μπορέσουν, όμως, οι ποικίλες δημόσιες οργανώσεις να ανταποκριθούν στο έργο τους πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους, ιδιαίτερα δε, εκείνες που εμπλέκονται στην διαχείριση των οικείων πεδίων πολιτικής. Για παράδειγμα, στην μέριμνα για τους τους πρόσφυγες εμπλέκονται από υπηρεσίες ασφαλείας και νοσηλευτές μέχρι υπηρεσίες σίτισης και κοινωνικοί λειτουργοί. Για τους ανέργους και τους οικονομικά ασθενέστερους μεριμνούν από το Υπουργείο Οικονομικών και τις κοινωνικές υπηρεσίες μέχρι τις ποικίλες οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών και της αυτοδιοίκησης.
Σήμερα, η δημόσια διοίκηση διαθέτει τα μέσα για να αντιμετωπίσουμε με μεγαλύτερη επάρκεια παλαιότερους κινδύνους. Η τεχνολογία και η βελτίωση της διοικητικής ικανότητας συμβάλλουν στην καλύτερη πρόληψη και αντιμετώπιση των κρίσεων. Μια πυρκαγιά στις εποχές που δεν υπήρχαν τα μη επανδρωμένα συστήματα (drones), ήταν δυσκολότερο να προβλεφθεί και να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά.
Αφ’ ετέρου, έχουμε να αναμετρηθούμε με τη φύση και την ένταση νεοφυών απειλών. Η ταχύτητα εξάπλωσης και μετάδοσης των κινδύνων, η ευμετάβλητη φύση και η έντασή τους είναι τα στοιχεία που τους διακρίνουν, υποχρεώνοντας την δημόσια διοίκηση να αναδιοργανωθεί για να τους αντιμετωπίσει. Απαιτείται αποτελεσματικότητα στη συλλογή και διάχυση των δεδομένων, ταχύτατη λήψη αποφάσεων, ευέλικτες δομές, κατά προτίμηση δικτυωτές, και πολυδύναμοι δημόσιοι υπάλληλοι για να αντιμετωπιστούν.
Στην δική μας περίπτωση, η επίτευξη αυτών των αποτελεσμάτων γίνεται δυσκολότερη, διότι υπάρχουν άλυτα προβλήματα από παλιότερα: Η κάθετη, παράλληλη οργάνωση της κεντρικής διοίκησης (silo) και η έλλειψη μόνιμων οριζόντιων δομών, η πανθομολογούμενη ως αναγκαία, αλλά πρακτικά ανύπαρκτη, πολυ-επίπεδη διακυβέρνηση και η υποτυπώδης συνεργασία του Δημοσίου με τα πανεπιστήμια και την βιομηχανία, αποτελούν τα βασικότερα εμπόδια.
Είθισται να λέγεται ότι σε περιόδους κρίσης δημιουργούνται ευκαιρίες για αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που δεν επιχειρούνται σε περιόδους κανονικότητας λόγω του υψηλού πολιτικού κόστους που έχουν. Λέγεται, βεβαίως, και το αντίστροφο: Ότι οι κρίσεις ωθούν το κοινωνικό σώμα σε αμυντικές συμπεριφορές και εσωστρέφεια, καταστάσεις που δεν ευνοούν τις μεταρρυθμίσεις.
Ανεξαρτήτως της μιας ή της άλλη ς άποψης, ένα είναι βέβαιο: Η ελληνική δημόσια διοίκηση πρέπει ν’ αλλάξει πολλά για να μπορέσει να συνδράμει, στους σκοτεινούς καιρούς που ζούμε, τους Έλληνες πολίτες. Μάλιστα, πιστεύουμε ότι οι βαθιές τομές και οι αλλαγές που μέχρι τώρα δεν έγιναν, είναι μονόδρομος, αφού ο «Θεός της Ελλάδας» δεν είναι βέβαιο ότι θα εμφανιστεί και στην επόμενη κρίση.
Δημοσίευση από “ΤΑ ΝΕΑ”