Καταστροφές και Δημόσιες Πολιτικές. Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΚΑΤΣΟΥΛΗ

Την εβδομάδα που μας πέρασε δύο καταστροφές αποτέλεσαν το πόλο έλξης του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης. Η πρώτη αφορά την υπόθεση βιασμού και εκπόρνευσης μιας δωδεκάχρονης κι η δεύτερη την πλημμύρα στην Αγ. Πελαγία, στην Κρήτη, όπου υπήρχε και απώλεια ζωών.

Η Πολιτεία είτε ως κεντρικό κράτος είτε ως αυτοδιοίκηση ήταν απούσα και στις δύο περιπτώσεις. Στη πρώτη, της εκμετάλλευσης της δωδεκάχρονης, δεν υπήρξε καμία παρέμβαση για την σωτηρία του παιδιού αν και ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένο τι δρόμο θα ακολουθούσε. Από διαλυμένη οικογένεια με πολλά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, διέκοψε το σχολείο για να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη. Καθ΄ όλη αυτή τη διαδρομή και μέχρι την αποκάλυψη του δικτύου των παιδεραστών που την εκμεταλλευόνταν, δεν εμφανίσθηκε κανένας μηχανισμός πρόληψης. Καμία προνοιακή δομή στην οποία θα μπορούσε είτε το ίδιο το παιδί είτε κάποιοι από τους γείτονες να απευθυνθούν, δεν λειτούργησε. Σημειωτέον ότι μιλάμε για τον Κολωνό, δηλαδή, για τον Δήμο Αθηναίων, την πρωτεύουσα, κι όχι για κάποια επαρχιακή κωμόπολη με πλημμελή παρουσία του κράτους.

Επιπλέον, όταν αποκαλύφθηκε το έγκλημα οι πολιτικοί διαγκωνίζονταν σ’ έναν πρωτοφανή «ποινικό λαϊκισμό» με σκοπό να προσελκύσουν την προσοχή των πολιτών οι οποίοι ευρισκόμενοι σε θυμική έξαρση ζητούσαν την κεφαλή του/των δραστών επί πίνακι. Η αδιαφορία για την αποκατάσταση της ζημιάς που υπέστη το ανήλικο παιδί, η αδιαφορία για το θύμα, είναι κάτι που δεν περνά απαρατήρητο.

Στην περίπτωση της πλημμύρας, στην Κρήτη, προβλήθηκαν τα ίδια επιχειρήματα που προβάλλονται σε κάθε φυσική καταστροφή, για να δικαιολογήσουν την απουσία του κράτους: «Η ένταση του καιρικού φαινομένου ήταν πρωτοφανής και, συνεπώς, ό,τι κι αν είχαμε κάνει, θα ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να αποτρέψουμε την καταστροφή». Τα ίδια, ακριβώς, επιχειρήματα, μπορούν να προβληθούν σε μια χώρα της υπο-σαχάριας Αφρικής και σε μια Σκανδιναβική, μόνον που στην πρώτη περίπτωση οι απώλειες θα είναι πολύ μεγαλύτερες απ’ ότι στη δεύτερη.

Κανείς δεν έμαθε που βρίσκονταν οι υπηρεσίες πολιτικής προστασίας και σε ποια σχέδια δράσης προβλέπονταν ποιες δράσεις πρόληψης σε περίπτωση πλημμύρας. Κάποιοι ψέλλισαν ότι ένα αποχετευτικό έργο βρισκόταν σε εξέλιξη το οποίο, πάντως, ακόμη κι είχε αποπερατωθεί δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει την ορμή των νερών και της λάσπης.

Αλλά ούτε στην αποκατάσταση των πληγέντων τα πάμε καλύτερα. Τα χρόνια που θα περάσουν μέχρι να αποζημιωθούν όσοι, χωρίς δική τους βούληση, ζημιώθηκαν, θεωρούνται ως μια, περίπου, φυσιολογική κατάσταση.

Συμπερασματικά: Η πρόληψη δεν αποτελεί ισχυρό σημεία καμιάς δημόσιας πολιτικής. Απαιτεί οργάνωση ανθρώπων, δομών και γνώση και σ’ αυτά εξακολουθούμε να υστερούμε σημαντικά. Προεχόντως, όμως, απαιτεί συντονισμό, όπως, εξ άλλου, και η αποκατάσταση των θυμάτων. Ο συντονισμός, με την σειρά του, απαιτεί και προϋποθέτει συνέπεια και συνέχεια μέσω σχεδίων δράσης και στοχοθεσίας η οποία δεν μεταβάλλεται κατά το δοκούν.

Ο ορθολογισμός των δημόσιων πολιτικών πρέπει, όμως, για να οδηγήσει σε αποτελέσματα, να συναντήσει τον αντίστοιχο της αγοράς και της κοινωνίας πολιτών. Καμία από τις αδυναμίες του ελληνικού κράτους που επιτάθηκαν με την εμφάνιση νέων, χρόνιων και εντεινόμενων κρίσεων (υγειονομική, ενεργειακή, κλιματική) δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, εάν δεν δημιουργηθούν γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ του Δημόσιου, του Ιδιωτικού τομέα και της κοινωνίας πολιτών.

Και σ’ αυτό το σημείο, το ελληνικό κράτος, παρόν και παρελθόν, φαίνεται να μην διαθέτει, δυστυχώς, καμία στρατηγική.

Αναδημοσίευση από “ΤΑ ΝΕΑ’