Νέοι και εργασιακή επισφάλεια: Μια σχέση που οφείλουμε να αλλάξουμε. Της ΜΑΡΙΖΕΤΑΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ

Οι νέες γενιές χαρακτηρίζονται από μια διαρκώς επιδεινούμενη ρευστότητα που διαπερνά όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους. Τα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία σχετικά με την εργασιακή επισφάλεια των νέων αποτυπώνουν τη δημιουργία ενός νέου  πρεκαριάτου.

Τα κύρια στοιχεία που συναπαρτίζουν την εργασιακή πραγματικότητα των νέων, 17 έως 35 ετών, είναι τα υψηλά ποσοστά ανεργίας (27 μονάδες πάνω από την γενική), οι μισθοί που στην πλειοψηφία τους βρίσκονται είτε κάτω από τα 400€ είτε γύρω από τον κατώτατο μισθό, η αδήλωτη εργασία, η μερική απασχόληση καθώς και η εποχικότητα. Χαρακτηριστικά που διαπερνούν όλες τις μισθολογικές κλίμακες και το μορφωτικό επίπεδο. Αφορούν τόσο τους νέους που απασχολούνται στον τουρισμό ή στις ψηφιακές πλατφόρμες αλλά εξίσου και τους νέους επιστήμονες.

Η αυτοαπασχόληση, είναι το έτερο δομικό πρόβλημα της χώρας, που διογκώθηκε ιδιαίτερα μετά την δεκαετία των μνημονίων. Ξεπερνά το 25% της συνολικής απασχόλησης και σχετίζεται με την εργασιακή επισφάλεια των εργαζόμενων χαμηλής και πολύ υψηλής ειδίκευσης.

Το 75% των θέσεων εργασίας προέρχονται κυρίως από υπηρεσίες, μόλις το 10 % αφορά την βιομηχανία και 11 % τον πρωτογενή τομέα. Το δομικό πρόβλημα της αγοράς εργασίας έγκειται στο γεγονός ότι το παραγωγικό μοντέλο της χώρας είναι εντάσεως εργασίας και όχι εντάσεως παραγωγής ή γνώσης. Η ελληνική οικονομία είναι μια ιδιαίτερα ανασφαλής οικονομία των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, με χαμηλή εξωστρέφεια και καινοτομία ενώ το ψηφιακό χάσμα παραμένει υψηλό. Το εκρηκτικό μείγμα της εργασιακής πραγματικότητας των νέων ολοκληρώνεται με την μαζική διαρροή τους προς το εξωτερικό καθώς και με την σπατάλη των ιδιαίτερα μορφωμένων (32,3% των εργαζομένων αποφοίτων πανεπιστημίων δεν απασχολούνται σε επαγγέλματα αντίστοιχα των δεξιοτήτων τους). Το κύμα της μεγάλης παραίτησης το οποίο δεν αντιμετωπίσαμε το περσινό καλοκαίρι, φέτος αναμένεται να αυξηθεί με άμεσες επιπτώσεις στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, ειδικά στον τουρισμό.

Ο δείκτης εργασιακής δυστοπίας στους νέους κατατάσσει την χώρα μας ουραγό της Ευρώπης, καθώς βρίσκεται στις πέντε τελευταίες θέσεις. Η πλήρης απορρύθμιση της αγοράς εργασίας από την κυβέρνηση της ΝΔ, έχει οδηγήσει σε ποιοτική επιδείνωση της εργασιακής πραγματικότητας, ειδικά στις ώρες εργασίας, την ενίσχυση της ευελιξίας ενώ ενταφίασε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Οι νέοι βρίσκονται συχνά παγιδευμένοι σ’ έναν φαύλο κύκλο όπου ανεργία και επισφαλής απασχόληση εναλλάσσονται. Η πραγματικότητά τους αυτή έχει διάφορες κοινωνικές απολήξεις: παραμονή επί μακρόν στην πυρηνική οικογένεια με αποτέλεσμα την αργή αυτονόμηση, απροθυμία για απόκτηση παιδιών. Ενώ, αποδυναμώνεται και η κοινωνική συμμετοχή τους, η επισφάλεια έχει αντίκτυπο, τελικά, στην ίδια την δημοκρατία.

Ο σχεδιασμός πολιτικών ώστε να ξεπεραστούν δομικά εμπόδια και δυσλειτουργίες οφείλει να είναι ολιστικός, να ενσωματώνει τις καλές ευρωπαϊκές πρακτικές και κυρίως να στοχεύει στην αλλαγή της εργασιακής και επιχειρηματικής κουλτούρας, στην αλλαγή εργασιακού παραδείγματος. Οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης θα πρέπει να έχουν ως στόχο την απορρόφηση εργαζομένων υψηλών προσόντων (εντός και εκτός Ελλάδας), με απολαβές που θα είναι ελκυστικές, ώστε να μην αποτύχουν όπως στο παρελθόν. Άμεση οφείλει να είναι η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων αλλά και η ενδυνάμωση της συμμετοχικής κουλτούρας από τα κάτω, ώστε να διευκολυνθεί η ενεργοποίηση των εργαζομένων στα σωματεία τους. Η ενίσχυση της εξαρτημένης εργασίας σχετίζεται με  φορολογικά και άλλα κίνητρα, αλλά και από την αύξηση της χρηματοδότησης προς την έρευνα καθώς και τις μεγάλες ποιοτικές επενδύσεις με ρήτρες απασχόλησης. Τέλος, σημαντικό είναι το άνοιγμα της συζήτησης γύρω από την 4ημερη εργασία προσαρμοσμένη στις ειδικές απαιτήσεις του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου.

Αναδημοσίευση από “ΤΑ ΝΕΑ”