Θρησκεία και νεωτερικότητα. Του Γαβρίλη Λαμπάτου
Με αφορμή το βιβλίο του Γιώργου Σιακαντάρη “Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050; Μεταδημοκρατία, μεταπολιτική, μετακόμματα “ εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2024.
Δεν γράφονται συχνά στις μέρες μας πολιτικά δοκίμια. Αναφερόμαστε σε έργα σκληρής πνευματικής εργασίας και όχι σε συλλογές άρθρων που αρκούνται σε κοινοτοπίες. Η έλλειψη ευρύτερων πνευματικών οριζόντων συνέβαλε στην αδυναμία κατανόησης από το πολιτικό προσωπικό των επιπτώσεων της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008. Δυστυχώς οι πολιτικοί μας παρακολουθούν τις πολιτικές εξελίξεις μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της επικείμενης εκλογικής μάχης. Η νοοτροπία αυτή κατέστησε την έξοδο από τα μνημόνια πολύ πιο οδυνηρή σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Στα χρόνια της δεκαπενταετούς κρίσης έκανε αισθητή την παρουσία του με την αρθρογραφία του ο Γιώργος Σιακαντάρης. Αποκορύφωμα αυτής της διανοητικής προσπάθειας είναι τα βιβλία του Το πρωτείο της δημοκρατίας και Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050 που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Το τελευταίο βιβλίο του σχολιάστηκε από επιφανείς διανοητές όπως ο Θ. Γιαλκέτσης και ο Στ. Δημητρίου. Ένα από τα ζητήματα που είναι αναγκαίο να συζητηθούν είναι και οι απόψεις του για το θέμα θρησκεία και νεωτερικότητα.
Πολλοί διανοητές της αριστεράς ασχολήθηκαν με το θρησκευτικό φαινόμενο. Ο ηγέτης της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας Καρλ Κάουτσκι έγραψε ένα ογκώδες έργο για την Καταγωγή του Χριστιανισμού, αξιοποιώντας θρησκειολογικές μελέτες της εποχής του. Ο αναγνώστης του έργου γνωρίζει πτυχές της εβραϊκής κοινωνίας στα χρόνια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας στην περιοχή. Το εξισωτικό κοινωνικό μήνυμα του Χριστιανισμού βρισκόταν στο επίκεντρο του προβληματισμού του. Άλλοι διανοητές έδωσαν ιδιαίτερο βάρος στο μεσσιανικό στοιχείο του Χριστιανισμού σε συσχετισμό με το πρόταγμα του κομμουνισμού. Ο Κωστής Μοσκώφ στη δεκαετία του 1980 προσπαθούσε να συμβιβάσει τις μεταφυσικές του ανησυχίες με την κομμουνιστική ιδεολογία. Η πρωτοτυπία της προσέγγισης του Γ. Σιακαντάρη αφορά τη σχέση του θρησκευτικού φαινομένου με τη νεωτερικότητα. Ο Γ. Σιακαντάρης γράφει χαρακτηριστικά: «από τη στιγμή που από τον 19ο αιώνα επιτεύχθηκε η νεωτερική μετάβαση από την προσωπική εξάρτηση από την εκκλησία και τη μοναρχία στην εμπράγματη εξάρτηση από το χρήμα (Μαρξ), ο αντικληρικαλισμός γίνεται ελιτίστικος αθεϊσμός, του οποίου ο κύριος εχθρός δεν είναι η Εκκλησία, αλλά οι λαϊκοί άνθρωποι». Αυτό που υποστηρίζει ο Σιακαντάρης είναι ότι η νεωτερικότητα μετασχημάτισε τη σχέση των πιστών με το θρησκευτικό φαινόμενο. Μας θυμίζει ότι όλες οι «θρησκείες εμπεριέχουν πολλά μηνύματα υπέρ της ισότητας… Είναι δε εξοργιστικό να παρουσιάζει κανείς την περιφρόνηση των πιστών ως δείγμα φιλελεύθερης σκέψης». Ειδικότερα τα τελευταία χρόνια κυριαρχεί η αντίληψη ότι το Ισλάμ είναι ταυτόσημο με την οπισθοδρόμηση και αναπαράγονται στερεότυπα που τροφοδοτούν την ακροδεξιά. Αντίθετα, ο αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος στη θρησκειολογική του μελέτη για το Ισλάμ καταλήγει στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Από όλες τις ζώσες θρησκείες το Ισλάμ βρίσκεται πλησιέστερα –τόσο γεωγραφικά όσο και πνευματικά– προς τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό… η ουσιαστικότερη αλληλοκατανόηση του πνευματικού πλούτου των δύο κόσμων αποτελεί αμοιβαίο χρέος –μεστό προσπάθειας» (Αναστασίου Γιαννουλάτου, Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Ισλάμ. Θρησκειολογική επισκόπηση, Το Βήμα, 2016, σ. 408). Ο σεβασμός στο θρησκευτικό αίσθημα των ανθρώπων δεν σημαίνει ότι θα γίνονται αποδεκτά τα κακώς κείμενα στους θρησκευτικούς μηχανισμούς. Ας θυμηθούμε ότι συγγραφείς που θεωρήθηκαν αντικληρικαλιστές, όπως ο Ανδρέας Λασκαράτος, ήταν θρησκευόμενοι που αγωνίστηκαν για την ηθική ανύψωση της θρησκείας. Ο αγώνας του αριστοκράτη-διαφωτιστή άφησε το αποτύπωμά του στον πληθυσμό του νησιού. Άλλωστε, την πολιτική κίνηση του Μαρίνου Αντύπα στο νησί την στήριξε ο φωτισμένος ιερέας Κονιδάρης, που γι’ αυτό τον λόγο δεν κατέλαβε ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα, αλλά και στον πρώτο κομμουνιστικό πυρήνα του νησιού συμμετείχε με τον δικό του τρόπο ο μοναχός στη μονή του Αγίου Γερασίμου Καγγελάρης. Κληρονόμος αυτής της παράδοσης του νησιού ήταν ο αείμνηστος υπουργός του ΠΑΣΟΚ Αντώνης Τρίτσης, που στη δεκαετία του 1980 ήρθε σε σύγκρουση με την εκκλησιαστική ιεραρχία, όταν επιχείρησε να επανατοποθετήσει τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας.
Η Εκκλησία της Ελλάδος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ταυτίστηκε με την κρατική εξουσία. Για την ταύτιση κράτους και εκκλησίας γράφει χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος του Σκωτσέζικου διαφωτισμού Πράις: «Λυπούμαι όταν συναντώ Χριστιανούς που είναι διατεθειμένοι να ζητήσουν τη συνδρομή της πολιτικής εξουσίας προκειμένου να υπερασπίσουν τη θρησκεία… η διαφθορά και η απαξίωσή της επήλθε τη στιγμή που την πήρε υπό την προστασία της….». (Ρίτσαρντ Πράις, Για την ελευθερία της συζήτησης, Εισαγωγή-μετάφραση Φιλήμων Παιονίδης, Athens Review of books, Σεπτέμβριος 2024). Στην ελληνική περίπτωση το κήρυγμα του ιερέα της Μακρονήσου διαμόρφωσε σε δεκάδες χιλιάδες αντιστασιακούς την απέχθεια προς την εκκλησία και τους εκπροσώπους της.
Τα τελευταία χρόνια η εκκλησιαστική ιεραρχία μετατοπίζεται διαρκώς σε συντηρητικές θέσεις. Η πρόσφατη αγιοποίηση του μοναχού Παπουλάκου που αντιτάχθηκε στο αυτοκέφαλο της ελληνικής εκκλησίας είναι ένδειξη των συντηρητικών προσανατολισμών της. Το πολιτικό προσωπικό της χώρας τα τελευταία χρόνια θεωρεί προτεραιότητά του την καλλιέργεια δημοσίων σχέσεων με την εκκλησιαστική ιεραρχία. Αυτό αποτυπώθηκε στη συζήτηση του νομοσχεδίου για τα ομόφυλα ζευγάρια στο οποίο το 1/3 της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ δεν σεβάστηκε τις σχετικές κομματικές αποφάσεις. Τα ταυτοτικά ζητήματα τα επόμενα χρόνια θα επανέλθουν με ιδιαίτερη δριμύτητα. Τα πολιτικά κόμματα παρακολουθούν με αμηχανία τις εξελίξεις, αφού τα στελέχη τους δεν διαθέτουν το μορφωτικό κεφάλαιο για να παρέμβουν σε τέτοια θέματα. Είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουν, ότι δεν προέκυψε τυχαία ο πολιτικός σχηματισμός «Νίκη». Τα επόμενα χρόνια, εάν τα κόμματα δεν επιχειρήσουν να διαδραματίσουν τον ρόλο τους ως συλλογικού διανοούμενου, θα είναι ευάλωτα απέναντι σε κάθε τυχάρπαστο που θα επικαλείται την πατρίδα και την θρησκεία.
Επανέρχομαι στο βιβλίο του Σιακαντάρη. Η εξέταση, για παράδειγμα, της σχέσης του Ισλάμ με τη νεωτερικότητα στον ασταθή κόσμο που μας περιβάλλει έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από τη συνηθισμένη πολιτική συζήτηση που εστιάζεται στην εσωκομματική κουζίνα.
Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ– www.frear.gr