Μόνο η επίκληση στο ΠΑΣΟΚ δεν αρκεί. Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΟΥ
Οι εκλογές για την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής μέχρι το καλοκαίρι του 2021 έμοιαζαν μια διαδικασία που αφορούσε πολύ λίγους και κινδύνευε να περάσει στην ανυποληψία μιας και πολλοί εξωτερικοί παρατηρητές έβλεπαν τις εξελίξεις σαν ενα ξαναζεσταμένο φαγητό. Όμως, η οριστικοποίηση του χρονοδιαγράμματος και στη συνέχεια οι ραγδαίες εξελίξεις που προκάλεσε αρχικά η απόσυρση της Φώφης Γεννηματά και η σοκαριστική απώλεια της έστρεψαν τα φώτα στο τρίτο κόμμα του ελληνικού κοινοβουλίου και ανανέωσαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Οι προσδοκίες που γεννήθηκαν το 2017 αναπτερώθηκαν προς στιγμην και είναι καθήκον όλων των συμμετεχόντων να διατηρηθούν.
Οι 217 χιλιάδες πολίτες που συμμετείχαν τότε στις εσωκομματικές εκλογές είναι το σημείο αναφοράς για το 2021 και οι συνθήκες που επικρατούν αυτή τη στιγμή είναι θεωρητικά πιο ευνοικές. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι λοιπόν και οι συγκρίσεις θα είναι άμεσες. Ο Σύριζα έχει ηττηθεί, δεν αποτελεί φορέα εξουσίας όπως τότε ώστε να ασκεί της γοητεία της κυβέρνησης και η Νέα Δημοκρατία έχει κλείσει ήδη δύο χρόνια από τη νίκη της στις τελευταίες εκλογές. Ο τελευταίος ανασχηματισμός έφερε σε αμηχανία ή/και δυσαρέσκεια τους ψηφοφόρους της Κυβέρνησης που προέρχονται απο τον κεντρώο-κεντροαριστερό χώρο όπως και η ατολμία της σε θέματα που αφορούν την πανδημία και πιο συγκεκριμένα τον εμβολιασμό.
Οι υποψήφιοι αρχηγοί έχουν ξεκινήσει δυναμικά την προεκλογική τους εκστρατεία και παρατηρούμε ορισμένους εξ αυτών να επικεντρώνονται αποκλειστικά στην επαναφορά του ΠΑΣΟΚ ποντάροντας σε συναισθηματικά αντανακλαστικά όσων για δικούς τους λόγους έχουν γυρίσει την πλάτη τους στο χώρο μετά το 2009. Σεβαστή η επιλογή αυτή αλλά έχει πεπερασμένη δυναμική μιας και απευθύνεται σε συγκεκριμενο ακρωατήριο με κύριο σημείο αναφοράς το παρελθόν. Δεν αρκεί συνεπώς η επίκληση στο ΠΑΣΟΚ για μια επανεκκινηση στο εγχείρημα του χώρου. Οι ανοιχτές διαδικασίες προσφέρουν τη δυνατότητα συμμετοχής σε πολίτες που βρίσκονται κοντά ιδεολογικά στο χώρο αλλά με χαλαρή σχέση με τις αυστηρές κομματικές δομές. Η διαδικασία αντί να αγκαλιάζει, περιχαρακώνεται με μια ρητορική που εκ των προτέρων αποκλείει όσους δεν είχαν καμμία οργανική σχέση με το ΠΑΣΟΚ. Είναι απαραίτητο κάποιος να μιλήσει και να εκφράσει ένα κομμάτι του εκλογικού σώματος που βρίσκεται εκτός των τειχών του Κινήματος Αλλαγής. Δεν πρέπει η εκλογική διαδικασία να αναλωθεί σε ένα εσωκομματικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών από το παρελθόν που αφορά λίγους αλλά αφήνει παγερά αδιάφορη την κοινωνία.
Οι διαδικασίες είναι ανοιχτές γιατί θεωρούμε οτι η εκλογή του επικεφαλής του κεντροαριστερού πόλου της χώρας αφορά περισσότερους από τα μέλη του κόμματος. Σε αυτή τη διαδικασία ψηφίζουν όσοι ειναι εγεγραμμένοι στους εθνικούς καταλόγους, άρα οι μικρότεροι που έχουν δικαίωμα ψήφου ειναι γεννημένοι το 2004. Οι νεότεροι σε ηλικία που δέχονται ερεθίσματα από παντου στα κοινωνικά δίκτυα είναι πιθανό και λογικό να μην έχουν κατασταλλάξει πολιτικά. Συνεπώς, γιατί να μη γίνει προσπάθεια να ταυτιστούν εκείνοι με τα μηνύματα που εκπέμπουμε και να πλησιάσουν το χώρο μας με τη συμμετοχή τους στη διαδικασία ανάδειξης του επικεφαλής;
Όμως για να γίνει κάτι τέτοιο, χρειάζεται σύγχρονος πολιτικός λόγος με απαντήσεις στο σήμερα και στο αύριο με υπεράσπιση αλλά οχι προσκόλληση στο χτες από πρόσωπα που δεν κατεβαίνουν στην «αρένα» για να πάρουν ρεβάνς αλλα με όραμα και ξεκάθαρη στρατηγική για το χώρο και για τη Χώρα.
Δημοσίευση από “ΤΑ ΝΕΑ”