Ουτοπία και ιδεολογία. Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Τις έννοιες της ουτοπίας και της ιδεολογίας και τις μεταξύ τους σχέσεις εξετάζει στο ακόλουθο άρθρο του ο Μαουρίτσιο Φερέρα, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου.
Στην κοινή γλώσσα, οι λέξεις ουτοπία και ιδεολογία έχουν αρνητική συνδήλωση. Οι ουτοπίες θεωρούνται φανταστικοί κόσμοι που δεν πατούν στη γη και γι’ αυτό δεν έχουν πρακτική σημασία. Οι ιδεολογίες είναι δογματικές και μονόπλευρες θεωρήσεις του κόσμου· στην καλύτερη περίπτωση είναι παραπλανητικές, ενώ στη χειρότερη είναι εργαλεία στην υπηρεσία κάποιων συμφερόντων.
Οπως συμβαίνει πάντα, η κοινή γλώσσα περιέχει έναν πυρήνα αλήθειας. Ας πάρουμε το αρχέτυπο της ουτοπίας με τη νεότερη έννοιά της, το έργο του Τόμας Μορ «Ουτοπία». Ο Μορ αφηγείται το ταξίδι που πραγματοποιεί ο ερευνητής-φιλόσοφος στο νησί της Ουτοπίας, σε μια τέλεια κοινωνία, όπου βασιλεύουν η δικαιοσύνη και η αρμονία. Ωστόσο, αυτή η τελειότητα της Ουτοπίας είναι εφικτή μόνον αν παραγνωρίσουμε τις εμπειρικές συνθήκες που αναπόφευκτα γεννούν ανισότητα και σύγκρουση στον πραγματικό κόσμο.
Η νεότερη ουτοπική σκέψη δίνει μορφή και περιεχόμενο σε μια αυθεντική ανθρωπολογική ανάγκη ηθικοπολιτικής φαντασίας που μας χαρακτηρίζει ως ανθρώπινες υπάρξεις. Οι κλασικοί της κοινωνιολογίας του εικοστού αιώνα (όπως ο Εμίλ Ντιρκέμ και ο Μαξ Βέμπερ) εστίασαν σε αυτή την ανάγκη, ιδίως στις αναλύσεις τους για τις θρησκείες. Οι ανθρώπινες υπάρξεις πρέπει να βάλουν σε μια «τάξη» τα όντα και τα φαινόμενα της φύσης, αλλά αισθάνονται και την ανάγκη να «νοηματοδοτήσουν» τη θέση τους στον κόσμο και στην κοινωνική ζωή. Είναι μια ανάγκη που γεννιέται από ερωτήματα αναπόφευκτα για τον πρακτικό λόγο: γιατί υπάρχουν βάσανα που πλήττουν κάποιους, ενώ άλλοι έχουν επιτυχίες που δεν τις αξίζουν; Επομένως, γιατί υπάρχει αδικία;
Οι μεγάλες θρησκείες επαγγέλλονταν μια θεία δικαιοσύνη (οι έσχατοι της Γης θα γίνονταν οι πρώτοι στον ουράνιο κόσμο). Με αφετηρία την Αναγέννηση, η επιστήμη, χειραφετώντας τον κόσμο από τη θρησκεία, τον «απομάγευσε» (για να το πούμε με τα λόγια του Βέμπερ), εξαλείφοντας μαγικές δυνάμεις και υπερκόσμιες επιρροές. Στην παραγωγή «νοήματος» συνέβαλε πρωτίστως η φιλοσοφία και έπειτα, με τρόπο όλο και πιο εξειδικευμένο, η σφαίρα της πολιτικής σκέψης.
Ουτοπίες και ιδεολογίες επικράτησαν ως δύο ιδιαίτερα προτιμώμενα προϊόντα του πολιτικού στοχασμού, καθώς τοποθετούνταν στη διασταύρωση του κόσμου των ιδεών με εκείνον της εμπειρικής πραγματικότητας. Η ουτοπία είναι κυρίως μια κριτική του παρόντος κόσμου και των αδικιών του. Είναι όμως και μια πρόταση αλλαγής. Η φαντασία προεικονίζει μια καλά οργανωμένη και ευτυχισμένη κοινωνία, με σκοπό να αναδείξει τους λόγους για τους οποίους αυτή δεν υλοποιείται στις τωρινές συνθήκες.
Η ουτοπική σκέψη ανθεί μεταξύ 16ου και 17ου αιώνα και στους δύο επόμενους αιώνες εμπνέει τους Γάλλους στοχαστές του Διαφωτισμού και τους πρώτους σοσιαλιστές στοχαστές: Φουριέ, Οουεν, Προυντόν. Στα μέσα του 19ου αιώνα, εναντίον της «ουτοπικής» σκέψης των πρώτων σοσιαλιστών αναπτύσσεται ωστόσο η επίθεση της συστηματικής κοινωνικής επιστήμης, που βασίζεται στον διαλεκτικό υλισμό. Με τον Μαρξ, η ουτοπία εγκαταλείπει τα φανταστικά νησιά και πατάει στέρεα πάνω στη γη. Ο επιστημονικός σοσιαλισμός προσδιορίζει τους αναγκαίους νόμους της ιστορικής εξέλιξης, που οδηγούν αναπόφευκτα στην επικράτηση της κομμουνιστικής κοινωνίας: στο βασίλειο της αφθονίας, της ισότητας, της αρμονίας.
Στον μαρξισμό η φαντασία μεταμφιέζεται σε αντικειμενική επιστήμη, η θεωρία γίνεται πράξη, στράτευση για τον επαναστατικό μετασχηματισμό του κόσμου. Γεννημένος ως καυστική κριτική όλων των ιδεολογιών, που θεωρήθηκαν «εποικοδομήματα» στην υπηρεσία των κυρίαρχων τάξεων, ο μαρξισμός έγινε παραδόξως η μήτρα μιας από τις ιδεολογίες που άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή στον εικοστό αιώνα: του σοσιαλισμού. Τι διακρίνει μια ιδεολογία από μια ουτοπία;
Η μαρξική καταδίκη της ιδεολογίας ως «ψευδούς συνείδησης» βάραινε επί μακρόν πάνω στην έννοια της ιδεολογίας. Κατά τον Καρλ Μανχάιμ, θεωρητικό πατέρα της κοινωνιολογίας της γνώσης, η ιδεολογία είναι μια παραπλανητική δικαιολόγηση του παρόντος, ανίκανη -διαφορετικά από τις ουτοπίες- να υποδείξει πιθανούς καλύτερους κόσμους. Στις πιο πρόσφατες προσεγγίσεις, οι ιδεολογίες θεωρούνται γενικά ερμηνευτικά πλαίσια, απόψεις για τον κόσμο, επιλεκτικές μεν και τμηματικές, αλλά ειλικρινείς και όχι υποχρεωτικά συνδεδεμένες με κάποιο «αντικειμενικό» συμφέρον. Αυτά τα ερμηνευτικά πλαίσια βασίζονται σε ορισμένες θεμελιώδεις αξίες (ισότητα, ελευθερία, δικαιοσύνη· μερικές φορές όμως και σε ανελεύθερες και αντιδημοκρατικές ιδέες, όπως η εθνική ή φυλετική ανωτερότητα). Ιδεολογίες και ουτοπίες ανταποκρίνονται, σε τελική ανάλυση, στο αίτημα του «ηθικού νοήματος».
Σε κοινωνίες όλο και περισσότερο απομαγευμένες και εκκοσμικευμένες, οι εσχατολογικές λύσεις της θρησκείας δεν ικανοποιούν πλέον. Γι’ αυτό, ο σοσιαλισμός, ο φιλελευθερισμός, ο συντηρητισμός έπαιξαν τον ρόλο κοσμικών θεοδικιών: στη θέση των επαγγελιών για επουράνια λύτρωση, πρότειναν επίγειες βελτιώσεις. Στις δημοκρατίες του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, οι ιδεολογίες προμήθευαν στις ελίτ οράματα και νοήματα, για να δικαιολογούν τη συνεργασία και να την κατευθύνουν προς κοινούς σκοπούς.
Με άλλα λόγια, διατήρησαν αναμμένη την «οραματική» δάδα της πολιτικής, την αναφορά στην ηθική των αρχών, χωρίς την οποία η κυβερνητική δραστηριότητα θα περιοριζόταν σε απλή αναζήτηση της συναίνεσης και σε παθητική προσαρμογή στις επιταγές της τεχνικής και της οικονομίας. Καθώς είναι κοντινές στην πρακτική σφαίρα, οι ιδεολογίες είναι εκτεθειμένες σε έναν διπλό κίνδυνο. Οσο περισσότερο στενή είναι η σχέση τους με τις πολιτικές αποφάσεις, τόσο περισσότερο αναδεικνύεται η αυθαιρεσία των ιδεολογικών προϋποθέσεων που τις ενέπνευσαν.
Ετσι, η πολιτική αντιπαράθεση μπορεί να γεννήσει ιδεολογικές πολώσεις καταστροφικές για την εθνική κοινότητα στο σύνολό της (ας σκεφτούμε την Ιταλία των δεκαετιών του 1960 και του 1970). Ο δεύτερος κίνδυνος είναι αντίθετου χαρακτήρα. Οταν μια ιδεολογία κατορθώσει να επηρεάσει μια φάση της εξέλιξης, να μεταφραστεί σε συγκεκριμένα μέτρα, οι αρχές και οι στόχοι της περνούν μέσα από την «κρεατομηχανή» της πολιτικής (νοούμενης ως αναζήτησης της συναίνεσης) και της κρατικής διοίκησης, που παραμορφώνουν τα γνωρίσματα και τα αποτελέσματά της. Μπορούμε να ορίσουμε αυτό το φαινόμενο ως το παράδοξο της ιδεολογίας: όσο περισσότερο αυτή κατορθώνει να υλοποιεί στον κόσμο τις δεσμεύσεις της για «λύτρωση», τόσο περισσότερο εξαντλείται το ηθικό της κεφάλαιο. Ο εικοστός αιώνας έκλεισε με μια έντονη συζήτηση για το τέλος των ιδεολογιών και των «ονειροπόλων» αδελφών τους, των ουτοπιών.
Αν είναι αλήθεια (όπως έχει καταδείξει η κοινωνική ψυχολογία) ότι η ανάγκη για ηθικές πυξίδες απλώνει τις ρίζες της σε ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, η συζήτηση περί τέλους των ιδεολογιών είναι ταυτόχρονα αβάσιμη και βλαβερή. Η πολιτική δεν μπορεί να μετατρέπεται σε απλή διαχείριση των συλλογικών προβλημάτων. Αυτό είναι μια αυταπάτη στην οποία επαναπαύτηκε στο παρελθόν ο επιστημονικός σοσιαλισμός και σήμερα επαναπαύεται η «μονοδιάστατη σκέψη» των τεχνοκρατών που μας κυβερνούν. Στην πολιτική δεν αρέσουν τα κενά. Η εξάντληση του ηθικού κεφαλαίου, που έπληξε τόσο την ιδεολογία του φιλελευθερο-δημοκρατικού κράτους πρόνοιας όσο και τον νεοφιλελευθερισμό συντηρητικού τύπου, παραχώρησε έδαφος στις νεοεθνικιστικές, αντιφιλελεύθερες και ξενοφοβικές ιδεολογίες. Βρισκόμαστε σε μια από εκείνες τις στιγμές στις οποίες η επεξεργασία νέων ιδεών και οραμάτων μπορεί να επηρεάσει την πορεία της Ιστορίας. Αν είναι έτσι, ας μη χάσουμε την ευκαιρία.
Δημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”