Μεταπολιτική: Το άλλο όνομα της έκλειψης του Πολιτικού. Του Γιώργου Σιακαντάρη
Από το «Ωσαννά» στο «άρον, άρον σταύρωσον αυτόν»
Κατ’ αρχάς μια διευκρίνηση. Συμφωνώ με την επισήμανση εξαιρετικών επιστημόνων και διανοούμενων, όπως ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς και ο Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος, οι οποίοι υποστηρίζουν πως η χρήση του όρου «Μετά», υποκρύπτει την αδυναμία «επινόησης» νέων όρων για την αποτύπωση της σημερινής πραγματικότητας. Όντως είναι έτσι, αλλά με δεδομένη αυτήν την «αδυναμία» κι όσο να βρεθούν καταλληλότεροι όροι για να εκφράσουν την κρίση των δημοκρατιών, η λέξη «Μετά» είναι ό,τι πιο κατάλληλο για την προσέγγιση των σημερινών πολιτικών και κομματικών συστημάτων. Ας είμαστε σε αναμονή μιας πιο αξιόπιστης έννοιας.
Τούτων δοθέντων, μόλις απώλεσε ο κύριος Κασσελάκης την αρχηγία του στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ορισμένοι έσπευσαν να ανακοινώσουν το τέλος της Μεταπολιτικής στην Ελλάδα. Γι’ αυτούς η Μεταπολιτική ισούτο με την παρουσία του κυρίου Κασσελάκη. Αφού η χώρα φαινόταν να χάνει τον κύριο εκπρόσωπό της Μεταπολιτικής σ’ αυτήν, έπαυε να υπάρχει και το φαινόμενο. Βεβαίως στη συνέχεια αποδείχθηκε πως ούτε αυτό συνέβη. Δεν τον «έχασε» ακόμη. Μια τέτοια αντίληψη προδίδει παντελή άγνοια τού τι ακριβώς είναι η Μεταπολιτική. Αυτή είναι η μετατροπή της πολιτικής απλώς σε ζήτημα καλύτερης διαχείρισης κοινών λύσεων «με ίδιο γι’ όλους όφελος». Κοινές λύσεις, τις οποίες «κατανοούν» καλύτερα οι τεχνοκράτες και γιατί όχι και οι πολύ πλούσιοι, όπως ο Τραμπ και ο Έλον Μασκ. Μεταπολιτική δεν είναι απλά πολιτικοί σαν τον κύριο Κασσελάκη, αλλά τα φαινόμενα που οδηγούν σε «πολιτικούς», όπως αυτός. Ό,τι τον έφερε στην εξουσία παραμένει είτε με αυτόν είτε και χωρίς αυτόν. Γιατί Μεταπολιτική είναι το άλλο όνομα της έκλειψης του πολιτικού.
Ρευστές κοινωνίες και φόβος
Τη Μεταπολιτική τη γεννούν οι «ρευστές κοινωνίες» της οικονομικά ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης. Από τις αρχές του 1990 ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν υποστήριζε πως οι κοινωνίες μας είχαν μεταβεί από το στάδιο της «σταθερής» στο στάδιο της «ρευστής» νεωτερικότητας. Σ’ αυτόν τον κόσμο κυρίαρχες δεν είναι οι σταθερές σχέσεις, αλλά οι δεσμοί που στηρίζονται στα «δίκτυα». Εδώ κερδίζουν όχι οι πολιτικοί με ιδέες, αλλά οι πολιτικοί που έχουν «δίκτυα». Κερδίζουν οι πολιτικοί που όταν κανείς αναφέρεται σε ιδέες, αδιαφορούν μέχρι «βαθιών χασμουρητών», όταν όμως αναφέρεται σε δίκτυα, είναι όλο αυτιά. Στις ρευστές κοινωνίες τις εκλογές κερδίζουν και όσοι πείθουν πως «δεν είναι σαν τους παλιούς πολιτικούς» των σταθερών κοινωνιών. «Πολιτική χωρίς πολιτικούς», αυτό είναι το σύνθημά τους. Κερδίζουν όμως και εκείνοι οι πολιτικοί που έχουν την ικανότητα να καθησυχάζουν με ψευδείς υποσχέσεις τους φόβους των κοινωνιών από την αίσθηση απώλειας της ταυτότητας, όπως αυτή γεννιέται λόγω των κοινωνικών αλλαγών που ήρθαν με την παγκοσμιοποίηση. Κατά τον Μπάουμαν πάλι, στις «ρευστές κοινωνίες» ο φόβος αποκτά μια ιδιαίτερη και επικίνδυνη δυναμική. Η κοινωνική ζωή κλείνεται πίσω από τοίχους, μισθωμένους φύλακες, θωρακισμένα οχήματα. Η ειδοποιός διαφορά του σημερινού φόβου είναι πως πλέον αυτός δεν είναι «φόβος από την ελευθερία» (Έριχ Φρομ). Είναι μια εσωτερικευμένη κατάσταση που αφορά τον φόβο από τον ίδιο μας τον εαυτό, την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη. Είναι ένας προσωπικός φόβος, ο οποίος δεν ζητά σκέτη ασφάλεια. Ζητά προστασία από τον γείτονά του, μετανάστη ή και όχι. Η καταπολέμηση της τρομοκρατίας με στέρηση των ατομικών δικαιωμάτων, η παράδοση των προσωπικών δεδομένων μας στις εξουσίες, είτε εκούσια (στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) είτε ακούσια (υποκλοπές), ο περιορισμός της μετανάστευσης, η άρνηση της κλιματικής κρίσης, είναι επενδύσεις σ’ αυτούς τους φόβους. Η Ακροδεξιά και ο τραμπισμός αποτελούν ένα είδος εμπόρου που επενδύει και πουλάει αυτούς τους φόβους. Οι μεταπολιτικοί χρησιμοποιούν τον φόβο για να αποκτήσουν κοινωνική απήχηση και δύναμη. Αυτός ο φόβος αποτελεί πηγή εμπορικών και πολιτικών κερδών.
Είναι λογικό αυτός ο φόβος να αδιαφορεί για τους παλιούς διαχωρισμούς μεταξύ της Αριστεράς και της Δεξιάς. Όντως, με τη μορφή που λειτουργούν σήμερα τα κομματικά συστήματα, δεν υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός. Όχι γιατί έχει «ξεπεραστεί», όπως οι ίδιες απόψεις διατείνονται, αλλά γιατί οι δυο του πόλοι έχουν «φροντίσει» οι ίδιοι να εξαλείψουν τις διαφορές τους. Είναι ακριβώς η «κατάργηση» αυτής της αντίθεσης που γεννά την άνοδο της Ακροδεξιάς. Σε αυτή την άνοδο συμβάλλει και ο υπερτονισμός του «μπαμπούλα» του λαϊκισμού. Με το πρόσχημα της απειλής του λαϊκισμού βαπτίζεται ως τέτοιο οποιοδήποτε λαϊκό αίτημα, όπως η αύξηση των μισθών, η φορολόγηση του μεγάλου πλούτου, ο έλεγχος των χρηματοπιστωτικών ροών, ακόμη και το αίτημα του εκδημοκρατισμού της λήψης αποφάσεων. Όλοι θυμόμαστε την ταινία του Νάνι Μορέτι, που παρακολουθούσε τον ηγέτη της Ιταλικής Αριστεράς Μάσιμο Ντ’ Αλέμα να μην αντιδρά στην αντιδραστική ρητορεία του Μπερλουσκόνι και να τον παροτρύνει λέγοντάς του:
«Πες και κάτι αριστερό. Αντίδρασε! Πες κάτι και ας μην είναι αριστερό. Πες κάτι!».
Η Σαντάλ Μουφ θεωρεί πως υπάρχει μια «αριστερή λαϊκιστική στρατηγική» ή αλλιώς μια αναγκαία «λαϊκιστική στιγμή». Αυτή η «στιγμή» αποτυπώνεται στη «συλλογική βούληση» του λαού, τη μόνη ικανή –κατά αυτήν– να εγκαθιδρύσει έναν ηγεμονικό σχηματισμό που θα αναδεικνύει την αξία μιας πιο ριζοσπαστικής δημοκρατίας. Ένας Μορέτι-2 θα μπορούσε να φωνάξει στους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες να πουν και κάτι «λαϊκιστικό». Να πουν και κάποιο «λαϊκιστικό σύνθημα» για την προοδευτική φορολογία, την κατάργηση των φορολογικών παραδείσων, τον περιορισμό της ανεξέλεγκτης δράσης των Μεγάλων Εταιρειών, Τεχνολογίας και Ενέργειας, τη γενναία αύξηση των μισθών, τη μείωση των ανισοτήτων κ.λπ. Να μην πουν κάτι «λαϊκιστικό» του τύπου πως η κοστολόγηση για τις δαπάνες πρέπει να συνοδεύεται από μια «κοστολόγηση» και των φορολογικών εσόδων. Να το πουν και να το εννοούν. Μαζί του, γιατί διαφορετικά ο δρόμος είναι ολάνοικτος στη Μεταπολιτική και στον τραμπισμό.
Οι «αποτυχημένοι» της παγκοσμιοποίησης
Η ρευστή κοινωνία είναι μια κοινωνία σε διαρκή κίνηση. Αυτή η κίνηση παράγει επιτυχημένους και αποτυχημένους καταναλωτές. Οι αποτυχημένοι είναι τα κοινωνικά απόβλητα του καταναλωτισμού, τα «σκουπίδια» του. Χαρακτηριστικό αυτής της κοινωνίας είναι η διαρκής εργασιακή κινητικότητα. Τις περισσότερες φορές καθοδική. Η αλλαγή πολλών θέσεων εργασίας κατά τη διάρκεια ενός εργασιακού βίου, εκθειάζεται από τους «τεχνοκράτες και τους μάνατζερ των ελίτ και του πλούτου» ως κάτι πολύ το θετικό (βλέπε τα εγκώμια αυτών των «μάνατζερ» και των τραπεζικών στελεχών για την κατάρτιση και την επανακατάρτιση, όχι όμως και για την ίδια την εργασία. Εκτός εάν γίνεται λόγος για τη δική τους εργασία). Πώς μετά αυτοί που βλέπουν τις θέσεις εργασίας τους αλλά και τους ιδίους να απαξιώνονται καθημερινώς και ακούν να τους λένε πως φταίνε οι ίδιοι που δεν «επανακαταρτίζονται», να μην ψηφίζουν τον κάθε Τραμπ ή να μην ελπίζουν πως κάποιοι νάρκισσοι σαν τον Κασσελάκη είναι η λύση στα προβλήματά τους; Πώς αυτοί να μην πιστεύουν πως η Μεταπολιτική είναι η απάντηση στις θεωρίες «αξιοκρατίας»; Θεωρίες που δεν σέβονται την αξιοπρέπεια των χαμένων της παγκοσμιοποίησης. Χαμένοι που πλέον δεν είναι το ένα τρίτο των κοινωνιών, αλλά η πλειοψηφία τους. Και αυτό βγαίνει και μέσα από τις κάλπες.
Η μεταπολιτική εκλογή από την ανοικτή βάση
Σε μια τέτοια ρευστή κατάσταση δεν είναι καθόλου τυχαίο που και τα κόμματα μετατρέπονται σε ρευστούς οργανισμούς. Και τι πιο κοντά σε αυτούς τους οργανισμούς από την περιβόητη «ανοικτή εκλογή από τη βάση»;
Ορισμένοι –ακόμη και δημοσιογράφοι που έχουν άγνοια των γεγονότων– θεωρούν πως η «εκλογή από τη βάση» είναι ελληνικό προϊόν. Την «εκλογή από τη βάση», όμως, την ανακάλυψαν πρώτα τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Την «ανακάλυψαν» τη δεκαετία του 1990 το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας, το Εργατικό Κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας και στη συνέχεια και άλλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Τα ακολούθησαν τα συντηρητικά. Αυτά τα κόμματα είδαν πως η κομματική τους βάση ρευστοποιείτο συνεχώς και έψαξαν αντίβαρα σ’ αυτή τη ρευστοποίηση. Η εκλογή από τη βάση ήταν η απάντηση σε μια τριπλή απειλή:
- τη μείωση του αριθμού των κομματικών μελών,
- την υψηλή εκλογική κινητικότητα από το ένα κόμμα στο άλλο
- και τη χαμηλότερη συμμετοχή στις εθνικές εκλογές.
Υπήρξε όμως και ένας ακόμη λόγος. Οι παραπάνω εξελίξεις έκαναν ρευστή και τη ζωή των ηγεσιών αυτών των κομμάτων. Ποιος τρόπος υπάρχει ώστε ο ηγέτης να μην αμφισβητηθεί άμεσα από το ίδιο του το κόμμα; Μα φυσικά όταν αυτός είναι εκλεγμένος από τη «βάση». Τότε αυτός λογοδοτεί απευθείας σ’ αυτή τη βάση και δεν υπάρχει ανάγκη εσωκομματικής ζωής. Τίποτε άλλο εκτός από τον ίδιο τον ηγέτη δεν νομιμοποιεί αυτή τη ζωή. Στην «ανοικτή εκλογή από τη βάση» οι ψηφοφόροι δεν διαλέγουν ιδέες, αλλά πρόσωπα. Δεν διαλέγουν άτομα με ιδέες και διοικητικές ικανότητες, πολιτικούς με άποψη και ιδέες. Διαλέγουν ό,τι φαντάζει ηλικιακά αλλά και πολιτικά νέο. Η «ανανέωση» επικρατεί της εμβάθυνσης, το φαίνεσθαι του είναι, η επικοινωνία των ιδεών. Έτσι κυριαρχούν νάρκισσοι πολιτικοί που δεν είναι «πολιτικοί», αλλά που υπόσχονται στην πελατεία τους πως με την άνοδο τους οι ψηφοφόροι τους θα απολαμβάνουν απρόσκοπτα τ’ αγαθά της εξουσίας.
Στη «ρευστή μετανεωτερική κοινωνία αντιστοιχεί μια ρευστή εκλογική βάση και μια ρευστή ηγεσία. «Τα πάντα ρει», πολύ περισσότερο από την εποχή του Ηράκλειτου. Στα μετακόμματα, πλέον, η έννοια του μέλους αφήνει τη θέση της στην έννοια του «φίλου». Σήμερα «δικός μου φίλος», αύριο κάποιου άλλου και μεθαύριο ενός ακόμη άλλου. Ο «φίλος» είναι θαυμαστής, φαν του νέου ηγέτη, μέχρι να παλιώσει γρήγορα αυτός ο νέος και να έρθει ένας ακόμη πιο νέος, που γρήγορα «θα γεράσει» και αυτός. Στα μετακόμματα κυριαρχούν «οι μεσσίες». Αυτοί, κόντρα «στη βούληση και τις απάτες των ελίτ», θα τα αλλάξουν όλα. Σ’ αυτά τα κόμματα όμως αν οι ηγέτες αποτύχουν ν’ ανέλθουν στην εξουσία ή έστω ν’ αυξήσουν τη δύναμή τους, μεγαλύτεροι αντίπαλοι του «αποτυχημένου» ηγέτη γίνονται οι πρώην φανατικοί οπαδοί του. Γιατί εκείνοι δεν είχαν πάει σ’ αυτόν για τις ιδέες του, αλλά για τον μεσσιανισμό του. Πήγαν γιατί αναζητούσαν όχι ηγέτη, αλλά μεσσία. Και ως γνωστόν οι μεγαλύτεροι εχθροί ενός «μεσσία» είναι οι απογοητευμένοι απ’ αυτόν. Τρεις ημέρες δρόμος από το «Ωσαννά», αφού ο Χριστός δεν έκανε την επανάσταση που οι δοξολογούντες Τον περίμεναν να κάνει, στο «άρον, άρον σταύρωσον αυτόν».
Συνοψίζοντας, Μεταπολιτική είναι η απαίτηση όχι πλέον για λιγότερο κράτος, όπως ήθελε ο παλιός νεοφιλελευθερισμός, αλλά για λιγότερη πολιτική. Μεταδημοκρατία είναι η μετατροπή της δημοκρατίας σε σύστημα αδιάφορο για τη μείωση των ανισοτήτων και τη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου. Και μετακόμμα είναι η μετάβαση από το κόμμα σουπερμάρκετ στο κόμμα της ρευστής βάσης, η οποία συνεχώς μετακινείται ανατρέποντας τις αρχές και τις αξίες του παραδοσιακού κόμματος. Μόνο ένα Κίνημα Αναγέννησης των Προοδευτικών Ιδεών μπορεί να αντισταθεί στη δυναμική των φαινομένων του «Μετά». Μόνο ένα τέτοιο κίνημα μπορεί να ξανακάνει Πολιτική τη «Μεταπολιτική» και Δημοκρατία τη «Μεταδημοκρατία». Και μόνο ένα τέτοιο Κίνημα μπορεί να μετατρέψει σε σύγχρονα Κόμματα τα μετακόμματα.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Φρέαρ- www.frear.gr