Πίστη εναντίον επιστήμης, άλλη μία φορά. Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Η πραγ­μα­τι­κή ζωή εί­ναι πά­ντα η σο­βα­ρό­τε­ρη δο­κι­μα­σία για τις θρη­σκεί­ες. Οσο ισχυ­ρό όπλο κι αν εί­ναι ο με­τα­φυ­σι­κός φό­βος, όσο δε­λε­α­στι­κές κι αν ακού­γο­νται οι επαγ­γε­λί­ες για με­τα­θα­νά­τιες αντα­μοι­βές, δύ­σκο­λα συ­γκρα­τούν ατραυ­μά­τι­στο το ποί­μνιο, με αρά­γι­στη πί­στη, όταν το μυα­λό δου­λεύ­ει με κρι­τή­ριο τον μι­κρό πα­ρο­ντι­κό χρό­νο και όχι τον ασά­λευ­το αιώ­νιο. Και πα­νέ­μορ­φη να ζω­γρα­φί­ζε­ται η αιω­νιό­τη­τα, εί­ναι ασή­μα­ντη μπρο­στά στον πραγ­μα­τι­κό βίο μας, που μοιά­ζει τρα­γι­κά αστεί­ος, εί­ναι όμως ο μό­νος που έχου­με και ο μό­νος για τον οποίο κάτι γνω­ρί­ζου­με.

Η παν­δη­μία έφε­ρε όλες τις θρη­σκεί­ες στα όριά τους: τον χρι­στια­νι­σμό, τον ιου­δαϊ­σμό, τον ισλα­μι­σμό, τον ιν­δουι­σμό, στις ποι­κί­λες δογ­μα­τι­κές εκ­δο­χές τους. Ζόρι­σε και τα ιε­ρα­τεία και τους πι­στούς. Και ίσως εί­ναι η πρώ­τη φορά που κα­λού­νται να απα­ντή­σουν ταυ­τό­χρο­να όλες στο ίδιο ερώ­τη­μα, ελισ­σό­με­νες στις ίδιες πιε­στι­κές συν­θή­κες. Το ερώ­τη­μα «υπάρ­χει Θεός με την παν­δη­μία;» εί­ναι οι­κου­με­νι­κό, αφού το ίδιο βά­σα­νο απα­σχο­λεί όλους τους γή­ι­νους, η ίδια απο­γο­ή­τευ­ση τους κυ­ρί­ε­ψε, η ίδια αί­σθη­ση μο­να­ξιάς. Αντί­θε­τα, το με­τα­πο­λε­μι­κό ερώ­τη­μα «υπάρ­χει Θεός μετά το Αου­σβιτς;» δεν αφο­ρού­σε την υφή­λιο αλλά μόνο τον χρι­στια­νι­σμό και τον ιου­δαϊ­σμό: τους χρι­στια­νούς, που εί­δαν ομό­πι­στούς τους να κα­τα­ντούν ατι­μω­ρη­τί αγκυ­λω­τό τον σταυ­ρό, ένα φο­νι­κό­τα­το όπλο, και τους Εβραί­ους, που ένιω­σαν εγκα­τα­λειμ­μέ­νοι στην τρα­γι­κή μοί­ρα τους από τον Αδο­ναϊ, τον Θεό-προ­στά­τη τους. Για τους σι­ντοϊ­στές και τους βου­δι­στές της Ιαπω­νί­ας το ερώ­τη­μα διέ­φε­ρε: «Υπάρ­χει Θεός μετά τη Χιρο­σί­μα και το Ναγκα­σά­κι;» Σ’ αυτή τη μορ­φή, ελά­χι­στους εν­διέ­φε­ρε στην πα­ρά­τα­ξη των νι­κη­τών Συμ­μά­χων.

Τον πρώ­το και­ρό της κο­βι­ντι­κής δε­σπο­τεί­ας, τα κα­θο­δη­γη­τι­κά επι­τε­λεία των θρη­σκειών έδει­χναν να έχουν κα­τα­λή­ξει στην ίδια στά­ση, χω­ρίς πά­ντως να πι­θα­νο­λο­γεί­ται συ­νεν­νό­η­σή τους: Αρνή­θη­καν είτε την ύπαρ­ξη προ­βλή­μα­τος είτε τη σο­βα­ρό­τη­τά του. Και πά­ντως δεν φά­νη­κε να φο­βού­νται για την υγεία των ακο­λού­θων τους, διό­τι την εξα­σφά­λι­ζε η πί­στη, ασπί­δα άτρω­τη.

Οταν όμως ο κο­ρω­νο­ϊ­ός απο­δεί­χτη­κε εξαι­ρε­τι­κά απει­λη­τι­κός και τα θύ­μα­τά του πλή­θαι­ναν με εφιαλ­τι­κή τα­χύ­τη­τα, οι πλέ­ον πραγ­μα­τι­στές (ή οι πλέ­ον φρό­νι­μοι) των ιε­ρα­τεί­ων συ­νέ­κλι­ναν σε ένα δόγ­μα που σί­γου­ρα αντί­στοι­χό του συ­να­ντού­με σε κάθε επο­χή και κάθε τόπο ή γλώσ­σα: «συν Αθηνά και χεί­ρα κί­νει», ή, εκ­συγ­χρο­νι­σμέ­νο, «Αϊ-Γιώρ­γη, βό­η­θα με. – Βάλε κι εσύ το χέρι σου».

Κρί­θη­κε δη­λα­δή ότι η κα­τα­φυ­γή στην επι­στή­μη, την ια­τρι­κή, δεν συ­νι­στά απε­μπό­λη­ση της πί­στης ή υπο­νό­μευ­σή της. Αυτή την ανα­γκα­στι­κή φρο­νι­μά­δα ενός (μι­κρού) τμή­μα­τος του ιε­ρα­τεί­ου όμως, οι φο­ντα­με­ντα­λι­στές κάθε θρη­σκεί­ας την εί­δαν σαν ήττα του Θεού τους. Επι­πλέ­ον εμ­φα­νί­ζο­νταν σί­γου­ροι πως η Υπό­θε­ση Κόβιντ ήταν μια σκευω­ρία των αλ­λο­πί­στων – οι μου­σουλ­μά­νοι ενο­χο­ποιού­σαν τους χρι­στια­νούς, οι δε χρι­στια­νοί τους Εβραί­ους. Τα ποι­κί­λα ποί­μνια βρέ­θη­καν αντι­μέ­τω­πα με το ίδιο δί­λημ­μα: «Μάσκα ή πί­στη;» «Τήρη­ση απο­στά­σε­ων ή πί­στη;» «Αντι­ση­πτι­κό ή πί­στη;» Και ενό­σω οι επι­στή­μο­νες μά­τω­ναν το μυα­λό τους για να βρουν όπλα ενα­ντί­ον ενός ιού με εξαι­ρε­τι­κή επι­βιω­τι­κή ευ­στρο­φία, από­δει­ξη οι με­ταλ­λά­ξεις του, οι υπε­ρορ­θό­δο­ξοι των θρη­σκειών, αντάρ­τες πια, διεύ­ρυ­ναν συ­νε­χώς την επιρ­ροή τους.

Πετού­σαν επι­δει­κτι­κά τη μά­σκα, συ­νω­στί­ζο­νταν στους χώ­ρους λα­τρεί­ας, κα­τα­δί­κα­ζαν σαν ολι­γό­πι­στους όσους έπαιρ­ναν στοι­χειώ­δη μέ­τρα προ­φύ­λα­ξης και τους εκ­βί­α­ζαν, λέ­γο­ντάς τους πως έτσι χά­νουν τον (όποιο) πα­ρά­δει­σο. Οσους δε έκα­ναν το απο­νε­νοη­μέ­νο διά­βη­μα να δη­λώ­νουν την απο­ρία τους για την απου­σία του Θεού και σε αυτή την τρα­γω­δία των πλα­σμά­των του, τους εκ­σφεν­δό­νι­ζαν από τώρα στη γέ­εν­να του πυ­ρός, να μά­θουν. Διότι γι’ αυ­τούς ο Θεός δεν εί­ναι τί­πο­τε άλλο παρά ο ιδρυ­τής και ιδιο­κτή­της ενός Αχα­νούς Φρο­νη­μα­τι­στη­ρί­ου, όπου ο φρο­νη­μα­τι­σμός προ­ά­γε­ται απο­κλει­στι­κά διά της τι­μω­ρί­ας και του θα­νά­του, η μα­ζι­κό­τη­τα του οποί­ου δεν του στε­ρεί τον εξα­το­μι­κευ­μέ­νο χα­ρα­κτή­ρα του: άν­θρω­ποι πε­θαί­νουν, όχι αριθ­μοί. «Γιατί πε­θαί­νου­με, πά­τερ, ρα­βί­νε, ιμά­μη, γκου­ρού μου;» – «Μας τι­μω­ρεί ο Θεός για να βά­λου­με μυα­λό και να πά­ψου­με να αμαρ­τά­νου­με». Κάπως έτσι «εξη­γού­νται» τα πά­ντα, η άλω­ση της Πόλης λ.χ., οι διωγ­μοί κατά των Εβραί­ων, η με­τάλ­λα­ξη δέλ­τα στην Ινδία κ.ο.κ.

Τα όσα έχουν συμ­βεί στην Ελλά­δα και στις χώ­ρες της ανα­το­λι­κής Ευρώ­πης που ασπά­ζο­νται το ορ­θό­δο­ξο δόγ­μα, πι­στο­ποί­η­σαν δυ­στυ­χώς ότι η Ορθο­δο­ξία κυ­ριαρ­χεί­ται από συ­ντη­ρη­τι­κούς, αν όχι σκο­τα­δι­στές. Ο σκλη­ρός πυ­ρή­νας των αρ­νη­τών, της μά­σκας στην αρχή, του εμ­βο­λί­ου κα­τό­πιν ή και της ίδιας της ύπαρ­ξης του ιού, επη­ρε­ά­ζε­ται από κλη­ρι­κούς κάθε βαθ­μί­δας που εί­ναι βέ­βαιοι ότι, εφό­σον «η πί­στις σώ­ζει», ο κα­λός χρι­στια­νός οφεί­λει να μη φο­ρά­ει μά­σκα, να μη χρη­σι­μο­ποιεί αντι­ση­πτι­κό, να μην κά­νει εμ­βό­λιο, διό­τι εί­ναι εμπλου­τι­σμέ­νο με τσι­πά­κια και ύλη νε­κρών εμ­βρύ­ων. Οφεί­λει να γί­νει μάρ­τυ­ρας. Το 2021.

Ο κα­λός χρι­στια­νός, λοι­πόν, στο χω­ριό ή στη γει­το­νιά του, δεν θέ­λει να εκτε­θεί στα μά­τια των γνω­ρί­μων του σαν ολι­γό­πι­στος. Δεν θέ­λει να ντρέ­πε­ται τον παπά του, κι ας ανα­θέ­τει αυ­τός στο πε­τρα­χή­λι του τη φτη­νή δου­λειά του συ­ναι­σθη­μα­τι­κού εκ­βια­σμού. Αφή­στε που βλέ­πουν όλοι στην τη­λε­ό­ρα­ση επι­στή­μο­νες αν­θρώ­πους να λένε πως η με­τα­λα­βιά εί­ναι ακίν­δυ­νη. Ή άλλα προ­σώ­πα­τα, κο­τζάμ υπουρ­γούς, να φι­λά­νε «σχο­λα­στι­κά, πολύ σχο­λα­στι­κά» (και κυ­ρί­ως τη­λε­ο­πτι­κά, πολύ τη­λε­ο­πτι­κά) τη μια ή την άλλη δε­σπο­τι­κή χεί­ρα ή να κοι­νω­νούν με φω­το­γε­νή φα­ρι­σαϊ­σμό. Και βου­λευ­τές να μην κά­νουν το εμ­βό­λιό τους «επει­δή τους το απα­γο­ρεύ­ει ο πνευ­μα­τι­κός τους».

Γι’ αυτό και η Ελλά­δα, η Ρου­μα­νία, η Βουλ­γα­ρία, η Ρωσία, η Ουκρα­νία συ­γκα­τα­λέ­γο­νται στις χώ­ρες με τα χα­μη­λό­τε­ρα πο­σο­στά εμ­βο­λια­σμού. Αρνη­τές θρη­σκευ­τι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού υπάρ­χουν και σε άλ­λες χώ­ρες φυ­σι­κά, δυ­στυ­χώς όμως η Ορθο­δο­ξία, του­λά­χι­στον στην Ευρώ­πη, απο­δει­κνύ­ε­ται ανορ­θο­λο­γι­κό­τε­ρη των άλ­λων δογ­μά­των και φα­να­τι­κό­τε­ρη. Η δε πο­λι­τι­κή εξου­σία των χω­ρών αυ­τών έχει ήδη απο­φοι­τή­σει με άρι­στα από τη Μεγά­λη Σχολή του Θρη­σκειο­λαϊ­κι­σμού. Με την ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση ανά­με­σά τους, ν’ ακού­ει π.χ. των Θεο­φα­νί­ων την Ιερά Σύνο­δο να δια­λα­λεί ότι «οι εκ­κλη­σί­ες θα εί­ναι ανοι­χτές και η κυ­βέρ­νη­ση ας κά­νει ό,τι θέ­λει», κι αυτή να κά­νει ότι δεν ακού­ει. «Από σε­βα­σμό στην πα­ρά­δο­ση»…

Με τρα­γι­κούς τους αριθ­μούς θυ­μά­των και κρου­σμά­των, ιδί­ως στη Βόρεια Ελλά­δα, όπου το μπλοκ των αντιεμ­βο­λια­στών εμ­φα­νί­ζε­ται ισχυ­ρό­τε­ρο, σχε­δόν ταυ­τό­ση­μο με το μπλοκ των μα­κε­δο­νο­μά­χων, και με το Ε­ΣΥ εξου­θε­νω­μέ­νο και αβο­ή­θη­το, η κυ­βέρ­νη­ση, εκτός που συγ­χω­νεύ­ει σχο­λι­κές τά­ξεις και συρ­ρι­κνώ­νει την πρω­το­βάθ­μια υγεία (βά­σει του δόγ­μα­τος «εμείς απο­φα­σί­ζου­με, η επι­τρο­πή απλώς προ­τεί­νει»), δεν θέ­τει κα­νέ­ναν φραγ­μό στον εκ­κλη­σια­σμό. Διότι η μεν πί­στις σώ­ζει, οι δε πι­στοί ψη­φί­ζουν. Η στά­ση αυτή πρι­μο­δο­τεί τους αντιεμ­βο­λια­στές, αλλά αυτό δεν απα­σχο­λεί την κυ­βέρ­νη­ση. Ηδη άλ­λω­στε ο μεν κ. Γεωρ­γιά­δης ανέ­λα­βε τη θε­ο­λο­γι­κή συ­νη­γο­ρία, δί­κην τρι­το­κλα­σά­του πνευ­μα­τι­κού, τα δε πρω­θυ­πουρ­γο­λα­τρι­κά θυ­μια­τή­ρια ανέ­λα­βαν να πα­ρα­στή­σουν σαν ορ­θο­λο­γι­κή μιαν από­φα­ση ανορ­θο­λο­γι­κό­τα­τα θρη­σκειο­λαϊ­κι­στι­κή.

Δημοσίευση από “Η Καθημερινή της Κυριακής”