Η μοναχική διαδρομή της Σιμόν Βέιλ. Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ

Το ακόλουθο άρθρο του Ιταλού δοκιμιογράφου και λογοτεχνικού κριτικού Αλφόνσο Μπεραρντινέλι δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Corriere della Sera.


Στην κουλτούρα του εικοστού αιώνα, ποτέ δεν έγινε δυνατό να βρεθεί μια θέση για τη Σιμόν Βέιλ. Ούτε μεταξύ των φιλοσόφων ούτε μεταξύ των συγγραφέων. Ούτε καν μεταξύ των πολιτικών στοχαστών και των θεολόγων. Δεν την ευνόησε το ότι ασχολήθηκε με υπερβολικά πολλά πράγματα: με τη μαρξιστική θεωρία και την αρχαιοελληνική κουλτούρα, με τη σύγχρονη επιστήμη και την ινδική σκέψη, με τον ναζισμό και τα μαθηματικά, με την κατάσταση του εργάτη και τη μυστικιστική εμπειρία. Γεννημένη στο Παρίσι το 1909, σε μια οικογένεια της εβραϊκής αστικής τάξης, η Σιμόν δέχθηκε μια εντελώς κοσμική εκπαίδευση. Ο μεγαλύτερος αδελφός της, ο Αντρέ, ήταν μια πρώιμη ιδιοφυΐα στα μαθηματικά. Η ευφυΐα του εντυπωσίασε τόσο βαθιά τη Σιμόν, ώστε την οδήγησε στην απελπισία. Στα δεκατρία της χρόνια, πείστηκε ότι, με δεδομένα τα ανεπαρκή διανοητικά της χαρίσματα, δεν θα υπήρχε γι’ αυτήν ελπίδα. Σκέφτηκε ακόμη και την αυτοκτονία. Αλλά από τα σκοτάδια αυτής της απελπισίας βγήκε με μια πεποίθηση που θα φωτίζει όλη την υπόλοιπη ζωή της.

Με ένα είδος πίστης στην τάξη του κόσμου, κατανόησε ότι η αλήθεια δεν μπορεί να είναι προσιτή μόνο στα ιδιοφυή μυαλά. Και ότι «κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, ακόμη και αν οι φυσικές της ικανότητες είναι σχεδόν μηδαμινές», είναι σε θέση να κατανοήσει όλα όσα έχουν σημασία, «αν μόνον επιθυμεί την αλήθεια και καταβάλλει συνεχώς μια προσπάθεια προσοχής για να την επιβεβαιώνει». Η άσκηση της προσοχής χωρίς άλλη επιθυμία εκτός από εκείνη της αλήθειας: αυτό ήταν το βασικότερο στοιχείο στη ζωή και στη σκέψη της Σιμόν Βέιλ. Η προσοχή που βλέπει «τα πράγματα όπως είναι», και όχι όπως θα θέλαμε να είναι, ήταν γι’ αυτήν η ορθολογική και κοσμική μορφή της προσευχής. Η προσοχή είναι η ικανότητα που διακρίνει αυτό που είναι πραγματικό από αυτό που δεν είναι, αλλά είναι μόνο μια φανταστική επινόηση του νου, που παράγεται από ένα «εγώ» ή από ένα «εμείς», τα οποία επιβάλλονται στον κόσμο για να τον χειραγωγήσουν και να κυριαρχήσουν σ’ αυτόν. Ετσι, προκειμένου να αποτραπεί κάθε είδος συλλογικής υποδούλωσης, η Σιμόν Βέιλ υπήρξε επαναστάτρια χωρίς κόμμα. Και στα τελευταία χρόνια της σύντομης ζωής της, αισθάνθηκε χριστιανή, αρνούμενη ωστόσο το βάπτισμα.

Στην «Επιστολή προς έναν ιερέα», έγραφε ότι η κλήση της ήταν να είναι «χριστιανή έξω από την Εκκλησία». Από μικρή, στα δέκα της χρόνια, σκανδάλιζε τους οικείους της δηλώνοντας μπολσεβίκα και αγανακτώντας για τους ταπεινωτικούς όρους που επέβαλε η Γαλλία στη Γερμανία με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Στα είκοσι χρόνια της, καθηγήτρια σε ένα επαρχιακό Λύκειο, στρατεύθηκε μαχητικά στον επαναστατικό συνδικαλισμό και άρχισε να συνεργάζεται με την περιοδική επιθεώρηση «Προλεταριακή Επανάσταση». Το 1934, κατόρθωσε να την προσλάβουν ως εργάτρια στο εργοστάσιο της Renault. Ανακάλυψε τότε τι σημαίνει το ότι η βιομηχανική παραγωγή είναι καταστροφή της ανθρωπιάς του εργάτη και της σχέσης ανάμεσα σε νου και σώμα. Μετά από δύο χρόνια, τον Αύγουστο του 1936, στη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πολέμου, εντάχθηκε στο τάγμα επικεφαλής του οποίου ήταν ο μυθικός αναρχικός ηγέτης Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι. Οι πεποιθήσεις της θα επιβεβαιωθούν από αυτή τη σύντομη εμπειρία: η βία και ο πόλεμος είναι μέσα που καταστρέφουν οποιονδήποτε θετικό σκοπό θέλουμε να πετύχουμε. Η πορεία της θα έμοιαζε -με εξαίρεση κάποια ίχνη αυτοβασανιστικής εκκεντρικότητας- με την τυπική διαδρομή πολλών νέων αριστερών διανοουμένων της δεκαετίας του 1930. Αυτό όμως δεν ισχύει παρά μόνο φαινομενικά.

Εξάλλου, η Σιμόν Βέιλ αρνείται κάθε προστασία που θα της προσφερόταν επειδή είναι γυναίκα. Η διαδρομή της όμως διαφέρει κυρίως επειδή, όταν στρατεύεται, η Σιμόν επινοεί και επεξεργάζεται η ίδια τους διανοητικούς, ηθικούς και πρακτικούς όρους της στράτευσής της. Δεν αρκείται στην εντατική μελέτη του Μαρξ. Αλλά υποβάλλει τις θεωρίες του σε μια φιλοσοφική και πολιτική κριτική, που παραμένει μέχρι σήμερα υποδειγματική, καθώς αποκαλύπτει τις «διαλεκτικές» αφέλειες, τον προοδευτικό οπτιμισμό, φτάνοντας ώς το σημείο να διακηρύξει τον απατηλό χαρακτήρα της επανάστασης. Θα γράψει σε ένα από τα τετράδιά της: «Ο σοσιαλισμός έγκειται στο να τοποθετούμε το καλό στους ηττημένους, ο ρατσισμός στο να το τοποθετούμε στους νικητές. Η επαναστατική πτέρυγα του σοσιαλισμού όμως χρησιμοποιεί εκείνους οι οποίοι, μολονότι γεννημένοι “χαμηλά”, είναι από χαρακτήρα νικητές. Και έτσι καταλήγει στην ίδια ηθική». Αυτές τις σημειώσεις η Σιμόν Βέιλ τις έγραψε το 1942. Την επόμενη χρονιά πέθανε, χωρίς να κατορθώσει να φτάσει ξανά στην κατεχόμενη από τους ναζιστές Γαλλία και να δώσει τη δική της συμβολή στην Αντίσταση.

Πλάι όμως σε αυτές τις πολιτικές σημειώσεις, στα τετράδιά της βρίσκουμε και άλλες: για τον Χριστό, για την Μπαγκαβάτ Γκίτα, για τον Πλάτωνα, για τα μαθηματικά, για τον Ιώβ, για την ελληνική μυθολογία, για τη φύση της ομορφιάς κ.ά. Αυτό που πάντοτε θαύμαζαν οι σνομπ διανοούμενοι στη Σιμόν Βέιλ είναι η ευφυής και ευρυμαθής οξύνοια του στοχασμού της. Η Βέιλ όμως δεν ήθελε να είναι ούτε ευφυής ούτε ευρυμαθής. Ο μόνος σκοπός της ήταν να κατανοήσει το ουσιώδες με όλα τα μέσα που διέθετε, για να μην πέσει στη σύγχυση και να μη γίνει συνένοχη της βίας και του ψεύδους. Μια χριστιανή επαναστάτρια; Ακόμη και μια παρόμοια ετικέτα, όπως και πολλές άλλες, είναι ακατάλληλη. Ο Καρτέσιος, ο Καντ, η αρχαιοελληνική και η ινδική σκέψη μετρούν για τη Σιμόν Βέιλ εξίσου με τον μαρξισμό και τον χριστιανισμό. Μία από τις πιο διαδεδομένες παρερμηνείες σχετικά με τη Σιμόν Βέιλ είναι η ιδέα σύμφωνα με την οποία αυτή πέρασε από την πολιτική στη θρησκεία, από τον αριστερό ακτιβισμό στη μυστικιστική ενατένιση. Πρόκειται για μια παρερμηνεία που βόλευε τόσο την Αριστερά όσο και τη Δεξιά, για αντιτιθέμενους και συμπληρωματικούς λόγους. Η Αριστερά πράγματι δεν κατόρθωσε ποτέ να αποδεχθεί τη σκέψη της Βέιλ ως πολιτική σκέψη.

Δεν μπορούσε να αποδεχθεί την κριτική της στην πολιτική, στην εξουσία και στο εξαιρετικό κύρος που αυτές απολάμβαναν στην ιστορία της Δύσης. Η Δεξιά, με τη σειρά της, θέλησε να την εμφανίσει σαν μια αποστάτισσα της Αριστεράς, που τελικά εγκατέλειψε την υπεροψία της ελεύθερης σκέψης και επανεκτίμησε τις θρησκευτικές παραδόσεις. Θα αρκούσαν τα τελευταία γραπτά της από το Λονδίνο και το δοκίμιο «Ανάγκη για ρίζες», που συνέγραψε λίγο πριν από τον θάνατό της, για να καταστήσουν τη Βέιλ κλασική της σκέψης του εικοστού αιώνα. Σε αυτές τις σελίδες μάς λέει μεταξύ άλλων ότι ο Χίτλερ δεν θα ηττηθεί ποτέ αληθινά ούτε θα ξεπεραστεί, όσο θα συνεχίζουμε να έχουμε την ίδια με αυτόν ιδέα περί «ιστορικού μεγαλείου»· ενός μεγαλείου που μπορεί να επιτευχθεί με τον πόλεμο και την καθυπόταξη άλλων λαών, που από την αρχαία Ρώμη ώς τον Λουδοβίκο ΙΔ’ και τον Ναπολέοντα έχει υπνωτίσει την Ευρώπη.

Δημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”