Η δικαιωματική Αριστερά και το τοτέμ Σώτη Τριανταφύλλου. Του Τάκη Μπατζελή

Πρόσφατα, τρικυμία στον μικρόκοσμο της «δικαιωματικής» Αριστεράς δημιουργήθηκε όταν στην ανακοίνωση των ατόμων που υποστηρίζουν την υποψηφιότητα του Χάρη Δούκα για τον Δήμο Αθηναίων, συμπεριλαμβανόταν και εκείνο της Σώτης Τριανταφύλλου, της οποίας οι απόψεις για την πολυπολιτισμική κοινωνία, τη μετανάστευση και τον λεγόμενο νεο-φεμινισμό αποτελούν την απόλυτη απειλή στα ιερά και όσια αυτής της Αριστεράς. Σε πρώτη ανάγνωση, προκαλεί απορία το γεγονός ότι κουλτουραλίστικα θέματα, τα οποία δεν στερούνται σημασίας, αποτελούν το Ιερό Δισκοπότηρο μιας ιστορικής Αριστεράς της οποίας κανονικά η κύρια μέριμνά της θα έπρεπε να είναι η μελέτη των νόμων κίνησης του καπιταλισμού, οι μετασχηματισμοί του και η ταξική πάλη με απώτερο στόχο την ανατροπή του και πάντως τη δραστική βελτίωση της διαβίωσης των εργαζομένων.

Ίσως ακουστεί περίεργο, όμως το πρόβλημα έχει ξεκινήσει προπολεμικά αλλά με ιδιαίτερη ένταση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η θυελλώδης ανάπτυξη των αγώνων των εργαζομένων λίγο πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη οδήγησε στην ανάπτυξη ισχυρών εργατικών κομμάτων και σε μια γενιά μαρξιστών διανοουμένων μεγάλου βεληνεκούς οι οποίοι με τις αναλύσεις τους για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και την πολιτική θεωρία της πάλη των τάξεων βοήθησαν αποφασιστικά τα εργατικά κόμματα σε σημαντικές νίκες με αποκορύφωμα την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917). Η καταγωγή όλων αυτών των επαναστατών διανοουμένων ήταν ανατολικά του Βερολίνου (Κάουτσκι-Βοημία, Πλεχάνοφ-Ρωσία, Λούξεμπουργκ-Πολωνία, Χίλφερτινγκ-Βιέννη, Τρότσκι-Ουκρανία, Μπάουερ-Βιέννη, Λένιν-Ρωσία κ.ά.). Κύριο χαρακτηριστικό των εργασιών τους, η στενή ενότητα θεωρίας και πράξης.

Τα επαναστατικά κινήματα που ξέσπασαν στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ηττήθηκαν (Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία, Ουγγαρία). Την ίδια στιγμή στην ΕΣΣΔ, ενώ ο Στάλιν εκβιομηχάνιζε με αιματηρό τρόπο την οικονομία της, κατέπνιγε κάθε δημιουργική διεργασία με ένα αστυνομικό καθεστώς απίστευτης αγριότητας. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο καπιταλισμός παρουσίασε μεγάλο δυναμισμό, σταθεροποιήθηκαν η οικονομία και η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Έτσι σταθεροποίησε την ιδεολογική του ηγεμονία και αύξησε τις δυνατότητες ενσωμάτωσης λαϊκών τάξεων.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο δομήθηκε και μεταλλάχθηκε ο λεγόμενος δυτικός μαρξισμός. Κύριο χαρακτηριστικό του, η δομική απόσχισή του από την πολιτική πρακτική. Η οργανική ενότητα θεωρίας και πράξης διασπάται. Η σταλινική αποστέωση των ευρωπαϊκών Κ.Κ. έκανε αδύνατη κάθε σοβαρή θεωρητική εργασία στην πολιτική. Όσοι σημαντικοί διανοούμενοι ήταν μέλη των Κ.Κ. ήταν αποκλεισμένοι από τον κλειστό κύκλο λήψης των αποφάσεων, οι υπόλοιποι ήταν στα γραφεία τους αποκομμένοι από την κοινωνική πραγματικότητα. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι ο δυτικός μαρξισμός είναι προϊόν ήττας (Perry Anderson, Ο Δυτικός Μαρξισμός, εκδ. Ράππα 1978). Αυτό τον οδήγησε στην προοδευτική εγκατάλειψη της μελέτης των οικονομικών και πολιτικών δομών ως κύριας ενασχόλησής του και στη μετατόπισή του στη φιλοσοφία. Είναι συντριπτική η κυριαρχία επαγγελματιών φιλοσόφων. Όλοι πανεπιστημιακοί. Πιο συγκεκριμένα κέντρο του ενδιαφέροντός τους, η τέχνη και η αισθητική. Ευρύτερα η κουλτούρα. Τα γραπτά των Λούκατς, Αντόρνο, Μαρκούζε, Ντελα Βόλπε, Σαρτρ, Λεφέβρ, Γκολντμάν, χαρακτηριστικά. Για να ολοκληρώσουν τη σχάση θεωρίας και πράξης ανέπτυξαν έναν «θεωρητικισμό». «Η θεωρία είναι μια μορφή πρακτικής», διακήρυξε ο Αντόρνο. Ακόμα χειρότερα, όλα τους τα γραπτά, διατυπωμένα σε μια δυσνόητη σκοτεινή γλώσσα, αδύνατον να κατανοηθούν από τον απλό κόσμο. Εμφανής ο πεσιμισμός τους για τη δυνατότητα κοινωνικής αλλαγής.

Ο κατήφορος όμως δεν σταμάτησε εκεί. Η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στη δεκαετία του ’90 και η θριαμβευτική επέλαση του νεοφιλελευθερισμού οδήγησαν τη δυτική Αριστερά όχι μόνο να ακολουθήσει τη λεγόμενη «πολιτισμική στροφή», έναν δηλαδή πολιτισμικό φιλελευθερισμό, αλλά να τον υιοθετήσει και να αυτοαναγορευτεί ως φύλακας άγγελός του. Μετατοπίστηκε ακόμη περισσότερο από την ενεργό υποστήριξη εκμεταλλευόμενων κοινωνικών τάξεων στην προνομιακή υποστήριξη εθνοτικών, θρησκευτικών, σεξουαλικών μειονοτήτων, μεταναστών κ.λπ. Κεντρικοί άξονες αυτού του πολιτισμικού υπερ-φιλελευθερισμού είναι οι λεγόμενες έμφυλες ταυτότητες, η πολυπολιτισμική κοινωνία και οι μετανάστες. Κατά την άποψη του ταυτοτισμού, το δίπολο άνδρας-γυναίκα είναι μια πολιτισμική κατασκευή. Πραγματικότητα είναι η θέληση του ατόμου. Τα φύλα είναι μια ασαφής μεταταυτότητα. Ένα διαρκές γίγνεσθαι!  Ο πολυπολιτισμός εκλαμβάνεται ως μια πανσπερμία εθνοτικών και θρησκευτικών οντοτήτων, παράλληλων κοινωνιών εντός των κοινωνιών, χωρίς τα «σιωπηρώς συμφωνηθέντα» (Σεφέρης), χωρίς δηλαδή την αποδοχή των αξονικών αξιών της θεσμισμένης κοινωνίας όπου όμως, ω του θαύματος, θα ζουν όλοι τρισευτυχισμένοι. Τη μετανάστευση τη θέλουν ουσιαστικά ελεύθερη χωρίς ουσιαστικούς περιορισμούς. Δεν κατανοούν ότι και μόνο η ύπαρξη συνόρων δημιουργεί εθνική συνείδηση και θέληση υπεράσπισής τους. Ότι η είσοδος του «ξένου» εκλαμβάνεται ως εν δυνάμει απειλή του τρόπου ζωής των αυτοχθόνων και ότι αυτές οι χθόνιες φοβίες είναι στη φύση του ανθρώπου. Γι’ αυτόν τον λόγο όλα αυτά τα ζητήματα απαιτούν λεπτούς χειρισμούς και όχι χαζοχαρούμενες επιπολαιότητες, αν δεν θέλουμε να γεμίσει η Ευρώπη με χιτλερίσκους. Εν απουσία μεγάλων διακυβευμάτων με αυτά ασχολείται η κατοικίδια Αριστερά και απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη ζώσα κοινωνική πραγματικότητα. Δεν ασχολείται έστω με την «Αισθητική» (Λούκατς), την «Αισθητική Θεωρία» (Αντόρνο), τον «Κρυμμένο Θεό» (Γκολντμάν), την «Κριτική του Γούστου» (Ντελα Βόλπε) αλλά με τη Σώτη Τριανταφύλλου. Ο καθείς εφ’ ω ετάχθη.

Αναδημοσίευση από efsyn.gr