Ο Μητσοτάκης, ο Σαμαράς και η εξωτερική πολιτική. Του Δημήτρη Ψαρρά
Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά «Μια θητεία. Tο “επιτελικό κράτος” του Κυριάκου Μητσοτάκη». Απόσπασμα από το κεφάλαιο 21.2, «Η σκιά του Σαμαρά και του Καραμανλή».
Με συνέντευξή του [τον Ιανουάριο του 2021], ο Αντώνης Σαμαράς προχώρησε σε μια πολιτική κίνηση την οποία δεν είχε αποπειραθεί να κάνει κανένας κορυφαίος πολιτικός στη μεταπολιτευτική περίοδο. Την παραμονή της έναρξης των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στην Κωνσταντινούπολη, ο πρώην πρωθυπουργός έσπευσε να τις υπονομεύσει, με το επιχείρημα ότι «τον επεκτατιστή δεν τον κατευνάζεις» («Η Καθημερινή», 24.1.2021).
Ο Αντ. Σαμαράς προδίκαζε ότι οι επαφές αυτές «ακυρώνουν» πιθανές κυρώσεις εις βάρος της Τουρκίας, καθιστώντας έτσι υπεύθυνο τον Κυρ. Μητσοτάκη για την ευρωπαϊκή ανοχή στις τουρκικές προκλήσεις. Ο πρώην πρωθυπουργός δήλωνε αντίθετος σε κάθε προσφυγή στη Χάγη, ενώ συγχρόνως δεν παρέλειπε να προειδοποιήσει ότι θα καταψήφιζε στη Βουλή τα μνημόνια συνεργασίας με τη Βόρεια Μακεδονία.
Οι απόψεις του Αντ. Σαμαρά δεν ήταν άγνωστες. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο κατήγγειλε την εξωτερική πολιτική του κόμματός του στο σύνολό της δεν έχει προηγούμενο. Είναι γεγονός, λ.χ., ότι ο ίδιος είχε φροντίσει να «πάρει πάνω» του την πολιτική της Ν.Δ. απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών, αποκηρύσσοντας από το βήμα της Βουλής την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου, την οποία είχε χαράξει η κυβέρνηση της Ν.Δ. Ορθιοι, οι βουλευτές του κόμματος τον καταχειροκρότησαν. Ο Κυρ. Μητσοτάκης απουσίαζε· έλαβε, ωστόσο, το μήνυμα και συντάχθηκε με τους ακραίους «μακεδονομάχους», υποτάσσοντας το εθνικό συμφέρον σε μικροκομματικούς υπολογισμούς.
Τον Ιανουάριο του 2019, βέβαια, η Ν.Δ. βρισκόταν ακόμα στην αντιπολίτευση και τα στελέχη της μπορούσαν να επικαλεστούν ότι δεν ασκούσαν εξουσία· πίεζαν έτσι την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα για σκληρότερη στάση απέναντι στην τότε ΠΓΔΜ, ή απλώς ήθελαν να χαϊδέψουν τα αυτιά ενός ακροδεξιού ακροατηρίου. Το 2021, όμως, κυβερνούσε ήδη η Ν.Δ. Τινάζοντας στον αέρα την πολιτική του πρωθυπουργού, ο Αντ. Σαμαράς τον έθετε μπροστά σε ένα δίλημμα ανάλογο με εκείνο που είχε υποχρεώσει τον πατέρα του τρεις δεκαετίες νωρίτερα να τον αποπέμψει από την κυβέρνηση.
Θα πει κανείς ότι δεν είχε τόση σημασία η αντιπολίτευση Σαμαρά, από τη στιγμή που ο Κυρ. Μητσοτάκης ακολουθεί τη δική του γραμμή στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Αυτό δεν είναι ακριβές. Ο ίδιος ο σημερινός πρωθυπουργός, μάλιστα, είναι που σπεύδει να εξηγήσει ότι οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να ασκούν ελεύθερα εξωτερική πολιτική, αν εκφράζονται στους κόλπους τους αντίθετες απόψεις. Στο μοναδικό βιβλίο που έχει γράψει, υποστηρίζει τα εξής αποκαλυπτικά:
«Οσο περισσότερο η εξωτερική πολιτική καθίσταται αντικείμενο εκλογικής ρητορείας (με άλλα λόγια, όσο περισσότερο πολιτικοποιούνται θέματα εξωτερικής πολιτικής), τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα η ηγεσία του κόμματος, αφού καταφέρει να κερδίσει την εξουσία, να δεσμεύεται από μια στενή ερμηνεία των σχετικών με την εξωτερική πολιτική κομματικών υποσχέσεων και τόσο μικρότερη η δυνατότητά της να διαφοροποιηθεί από αυτές ακόμα και αν κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο. Τέλος, μπορεί να ανακύψουν δομικοί περιορισμοί εάν το κόμμα στερείται μιας ενιαίας κεντρικής εξουσίας και εάν διαφορετικές φατρίες στο εσωτερικό του κόμματος υποστηρίζουν διαφορετικές πολιτικές γραμμές. Οσο ισχνότερη είναι η συναίνεση εντός του κυβερνώντος κόμματος σχετικά με το ποια θα πρέπει να είναι η ορθή γραμμή εξωτερικής πολιτικής, τόσο ισχυρότεροι οι περιορισμοί που επιβάλλονται στη διαδικασία διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής» (Κυριάκος Μητσοτάκης, «Οι συμπληγάδες της εξωτερικής πολιτικής», εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2006, σ. 71).
Το παράδοξο στην υπόθεση αυτή είναι ότι η εσωτερική αντιπολίτευση Σαμαρά, που αντιμετωπίζει ο πρωθυπουργός, αποτελεί δικό του δημιούργημα, αφού, όπως είδαμε, ήταν ο ίδιος, ως αρχηγός της Ν.Δ., εκείνος που επέλεξε το 2018 να ακολουθήσει τον Σαμαρά στη νέα «Μακεδονική» του εκστρατεία κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, μόνο και μόνο για να υπονομεύσει τη λαϊκή υποστήριξη στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και να αναθερμάνει τα ψυχροπολεμικά αντανακλαστικά του υπερσυντηρητικού ακροατηρίου. Αλλά, ως πρωθυπουργός, ήταν υποχρεωμένος να κάνει ότι δεν θυμάται τι έλεγε πριν από λίγους μήνες.
Το φαινόμενο αυτό το έχει περιγράψει στο βιβλίο του ο ίδιος ο Κυρ. Μητσοτάκης, μιλώντας για «παίγνιο δύο επιπέδων», δηλαδή τη διάσταση ανάμεσα στην εξωτερική πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί προς το συμφέρον της χώρας και την προσαρμογή στις ανάγκες της εσωτερικής πολιτικής. Από το δίλημμα δεν ξεφεύγει ούτε ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος έπαψε να είναι «Μακεδονομάχος» και «Τουρκοφάγος» μόνο κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του.
Και όταν αποκαλύψαμε ότι ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησής του Ευάγγελος Βενιζέλος μιλούσε στη Γ.Σ. του ΟΗΕ το 2014 για «σύνθετη ονομασία» της ΠΓΔΜ, προτίμησε να εκτεθεί ως ανίκανος πρωθυπουργός, υποστηρίζοντας ότι ο κ. Βενιζέλος εξέφραζε την «προσωπική» του άποψη, παρά να δεχτεί το αυτονόητο, που όλοι είχαν καταλάβει: ότι δηλαδή εμμένει σε ακραίες εθνικιστικές απόψεις μόνο για λόγους προσωπικής προβολής και προσέλκυσης των φανατικών εθνικοφρόνων.
Και πώς είναι δυνατόν ο Σαμαράς και ο Μητσοτάκης, όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση, να λένε τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που ακολουθούν ως κυβέρνηση; Την απάντηση –σοφή στην ωμότητά της– την έχει δώσει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης:
«Σε τελική ανάλυση, αποτελεί δύναμη για έναν πολιτικό το να μην έχει αναστολές. Αν μπορεί ένας πολιτικός να γυρίζει 180 μοίρες από τη μία στιγμή στην άλλη, είναι στοιχείο δύναμης» (Αλέξης Παπαχελάς, «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια», τόμ. Β΄, Αθήνα 2017, σ. 71).
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών