Πολιτική για την φροντίδα των ηλικιωμένων, όχι για τα γηροκομεία. Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΚΑΤΣΟΥΛΗ

Ενώ η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά των χωρών της ΕΕ ως προς την ποιότητα των δημόσιων πολιτικών της, ανεξαρτήτως  εάν ο φορέας εφαρμογής τους είναι δημόσιος ή ιδιωτικός, η συζήτηση για τα τεκταινόμενα στο Γηροκομείο Χανίων, φαίνεται να περιορίζεται στην δικαστική διερεύνηση του θέματος.

Κι όμως οι διοικητικές παραλείψεις βοούν όχι μόνον υπό την έννοια των παραβάσεων της τυπικής νομιμότητας αλλά και των σύγχρονων αρχών διοίκησης που πρέπει να διέπουν την λειτουργία αντίστοιχων οργανώσεων. Η υπόθεση της κακοποίησης των γερόντων  ανέδειξε με βίαιο τρόπο, ακόμη μια φορά, τα άλυτα προβλήματα της δημόσιας διοίκησης στην χώρα μας.

Πολλαπλά ελλείμματα καταγράφονται τόσο στο ρυθμιστικό πλαίσιο που εξακολουθεί να παραμένει αποσπασματικό, λεπτομερειακό και ανεφάρμοστο όσο και στην ύπαρξη   αξιόπιστων μηχανισμών εφαρμογής και αξιολόγησης της πολιτικής για την φροντίδα των ηλικιωμένων. Αυτά, σε συνδυασμό με την θηριώδη πολυνομία και την κακονομία, την ελλιπέστατη αποκέντρωση και την περιορισμένη οικονομική και τεχνική ικανότητα αρκετών ΟΤΑ, μας οδηγούν με ασφάλεια σε κατάστάσεις τύπου Γηροκομείου Χανίων.  

Πολλά γηροκομεία εξακολουθούν να λειτουργούν είτε χωρίς άδεια είτε με προσωρινές άδειες, οι κανονισμοί λειτιουργίας τους τηρούνται στα χαρτιά, επικρατεί αδιαφάνεια στην οικονομική τους λειτουργία και σημειώνονται πολλαπλές παραβάσεις καθήκοντος από ιατρούς, νοσηλευτές και διοικητικούς υπαλλήλους.

Τα προβλήματα αυτά, όμως, δεν λύνονται ούτε με τους εισαγγελείς ούτε  με την επίκληση της αυστηρότητας των (όποιων) ελεγκτικών οργάνων. Οι ρυθμίσεις που αναφέρονται στην φροντίδα των ηλικιωμένων πρέπει να διαφοροποιηθούν σε κεντρικές, περιφερειακές και τοπικές. Δεν μπορεί ένας νόμος, όσο καλός κι αν είναι, να υποκαταστήσει την αίσθηση και την γνώση των  ανθρώπων στο πεδίο ως προς το τι είναι σωστό και λάθος καθώς και ως προς την προτεραιοποίησή τους. Γι αυτό, στη σύγχρονη θεωρία και πρακτική της ρύθμισης, ο κεντρικός νομοθέτης περιορίζεται σ’ έναν νόμο-πλαίσιο που κατοχυρώνει τις βασικές αξίες και κατευθύνσεις, αφήνοντας την εφαρμογή τους στα άλλα επίπεδα διακυβέρνησης. Η εφαρμογή των ρυθμίσεων θα είναι επιτυχημένη, εάν διασφαλιστεί η συναίνεση όχι μόνον των άμεσα ενδιαφερόμενων αλλά και ευρύτερων κοινωνικών ομάδων ώστε να αποκτήσουν κοινωνική νομοποποίηση.

Αυτός ο σχεδιασμός, όμως, που στηρίζεται σε έξυπνες και ευέλικτες λύσεις που θα γίνουν αποδεκτές από περισσότερους, μπορεί να τελεσφορήσει μόνον σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.  Προφανώς, πρέπει να συνοδεύεται από τη διασφάλιση των οικονομικών και ανθρώπινων πόρων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.

Για να φθάσουμε, όμως, σ’ αυτό το σημείο πολυ-επίπεδης διακυβέρνησης, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ένα αποκεντρωμένο και αυτοδιοικούμενο κράτος, ιδίως στα θέματα της κοινωνικής πολιτικής, δεν είναι πολυτέλεια. Είναι, πλέον, αδήριτη ανάγκη. Μπορεί, αρχικά, οι τοπικές κοινωνίες να αντιμετωπίσουν διαχειριστικά προβλήματα σε σχέση με την διοίκηση των ολοκληρωμένων πεδίων πολιτικής αλλά σύντομα θα τα ξεπεράσουν. Το όφελος δεν θα είναι μόνον οικονομίες κλίμακος αλλά η επα-νομιμοποίηση της πολιτικής. Κι αυτό στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε θα είναι μια ζωογόνα πνοή στην δοκιμαζόμενη από ποικίλες διακινδυνεύσεις Δημοκρατία μας.

Δημοσίευση από “ΤΑ ΝΕΑ”