Η αθόρυβη επάνοδος της πολιτικής. Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Μέσα από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τσουκαλά «Το πολιτικό στη σκιά της πανδημίας» (εκδόσεις Καστανιώτη 2021) θα μπορέσουμε να επανεξετάσουμε τις θεμελιώδεις νοηματικές κατηγορίες με βάση τις οποίες προσλαμβάνουμε και ερμηνεύουμε την κοινωνική πραγματικότητα και τον κόσμο ● Θα μπορέσουμε να φωτίσουμε τις βαθύτερες αιτίες της κρίσης που μαστίζει σήμερα την οικουμένη, να ξανασκεφτούμε τον τύπο κοινωνίας στον οποίο ζούμε και να αναζητήσουμε τις προϋποθέσεις για μια ριζική αλλαγή πορείας.
Δραματικές κρίσεις, όπως η τωρινή φονική πανδημία, κλονίζουν συθέμελα τις βεβαιότητές μας και προκαλούν επώδυνες συνειδησιακές ανατροπές. Η πανδημία θα μπορούσε επομένως να αποτελέσει μια αφορμή για να επανεξετάσουμε τις θεμελιώδεις νοηματικές κατηγορίες με βάση τις οποίες προσλαμβάνουμε και ερμηνεύουμε την κοινωνική πραγματικότητα και τον κόσμο. Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς με το βιβλίο του «Το πολιτικό στη σκιά της πανδημίας» (εκδόσεις Καστανιώτη 2021) μας προμηθεύει έναν πολύτιμο οδικό χάρτη, για να προσανατολιστούμε σε αυτή την αναγκαία κριτική και αυτοκριτική αναθεώρηση.
Η πανδημία κατέδειξε ότι ο κόσμος βαδίζει σε λάθος δρόμο. Καλούμαστε όλοι να στοχαστούμε γι’ αυτό που έγινε, να φωτίσουμε τις βαθύτερες αιτίες της κρίσης που μαστίζει σήμερα την οικουμένη, να ξανασκεφτούμε τον τύπο κοινωνίας στον οποίο ζούμε και να αναζητήσουμε τις προϋποθέσεις για μια ριζική αλλαγή πορείας. Η επιδίωξη της επιστροφής στην προηγούμενη «κανονικότητα» καλλιεργεί την απατηλή ελπίδα ότι, μετά το τέλος της πανδημίας, όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν. Παραγνωρίζεται έτσι το γεγονός ότι από αυτή την «κανονικότητα» προέκυψε η τωρινή πολυδιάστατη κρίση.
Δεν ζούσαμε άλλωστε στον «καλύτερο δυνατό κόσμο» του Λάιμπνιτς. Ζούσαμε και ζούμε, αντίθετα, σε έναν κόσμο στον οποίο απουσιάζει η κοινωνική δικαιοσύνη, ενώ η οικολογική και κλιματική κρίση γίνεται όλο και πιο δραματική. Ο Τσουκαλάς υπογραμμίζει ότι η πανδημία υπονόμευσε τη διάχυτη «τεχνο-αισιοδοξία», που ταυτίζει τη σφαιρική ανθρώπινη ανάπτυξη με την ποσοτική οικονομική μεγέθυνση. Αποδυνάμωσε έτσι την αλαζονική συστημική αυτοπεποίθηση, που βασίζεται στην ιδέα ότι η ελεύθερη αγορά εξασφαλίζει σχεδόν αυτόματα μια αέναη «αναπτυξιακή πρόοδο». Στο όνομα της «ανάπτυξης» όλα τα κοινωνικά υποκείμενα όφειλαν να πειθαρχούν και να υποτάσσονται αδιαμαρτύρητα στους «ορθολογικούς» κανόνες της αγοραίας οικονομίας.
Σε κοινωνίες που μπορούν πλέον να προοδεύουν από μόνες τους, χάρη στους αυτοματισμούς της αγοράς, η πολιτική εμφανιζόταν ως περιττή. Στα τελευταία τριάντα χρόνια κυριαρχούσε πράγματι η ιδέα ότι το κράτος ήταν ένα «αναγκαίο κακό» που έπρεπε να περιοριστεί. Επρεπε επιπλέον να εμποδιστεί κάθε απόπειρα παρέμβασής του στο πεδίο της οικονομίας. Με την έκρηξη της πανδημίας όλοι άρχισαν να ζητούν τα πάντα από το κράτος: να στηρίξει τις επιχειρήσεις που βρίσκονται σε κρίση, να σώσει τις θέσεις απασχόλησης των εργαζομένων, να βοηθήσει όλους όσοι αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, να αναχαιτίσει τη διάδοση του ιού, να σχεδιάσει τη μελλοντική οικονομική ανασυγκρότηση κ.ο.κ.
Η πανδημία κατέδειξε ότι χωρίς δημόσια παρέμβαση και δράση δεν μπορεί να επιτευχθεί η προστασία της δημόσιας υγείας και των ασθενέστερων τομέων της κοινωνίας ούτε και η ανόρθωση της οικονομίας. Φανέρωσε ταυτόχρονα πόσο εσφαλμένο και επικίνδυνο είναι να εμπιστευόμαστε τη λογική της αγοράς σε τομείς κομβικής σημασίας για την ευημερία ή και για την ίδια την επιβίωση των πολιτών.
Μετά την πανδημία συντελέστηκε επομένως «η αθόρυβη επάνοδος της πολιτικής». Πρόκειται για μια θεαματική μεταβολή. «Κάτω από την ασφυκτική πίεση των πρωτοφανώς αντίξοων περιστάσεων -σημειώνει ο Τσουκαλάς- η πολιτική εξουσία που εκπροσωπεί το κράτος μοιάζει σήμερα να έχει ανακτήσει μια σειρά από αρμοδιότητες από τις οποίες φαινόταν να έχει οριστικά παραιτηθεί».
Τα όρια του πολιτικού μεταβάλλονται και επανακαθορίζονται, αλλά και στις νέες μεταπανδημικές συνθήκες διατηρείται η «αμήχανη ώσμωση του δημόσιου και του ιδιωτικού». Αυτή η ώσμωση και η συνακόλουθη αλληλοεπικάλυψη των σφαιρών καθιστούν δυσδιάκριτη τη νοηματική και θεσμική διαφοροποίηση ανάμεσα στις στρατηγικές του κράτους από τη μια μεριά και στις επιδιώξεις του κεφαλαίου από την άλλη.
Βλέπουμε έτσι πολλές δημόσιες εξουσίες να δρουν υιοθετώντας επιχειρηματικά και ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, ενώ από την άλλη το ιδιωτικό κεφάλαιο διατηρεί μια πλήρη και ανεξέλεγκτη ελευθερία κινήσεων και μπορεί να συσσωρεύεται ή να κερδοσκοπεί χωρίς να υπόκειται σε κανένα κανονιστικό περιορισμό. Επιπλέον η ιδιωτική σφαίρα διαπλέκεται στενά με τη δημόσια και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα επηρεάζουν καθοριστικά τις πολιτικές στρατηγικές. Προϊόν αυτής της ώσμωσης, η πολιτική διαφθορά γιγαντώνεται και διαβρώνει τα ηθικά και αξιακά θεμέλια της δημοκρατίας.
Ο «δημοκρατικός φιλελευθερισμός» επαγγελλόταν από την αρχή την εναρμόνιση και τη συμφιλίωση της ελευθερίας του ατόμου με τη συλλογική αυτονομία της δημοκρατικής πολιτείας. Η διάβρωση όμως τόσο των πολιτικών όσο και των επιχειρηματικών ηθών διαψεύδει και ακυρώνει αυτή την επαγγελία.
Τη θέση του έντιμα συναλλασσόμενου ιδιώτη την έχει από καιρό καταλάβει ένας κερδοσκοπικά αδίστακτος homo economicus, ενώ από την άλλη ένας εξουσιαστικά ανενδοίαστος homo politicus σπρώχνει στο περιθώριο του δημόσιου βίου τον ανιδιοτελή, αλληλέγγυο και ενάρετο πολίτη. Σε μια εποχή κατά την οποία η επίλυση όλων των προβλημάτων έμοιαζε να έχει ανατεθεί στους αυτοματοποιημένους κανόνες του αγοραίου ορθολογισμού, η αναπάντεχη έκρηξη της πανδημίας υποχρέωσε τις πολιτικές εξουσίες να αναλάβουν δράση, προκειμένου να εγγυηθούν την αποκατάσταση της απειλούμενης κοινωνικής συνοχής.
Τα πρωτόγνωρα προβλήματα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν (η προστασία της ζωής, της υγείας και της ευζωίας των πολιτών) έχουν μια ιδιαίτερη συμβολική αξία και δεν είναι θεμιτό και ηθικά επιτρεπτό να εκφράζονται με ψυχρά ποσοτικά και «τεχνικά» κριτήρια. Το πολιτικό διευρύνει τα όριά του και στο επίκεντρο των μελημάτων του τίθενται ζητήματα που εκφράζονται με ποιοτικούς, αξιακούς και ιδεολογικούς όρους. Διαφαίνεται επομένως μια δυνατότητα να ανοίξει ξανά η επίμαχη συζήτηση (την οποία είχε εγκαινιάσει ο Διαφωτισμός) για το αξιακό περιεχόμενο της ιδέας της «προόδου», για το ευ ζην και για το ευρύτερο ζήτημα του «δέοντος γενέσθαι».
Από την άλλη μεριά ωστόσο η πανδημία ενισχύει και αντίρροπες τάσεις, τις οποίες επισημαίνει και αναλύει ο Τσουκαλάς. Υπονομεύεται πρώτα απ’ όλα η δυνατότητα της ενεργού συμμετοχής των ανθρώπων σε ανοιχτές και ζωντανές συλλογικότητες. Η αναγκαιότητα τήρησης αποστάσεων και αποφυγής των κάθε λογής συνωστισμών ενισχύει τον κυρίαρχο ατομοκεντρισμό, την ιδέα δηλαδή ότι η κοινωνία απαρτίζεται από άτομα που επιδιώκουν αποκλειστικά τη δική τους ωφέλεια.
Καθώς ενεδρεύει παντού η απειλή της αρρώστιας και του θανάτου, οι περισσότεροι άνθρωποι υιοθετούν αμυντικές συμπεριφορές ή παθητικές στάσεις και δεν νιώθουν την ανάγκη να επινοήσουν νέες μορφές στρατευμένης συλλογικής κοινωνικότητας, προκειμένου να «αντισταθούν» στην κοινή τραγική τους μοίρα. Από την άλλη μεριά, τα έκτακτα μέτρα που εφαρμόστηκαν για την αναχαίτιση της πανδημίας (από τον περιορισμό των ελευθεριών ώς τις διάφορες μορφές τεχνολογικού ελέγχου) ενισχύουν τον πειρασμό του κυβερνητικού αυταρχισμού και της αυθαιρεσίας.
Η επίκληση της «έκτακτης ανάγκης» απειλεί να γίνει ο κύριος δρόμος μέσα από τον οποίο η εξουσία επιβάλλει αποφάσεις και επιλογές. Ο Τσουκαλάς συμπεραίνει επομένως ότι η αναγκαστική «επιστροφή του πολιτικού», που επέβαλε η πανδημία, εμπεριέχει τόσο σοβαρούς κινδύνους και απειλές όσο και θετικές δυνατότητες και ευκαιρίες. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Το κυριότερο ίσως διακύβευμα των ημερών μας αναφέρεται στη μελλοντική εξέλιξη των κοινωνικών παραστάσεων για το τι είναι, τι μπορεί να είναι και τι θα έπρεπε εφεξής να είναι η πολιτική».
Η κυρίαρχη «ρεαλιστική» ερμηνεία της πολιτικής εντοπίζει την αληθινή ουσία της στους απογυμνωμένους από κάθε αξιακό περιεχόμενο αγώνες για την εξουσία. Χωρίς να παραγνωρίζει στις αναλύσεις του τους υπαρκτούς συσχετισμούς ισχύος και την επιρροή των υλικών κινήτρων και των οικονομικών συμφερόντων, ο Τσουκαλάς αντιπροτείνει μια ριζικά διαφορετική θεώρηση της πολιτικής. Καθώς αναμετριέται με τα προβλήματα ρύθμισης της συλλογικής ζωής σε μια κοινωνία, η πολιτική δράση δεν μπορεί να μην αναφέρεται σε ηθικές αξίες.
Χρειάζεται επομένως να θεμελιώνεται σε μια κριτική ερμηνεία της πραγματικότητας, να εγγράφεται μέσα σε συμβολικούς ορίζοντες που ορίζουν τι είναι μια ζωή με νόημα, ποιοι σκοποί αξίζει να επιδιώκονται, ποιες συμπεριφορές είναι θεμιτές ή συμβάλλουν στο κοινό καλό και ποιες όχι κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, στην ιδέα της πολιτικής ως τυφλής πάλης για την εξουσία ο Τσουκαλάς αντιτάσσει μια θεώρηση της πολιτικής ως συλλογικής πάλης για τη θεμελίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης και για την ανθρώπινη χειραφέτηση.
Δημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”