Η κουλτούρα των συναινέσεων. Του Δημήτρη Οικονομίδη
Την δεκαετία του 2010, την δεκαετία της βαθιάς κρίσης, μια από τις πιο συχνές αναφορές στην τότε πολιτική επικαιρότητα, ήταν η συγκριτική αξιολόγηση μεταξύ της χώρας μας και αυτών της Πορτογαλίας και Ιρλανδίας. Οι τρεις αυτές χώρες παρά τις κάποιες δομικές διαφορές στα αίτια, είχαν κοινή αφετηρία την κρίση. Εντελώς όμως διαφορετικές επιλογές αντιμετώπιση της, με αποτέλεσμα τη μακροχρόνια χαμηλότερη οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας. Το σημαντικότερο ίσως πρόβλημα για αυτήν την εξέλιξη στην Ελλάδα, εντοπίζονταν στην έλλειψη βασικών συναινέσεων στα μεγάλα θέματα, σε συνδυασμό με τον λαϊκισμό, την πόλωση, τον διχασμό και τη δημαγωγία που επικράτησαν την κρίσιμη περίοδο. Ήταν ακριβώς η έλλειψη μιας κουλτούρας πολιτικής συναίνεσης και στήριξης των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, για την αποκατάσταση της οικονομικής σταθερότητας και της δημοσιονομικής βιωσιμότητας.
Σε ένα διεθνές αυξανόμενα ανταγωνιστικό περιβάλλον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, μόνο μέσα από την δημιουργία ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών συναινέσεων μπορεί να επιτευχθεί. Η παγκοσμιοποίηση με τις αβεβαιότητες της, οι συχνότερες κρίσεις, τα πολυδιάστατα προβλήματα, η πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών και η αύξηση της επιρροής των κοινωνικών δικτύων, καθιστούν πολλές από τις παραδοσιακές πολιτικές, ανεπαρκείς να τις ερμηνεύσουν. Οι διακρίσεις Αριστεράς– Δεξιάς φαίνεται να υποχωρούν στην ιεραρχία και να αναβαθμίζονται αυτές μεταξύ Φιλελεύθερων και Λαϊκίστικων, δημαγωγικών, ακραίων πολιτικών. Μετά την Ευρώπη ως συνήθως με χρονοκαθυστέρηση, αυτές οι ανακατατάξεις εμφανίζονται και στην Ελλάδα, με την σταδιακή κατάρρευση του δικομματικού συστήματος, το πέρασμα στο ανορθόδοξο σύστημα του «ενός κυρίαρχου κόμματος» και την άνοδο νέων μικρών και μεγαλύτερων πολιτικών σχηματισμών. Την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός σοβαρού δεύτερου πόλου στα αριστερά του αντίστοιχου κυβερνητικού, για την ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας και την ισορροπία του πολιτικού συστήματος, μπορεί να αντικαταστήσει η μεγαλύτερη ανάγκη δημιουργίας ενός ευρύτερου πόλου που θα αντιμετωπίσει την αντισυστημική απειλή.
Αφορμή γι’ αυτό το σημείωμα έδωσαν, αφ’ ενός οι στρατηγικές που έχει επιλέξει το σύνολο σχεδόν των κομματικών σχηματισμών και αφ’ ετέρου οι τοποθετήσεις διεκδικητών της προεδρίας του ΠΑΣΟΚ. Συνθηματολογικές αναφορές του τύπου «δεν θα διαχειριστούμε το σύστημα, θα ανατρέψουμε το σύστημα» – «θα αλλάξουμε το σύστημα διακυβέρνησης» – «ανατροπή και ρήξη» συντηρούν ένα περιβάλλον εχθροπάθειας που εμποδίζει την επικοινωνία και συνεννόηση όμορων πολιτικών δυνάμεων. Ιδιαίτερα αποτρεπτική, η κατάπτυστη για κοινοβουλευτική δημοκρατία έκφραση «δεκανίκι». Μια έκφραση «πολιτικού στιγματισμού» που προσπαθεί να μοχλεύσει και να αναβιώσει διχαστικές μνήμες τύπου «ουρά της δεξιάς», «βρώμικο ‘89», «πράκτορες συμφερόντων» παλιών δεκαετιών, μέσα από την μανιχαϊστική λογική του «εμείς οι καλοί και οι άλλοι οι κακοί».
Τέτοιες επιλογές στέρησαν το πολιτικό σύστημα από την ευελιξία των αντίστοιχων της Ευρώπης και το κράτησαν δέσμιο σε αδιέξοδα διπολικά – διχοτομικά συστήματα. Η κουλτούρα των κυβερνήσεων συνεργασίας, πρόσφατα ’12 – ’13 (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ) από τις συγκυρίες της κρίσης και των τότε κυρίαρχων πολιτικών, υπονομεύτηκε και στις συνειδήσεις των πολιτών. Μετά τις τελευταίες εκλογές και τη διαμόρφωση του δημοσκοπικού τοπίου, οι μονοκομματικές κυβερνήσεις πιθανά να μην είναι πια αυτονόητες. Στις επόμενες εκλογές, όποτε προκηρυχθούν, οι πολιτικές δυνάμεις μπορεί να κληθούν να επιλέξουν ανάμεσα στα δυο μοντέλα κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αυτό της ανταγωνιστικής / πλειοψηφικής που μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε αδιέξοδη πορεία ή αυτό της συναινετικής / συμβιωτικής.
Η δεύτερη, ενίοτε λυτρωτική επιλογή, δεν είναι μια επιλογή που προκύπτει με παρθενογένεση. Είναι αποτέλεσμα μιας συνεχούς επιθυμίας και προσπάθειας του πολιτικού κόσμου να συνομιλήσει, να συνδιαλλαγεί, για να βρεθούν κοινές συνισταμένες με κατεύθυνση την επίλυση των μεγάλων προβλημάτων της χώρας. Οφείλει όμως να είναι θέμα και της ίδιας της κοινωνίας και όχι μόνο της πολιτικής κοινότητας. Μια χώρα για να μην παραμένει εσαεί «παραδόξως» νεωτερική, πρέπει και η κοινωνία της να συμφιλιωθεί με την νεωτερικότητα. Να συζητήσει, να διαπραγματευτεί, να αντιπαρατεθεί μέσα από επιχειρήματα, να αποδεχτεί και διαδραστικά να δημιουργήσει συνθήκες ήπιου πολιτικού κλίματος. Το θέμα των διαρθρωτικών αλλαγών και των συναινέσεων δεν μπορεί να αποτελεί ταμπού για την κοινωνία, πολύ περισσότερο για τις πολιτικές δυνάμεις.
ΥΓ. Με τη συγκυρία των εσωτερικών εκλογών του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ υπήρξε διαχρονικά πυλώνας της ισορροπίας του πολιτικού συστήματος, της διεύρυνσης της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Με τα λάθη και τις οπισθοδρομήσεις παρελθόντος και παρόντος, εξακολουθεί να είναι εγγυητής της ομαλής λειτουργίας της χώρας. Το υπερασπίστηκε και το πλήρωσε. ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΔΕΚΑΝΙΚΙ κανενός. Οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ Ηλείας