Η μάχη ενάντια στον λαικισμό είναι διαρκής. Του ΚΩΣΤΑ ΠΑΝΔΗ

Η κατάρρευση της αγοράς εργασίας, η εκτίναξη της ανεργίας, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και η ραγδαία επιδείνωση όλων των οικονομικών δεικτών που έλαβε χώρα στα πρώτα χρόνια της προηγούμενης δεκαετίας, σηματοδότησαν την έναρξη μιας μαζικής εκλογικής αποστοίχισης από το παραδοσιακό μεταπολιτευτικό δίπολο ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και την δημιουργία μιας δεξαμενής ανένταχτων πλέον πολιτών που απέρριπταν τις προηγούμενες κομματικές και πολιτικές τους αναφορές.

Όμως, δυστυχώς, σε καιρούς έντονων κοινωνικών ζυμώσεων και βίαιων πολιτικών αλλαγών ο λαϊκισμός είναι πάντα εκεί για να διεκδικήσει το κομμάτι που του αναλογεί. Όπως πολύ εύστοχα υποστηρίζει ο Ξενοφών Κοντιάδης στο βιβλίο του Η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα, ο λαϊκισμός ως φαινόμενο δεν είναι προϊόν της οικονομικής κρίσης αλλά τρέφεται και απογειώνεται απ’ αυτήν. Με  δήθεν άμεσες και αβασάνιστες λύσεις, σε δήθεν απλά προβλήματα, επιδιώκουν διαχρονικά τα λαϊκιστικά κόμματα σε όλη την Ευρώπη να διευρύνουν  το κοινό τους απομακρύνοντας  το απο κάθε είδους κριτική σκέψη. Οι λαϊκιστές, αριστεροί και δεξιοί, λειτουργούν ως υπόγεια ρεύματα  που συνδέονται μεταξύ τους . Μην ξεχνάμε την αρχική ταλάντευση  του Μελανσόν στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία   στο αντί-Λεπέν μέτωπο στο δεύτερο γύρο , υπαναχωρώντας αργότερα μετά την κατακραυγή της γαλλικής αριστεράς, αλλά και την περίπτωση κυβερνητικής συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ στην χώρα μας. Σε όλη την Ευρώπη στη περίοδο της κρίσης  αναπτύχθηκαν  αντίστοιχα  λαϊκίστικα κόμματα ( ακροδεξιά ,δεξιά ,αριστερά) που αλλού έχασαν την δύναμη τους με το τέλος της κρίσης και αλλού δυστυχώς διογκώθηκαν και κατέχουν ακόμα την εξουσία (Όρμπαν).

Η αντίθεση του λαϊκισμού στις «ελίτ» με όρους αρένας, η ψευδό-αντισυστημικότητά του και ο διχαστικός του λόγος  ενεργοποιεί πάντα τα πιο ευτελή ένστικτα του ακροατηρίου του, όπως η εκδικητικότητα και η μνησικακία. Και από αυτά τα ένστικτά είχαμε αρκετές δόσεις στις πλατείες των «αγανακτισμένων». Ο λαϊκιστικός λόγος κυριάρχησε στον πολιτικό στίβο με ευθύνη όλων των τότε αντιπολιτευόμενων κομμάτων, με προεξάρχοντα έναν άνευ όρων καταλογισμό ευθυνών στην  κυβέρνηση Παπανδρέου  (Ζάπεια, προδότες , γερμανοτσολιάδες, κ,α) αλλά και με αρκετές ευθείες βολές κατά των θεσμών (κοινοβούλιο, δικαιοσύνη, κ.α.). Ο διχασμός στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας έφτασε σε τέτοιο βάθος ώστε να χειροκροτείται κάθε μορφή βίαιου «ακτιβισμού» κατά πολιτικών προσώπων και όχι μόνο. Σε αυτό το οδυνηρό κλίμα, η αδυναμία συνεννόησης των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου στην αντιμετώπιση μιας καταρχάς οικονομικής κρίσης την διετία ’10 –’12 προκάλεσε έναν άνευ προηγουμένου πολιτικό σεισμό. Στις εκλογές του ’12 η δημοκρατική παράταξη καταγράφει ιστορικό χαμηλό και το λαϊκίστικο κύμα αφενός διογκώνει τους «κατασκηνωτές» της πλατείας Συντάγματος  (ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ) και, αφετέρου, ευθύνεται δημιουργώντας ζωτικό χώρο για την θεαματική άνοδο  της ναζιστικής Χρυσής Αυγής που καταγράφει ποσοστό 6,97% από 0,29% που είχε πάρει στις εκλογές του ΄09.

Σήμερα, μπορεί η χώρα να έχει βγει (έστω τραυματισμένη) από τα μνημόνια, μπορεί η δημοκρατία να έκανε επιτέλους αυτό που έπρεπε για να προστατέψει τον εαυτό της από Χρυσή Αυγή χαρακτηρίζοντάς την εγκληματική οργάνωση και στέλνοντας τα στελέχη της φυλακή, αλλά δυστυχώς ο λαϊκισμός της προηγούμενης δεκαετίας και ορισμένες συνέπειες του παραμένουν σε πρώτο πλάνο. Πρώτη συνέπεια, το γεγονός ότι η συνομωσιολογία, ο διχαστικός λόγος, οι επιθέσεις εναντίον των θεσμών και ο αντιπαραγωγικός διεκδικητικός μαξιμαλισμός συνεχίζουν να αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της τακτικής τόσο της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο και κάποιων μικρότερων κοινοβουλευτικών δυνάμεων. Δεύτερη συνέπεια, ως αποτέλεσμα της τραυματικής λαϊκιστικής εμπειρίας της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, έχουν δυστυχώς διαμορφωθεί οι όροι μια απόλυτης κυριαρχίας της ΝΔ στο πολιτικό σκηνικό με αποτέλεσμα ένας φοβικός, συντηρητικός και δίχως συγκροτημένο σχέδιο κ. Μητσοτάκης να εμφανίζεται περίπου ως μεσσίας της κανονικότητας. Είναι γεγονός ότι η πολιτική και ιδεολογική επέλαση της συντηρητικής δεξιάς στην ελληνική κοινωνία τον τελευταίο χρόνο αλλά και η (προσωρινή) απονεύρωση του προοδευτικού κόσμου μπροστά στις αλλαγές που συντελούνται,  αποτελούν έργο ΣΥΡΙΖΑ. Ο τρόπος που πολιτεύτηκε το επιτελείο της Κουμουνδούρου την περίοδο 2015-2019, σε αγαστή συνεργασία με τους εθνικολαϊκιστές των ΑΝΕΛ, αναγέννησε τις δυνάμεις της συντήρησης δυσφημώντας παράλληλα τις έννοιες της «προοδευτικής διακυβέρνησης» και του «ηθικού πλεονεκτήματος».

Ο αγώνας ενάντια στον λαϊκισμό είναι αγώνας για υπερίσχυση των ρεαλιστικών  πολιτικών απέναντι στη σύγχυση. Το Κίνημα Αλλαγής, ο κύριος εκφραστής της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα, εκτός από την κρυστάλλινη, αταλάντευτη υποστήριξη του σε μια ανεκτική και πλουραλιστική  αντιπροσωπευτική δημοκρατία  θα πρέπει να ξαναβρεί τη λαικότητα που υπάρχει στις ρίζες της αριστερής παράδοσης του. Με όπλο τον ορθολογισμό και τις στοχευμένες  πολιτικές προτάσεις για μείωση των ανισοτήτων και του κοινωνικού αποκλεισμού. Με σχέδιο για την δημιουργία ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους που θα αποτελεί δίχτυ προστασίας για αυτούς που το έχουν ανάγκη. Με ευπρεπή πολιτικό διάλογο και συναινέσεις όπου χρειάζεται για τη χώρα. Η πολιτική ξανά στο προσκήνιο. Η πολιτική απέναντι σε κάθε λαϊκισμό.

Δημοσίευση από “thecaller.gr”