Ομιλία Φ. Σαχινίδη για το βιβλίο«Keynes Κεινσιανισμός και Σοσιαλδημοκρατία»

Θέλω να ευχαριστήσω τον Γιώργο Αργείτη για την πρόσκληση να παρουσιάσω το βιβλίο του Keynes, Κεινσιανισμός και Σοσιαλδημοκρατία.

Να συγχαρώ και τις εκδόσεις Παπαζήση για την πρωτοβουλία τους να οργανώσουν τη σημερινή εκδήλωση που μας δίνει την ευκαιρία να συνεισφέρουμε τις απόψεις μας για την προοπτική ανασύνταξης της Σοσιαλδημοκρατίας.

Στόχος του βιβλίου όπως τονίζει ο συγγραφέας είναι να συμβάλλει στο διάλογο που διεξάγεται για τις ιδεολογικές μεταστροφές και την κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας.

Μια κρίση που έγινε ιδιαίτερα εμφανής την δεκαετία του 2000 αλλά κορυφώθηκε στη δεκαετία του 2010.

Οι πολιτικοί επιστήμονες τότε εισήγαγαν τον όρο Pasokification για να περιγράψουν την κατακόρυφη εκλογική πτώση των Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.

Αν σε κάτι διαφέρει η εργασία του συγγραφέα από άλλες προσεγγίσεις είναι η ερμηνευτική διαδρομή που επιλέγει για να την εξηγήσει.  

Αφετηρία της προσέγγισης του η ταύτιση της μεταπολεμικής Σοσιαλδημοκρατίας με τον κεϊνσιανισμό.

Ο Αργείτης υποστηρίζει ότι οι διαφορετικές ερμηνείες της πολιτικής οικονομίας και η μεταπολεμική εξέλιξη του κεϊνσιανισμού είναι ένας ακόμη ερμηνευτικός παράγοντας – στη βιβλιογραφία αναφέρονται και άλλοι παράγοντες – που μπορεί να συνεισφέρει στο γενικό επεξηγηματικό ζήτημα του ιδεολογικού μετασχηματισμού της Σοσιαλδημοκρατίας.

Αυτό συνέβη όταν η Σοσιαλδημοκρατία υιοθέτησε εκείνες τις εκδοχές του κεϊνσιανισμού που βαθμιαία την ενσωμάτωσαν σε ένα laissez-faire μοντέλο οικονομικής σκέψης και πολιτικής παρέμβασης, ασύμβατες με τις αξίες της, τον κοινωνικό και πολιτικό ρόλο της. Αυτό οδήγησε στην ιδεολογική και πολιτική της παρακμή.   

Για να εξηγήσει ο συγγραφέας τη ιδεολογική μεταστροφή της Σοσιαλδημοκρατίας μέσω της μετεξέλιξης των ιδεών του Keynes ξεκινά με την παρουσίαση της πολιτικής και οικονομικής φιλοσοφίας του.

Για την ερμηνευτική διαδρομή που επιλέγει o συγγραφέας κρίνει αναγκαία την επανεξέταση  της πολιτικής ταυτότητας του Keynes.

Ήταν ένας φιλελεύθερος Σοσιαλιστής που αποκήρυξε την κλασσική οικονομική θεώρηση του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του ως ριζοσπάστη οικονομολόγο.

Απέρριπτε τον μαρξιστικό σοσιαλισμό αλλά ταυτόχρονα απέρριπτε και τον οικονομικό φιλελευθερισμό ως δόγμα καταστροφικό.

Αυτή η επισήμανση έχει ιδιαίτερη σημασία για να εξηγήσει ο συγγραφέας στα επόμενα κεφάλαια γιατί οι ιδέες του Keynes είναι ασύμβατες με τις laisser faire πολιτικές που υιοθέτησε ο Τρίτος Δρόμος.

Η εμπειρία της κρίσης του 1929 οδήγησε τον Keynes να απορρίψει τις φαντασιώσεις της κλασικής θεωρίας τον homo economicus των άριστων επιλογών και των αρμονικών αγορών που βρίσκουν μόνες τους την ισορροπία.

Αυτή έλεγε είναι μια ισορροπία που είναι μια πολύ ειδική περίπτωση και η οποία δεν έχει καμία σχέση με τον καπιταλισμό που από τη φύση του είναι ασταθής εξαιτίας της ενδογενούς αστάθειας των αγορών χρήματος και κεφαλαίου που ευθύνονται για τις κρίσεις και την ανεργία.

Τον homo economicus ο Keynes τον αντικατέστησε με τον πραγματικό άνθρωπο που ζει σε ένα αβέβαιο και μεταβαλλόμενο περιβάλλον.  

Το πιο κομβικό σημείο της οικονομικής του θεώρησης ήταν ότι η αύξηση της απασχόλησης πρέπει να είναι ο πρωταρχικός στόχος της οικονομικής πολιτικής.

Οποιαδήποτε κοινωνία επιτρέπει την ύπαρξη υψηλής ανεργίας πλήττει τις ελευθερίες και τα δικαιώματά των πολιτών.

Θεωρούσε την ανεργία πλήγμα για την δημοκρατία.

Η εξάλειψη της θα αμβλύνει την οικονομική ανισότητα και θα κάνει πιο δίκαιη και λιγότερο αυθαίρετη τη διανομή εισοδήματος και πλούτου.

Ήταν υπέρ του ελέγχου της κερδοσκοπίας στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου.

Πρότεινε ένα φόρο μεταβίβασης στις κερδοσκοπικές συναλλαγές για να περιορίσει την κυριαρχία της κερδοσκοπίας επί της επιχειρηματικότητας.

Ήταν υπέρ των δημόσιων επενδύσεων και της κοινωνικοποίησης της επένδυσης.

Πρότεινε την άσκηση προοδευτικής φορολογίας – μέσω της αύξησης φόρων κληρονομιάς – για να μειωθεί η ανισότητα και μέσω μηχανισμών αναδιανομής να αυξηθεί η ροπή της κοινωνίας προς κατανάλωση. Για να φτάσει η οικονομία στην πλήρη απασχόληση.

Σε ότι αφορά τη δημοσιονομική πολιτική διαχείρισης της ζήτησης ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι είναι λάθος να λογίζεται ως κεϊνσιανη. Είναι στην καλύτερη περίπτωση ημικεϊνσιανή καθώς προκύπτει από την νεοκλασική σύνθεση.

Ο Keynes ποτέ δεν υποστήριξε ότι πρέπει να είναι συνεχώς ελλειμματική η δημοσιονομική πολιτική.

Είναι μια άποψη που κατέθεσα πολλές φορές στην αντιπαράθεση μου στη Βουλή και εκτός με αριστερούς αυτοπροσδιοριζόμενους ως κεϊνσιανούς.

Τους προέτρεπα σταθερά να διαβάζουν όλες τις σελίδες των έργων του Keynes όχι μόνο αυτές που νόμιζαν ότι είναι αριστερές για να τεκμηριώσουν τις προτάσεις πολιτικής τους.

Για να χαρακτηριστεί μια δημοσιονομική πολιτική κεϊνσιανή θα πρέπει να έχει ως στόχο την πλήρη απασχόληση όπως επισημαίνει ο Minsky.

Για τον Keynes η εθνική αυτάρκεια έχει ιδιαίτερη σημασία για ένα ισχυρό κράτος.

Δεν ήταν μερκαντιλιστής. Αντιλαμβανόταν τους κινδύνους από την προσπάθεια να εξασφαλίσει μια χώρα πλήρη απασχόληση μέσω πλεονασμάτων στο εξωτερικό ισοζύγιο γιατί αυτό θα δημιουργούσε προβλήματα απασχόλησης στις χώρες με ελλείμματα.

Για αυτό και πρότεινε η διόρθωση των εμπορικών ισοζυγίων να γίνεται από χώρες με πλεονάσματα και όχι από αυτές που έχουν ελλείμματα.

Πως να διαπραγματευτείς όμως με τους εκπροσώπους του Σόιμπλε και των συμμάχων του στην Τρόικα στις συνθήκες της κρίσης του 2010 – έχοντας χάσει την πρόσβαση στις αγορές – ότι η Γερμανία πρέπει να μειώσει τα πλεονάσματα στο εμπορικό ισοζύγιο και όχι η Ελλάδα μέσω πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης και αποσάθρωσης των εργασιακών σχέσεων;

Να επαναλάβω ότι η αναπτυξιακή στρατηγική της μεταπολεμικής Γερμανίας στηρίχτηκε στα εμπορικά πλεονάσματα και στην εξασφάλιση φθηνών ορυκτών καυσίμων από τη Ρωσία.

Ο συσχετισμός δυνάμεων στην ΕΕ στην κρίση λειτουργούσε σε βάρος των χωρών με τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Οι νεομερκαντιλιστές της ΕΕ με τα πλεονάσματα δεν ανέλαβαν να κάνουν την παραμικρή διορθωτική κίνηση για τα υπέρογκα εμπορικά τους πλεονάσματα.  

Η Νεοκλασική σύνθεση αν και δεν ακολουθεί – τονίζει ο συγγραφέας – την πολιτική οικονομία των ιδεών του Keynes έδωσε εργαλεία πολιτικής στη Σοσιαλδημοκρατία μετά τον πόλεμο.

Πρότεινε έναν ιδιαίτερο ρόλο για το κράτος. Να παρέμβει μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής για να στηρίξει τη ζήτηση και επέτρεψε την οικοδόμηση του κράτους πρόνοιας. Είναι η χρήση τριακονταετία της Σοσιαλδημοκρατίας.

Όταν όμως εκδηλώθηκε και εδραιώθηκε ο στασιμοπληθωρισμός τη δεκαετία του 1970 οι πολιτικές αυτές απαξιώθηκαν στη συνείδηση των πολιτών δίνοντας χώρο στους οπαδούς του laisser faire και των συντηρητικών κυβερνήσεων να έρθουν ως σωτήρες.

Η επόμενη γενιά των κεϊνσιανών, οι νεοκεϊνσιανοί προσχώρησαν τόσο πολύ στα θέσφατα της κλασικής θεωρίας όπως αυτή είχε ανανεωθεί από τους Νέους Κλασικούς Μακροοικονομολόγους που οι διαφορές των προγραμματικών προτάσεων της Σοσιαλδημοκρατίας του Τρίτου Δρόμου από αυτές των κομμάτων της δεξιάς ήταν πλέον δυσδιάκριτες.

Η Σοσιαλδημοκρατία εγκαταλείπει τη θέση της στην κεντροαριστερά και προς την αριστερά και μετακινείται στο κέντρο και προς την κεντροδεξιά.     

Ο συγγραφέας θέλει να μοιραστεί μαζί μας την αγωνία του για την ήττα της Σοσιαλδημοκρατίας.

Η εκλογική της ανασυγκρότηση τονίζει θα εξαρτηθεί από την επιλογή ενός υποδείγματος πολιτικής οικονομίας που πρέπει να είναι στα χνάρια που χάραξε ο Keynes για να στηρίξει έναν προγραμματικό λόγο που να είναι συμβατός με τις αξίες και την ιστορική της ταυτότητα.

Προτείνει στους Σοσιαλιστές την κατάρτιση προγραμματικών προτάσεων που να εμπνέονται από τον Θεσμικό Κεϊνσιανισμό ένα ρεύμα οικονομικής σκέψης που σέβεται – μας λέει ο Αργείτης – την πολιτική οικονομία του Keynes.

Βασική θέση του Θεσμικού Κεϊνσιανισμού είναι ότι μια αποτελεσματική αντι-κυκλική πολιτική πρέπει να στοχεύει στο κενό της ζήτησης εργασίας και όχι στο παραγωγικό κενό όπου στοχεύουν οι συμβατικές κεϊνσιανές πολιτικές.

Ο όγκος της απασχόλησης πρέπει να είναι το βασικό κριτήριο αξιολόγησης της οικονομικής αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Στην ενίσχυση του πρέπει να στοχεύουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα όταν μειώνεται η ζήτηση χωρίς όμως να απειληθεί η χρηματοπιστωτική φερεγγυότητα του κρατικού τομέα.

Η κυβέρνηση οφείλει να σχεδιάζει προγράμματα εγγυημένης απασχόλησης με τη στήριξη της βιομηχανικής πολιτικής. Αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα ενεργοποίησης πολιτικών προσφοράς που θα ανασυγκροτήσουν το παραγωγικό σύστημα ώστε να περιορίζονται οι πιέσεις στις τιμές όταν αυξάνεται η ζήτηση.  

Προτείνουν οι εκφραστές της σχολής αυτής θεσμικές αλλαγές και ρυθμίσεις στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου και ενίσχυση του εποπτικού ρόλου των κεντρικών τραπεζών για να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Προτείνουν να δοθεί έμφαση στις πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος και άμβλυνσης των οικονομικών ανισοτήτων.

Κλείνοντας, θέλω να σας εξομολογηθώ ότι η ανάγνωση του βιβλίου αυτού δεν είναι εύκολη υπόθεση για κάποιον που είναι οικονομολόγος, αυτοπροσδιορίζεται ως Δημοκράτης Σοσιαλιστής, υπήρξε Οικονομικός Σύμβουλος στο Οικονομικό Γραφείο του Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, στη συνέχεια  Βουλευτής και Υπουργός στην τελευταία αυτοδύναμη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου.

Γιατί το βιβλίο αυτό ξύνει πληγές για τα αίτια που οδήγησαν στην πτωτική πορεία των Σοσιαλιστικών κομμάτων στην Ευρώπη τα τελευταία είκοσι χρόνια.

Μας υποχρεώνει να δούμε ξανά τις ιδεολογικές μεταστροφές, τις προγραμματικές θέσεις αλλά και τις οικονομικές πολιτικές όλων των Σοσιαλιστικών κυβερνήσεων της ΕΕ των δεκαετιών του ‘90 και μετά.

Είναι η περίοδος που η Σοσιαλδημοκρατία έχει επιλέξει τον Τρίτο Δρόμο προσχωρώντας άλλοτε άκριτα και άλλοτε εξ ανάγκης στις επιταγές της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον.   

Είναι η εποχή που υιοθετήθηκαν οι απόψεις για το «φυσικό» ποσοστό ανεργίας και για να λυθεί το πρόβλημα της ανεργίας πρυτάνευσε η άποψη για κατάργηση όλων των προστατευτικών μέτρων που είχαν ληφθεί υπέρ του κόσμου της εργασίας.

Το γεγονός ότι ακριβώς αυτή την περίοδο διογκώθηκαν  υπέρμετρα οι ανισότητες και συρρικνώθηκε η εκλογική δύναμη των Σοσιαλιστών τροφοδοτώντας τα αντισυστημικά άκρα δεν είναι σύμπτωση είναι το αποτέλεσμα αυτών των επιλογών.

Συμφωνώ με τον συγγραφέα ότι η πιο βασική μάχη που έχασαν οι Σοσιαλιστές ήταν η μάχη στο πεδίο των ιδεών.

Αν λοιπόν θέλουμε πραγματικά να επιστρέψουμε οι Σοσιαλιστές ως πρωταγωνιστές θα πρέπει τα Σοσιαλιστικά κόμματα να κερδίσουν ξανά τη μάχη των ιδεών. Να μιλήσουν για το πρωτείο της πολιτικής έναντι της οικονομίας και των δυνάμεων της αγοράς. Να αναδείξουμε την υποχρέωση να υπερασπιστούμε τη Δημοκρατία μάχη που δεν έχει λήξει όπως δείχνουν πολλές αντιδημοκρατικές και αντιθεσμικές ανά τον κόσμο εκτροπές. Να θέσουμε στο επίκεντρο των προγραμματικών μας προτάσεων τον άνθρωπο για να είμαστε συνεπείς με τις αξίες και την ιστορική μας ταυτότητα.

Να προτάξουμε τον στόχο για μια βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση με πλήρη απασχόληση και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος, δημοκρατική οικονομική διακυβέρνηση, προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και των εργασιακών και σεβασμό στο περιβάλλον.

Σε ένα μεταβαλλόμενο γεωοικονομικό τοπίο δεν αρκεί η ανάληψη πρωτοβουλιών στα όρια του εθνικού κράτους. Ο συγγραφέας στέκεται κριτικά  στην έννοια του εθνικού κεϊνσιανισμού. Όμως οι όποιες πολιτικές παρεμβάσεις στα όρια μιας χώρας υπόκεινται στους περιορισμούς που θέτει το θεσμικό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ.  

Απαιτείται παρέμβαση και συνεργασία των Σοσιαλιστών στην ΕΕ για αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της που συντάχθηκε από τεχνοκράτες που κινούνταν στο πλαίσιο των επιταγών της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον και έγινε αποδεκτό και από τις Σοσιαλιστικές κυβερνήσεις της εποχής εκείνης.

Πλαίσιο ακατάλληλο για τις ανάγκες των εργαζομένων σε συνθήκες κρίσεως και όχι μόνο.

Είναι πλέον κατανοητό ότι χωρίς συγχρονισμό της δημοσιονομικής πολιτικής με τη νομισματική πολιτική δεν μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος της πλήρους απασχόλησης.

Δεν είναι σύμπτωση ότι με την εκδήλωση της υγειονομικής κρίσης ανεστάλη η λειτουργία του Συμφώνου Σταθερότητας και η απαγόρευση για τις κρατικές ενισχύσεις σε μια περίοδο που τα επιτόκια της ΕΚΤ ήταν αρνητικά. Ακόμη και η στρατηγική για μια νέα βιομηχανική πολιτική στην ΕΕ προϋποθέτει θεσμικές αλλαγές.  

Αυτή είναι η μεγάλη πρόσκληση στον παρόντα χρόνο. Οι επιλογές που θα κάνουμε θα καθορίσουν αν θα επιστρέψουμε ως κυρίαρχη προοδευτική δύναμη ή οι ιστορικοί του μέλλοντος θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η Σοσιαλδημοκρατία έκλεισε οριστικά τον κύκλο της στα μέσα του 21ου αιώνα.

Γιατί έχασε την ικανότητα να εξανθρωπίζει τον συνεχώς μεταβαλλόμενο καπιταλισμό και την παγκοσμιοποίηση.

Γιατί εγκατέλειψε τις αξίες της και αποδέχτηκε μια αλλοίωση της ιστορικής της ταυτότητας που την απομάκρυνε οριστικά από τους ανθρώπους που την στήριζαν και αναζητούσαν σε αυτήν την πολιτική τους έκφραση και εκπροσώπηση.  

ΟΜΙΛΙΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΓΕΙΤΗ «KEYNES ΚΕΙΝΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΙΑΝΟΣ

ΑΘΗΝΑ 6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2023