“Εμβαλωματική λύση η μονιμοποίηση των συμβασιούχων”. Του Παναγιώτη Καρκατσούλη
Αφορμή για το άρθρο αυτό μου δίνει ένα ψήφισμα του Δημοτικού Συμβουλίου Αθηναίων που δημοσιεύθηκε στην «Αυτοδιοίκηση». Μ’ αυτό δηλώνεται η υποστήριξη του Δήμου προς τους συμβασιούχους διαφόρων κατηγοριών οι οποίοι βρίσκονται με την λήξη της θητείας τους «ξεκρέμαστοι», κοινώς, πρέπει να αποχωρήσουν.
Τέτοια ψηφίσματα βλέπουν το φως της δημοσιότητας συχνά. Έχουν όλα την ίδια αφορμή και αναφέρονται με τον ίδιο τρόπο σ’ ενα πρόβλημα που, χρόνια τώρα, δεν λύνεται αλλά «σέρνεται».
Το θέμα είναι ότι οι προσλήψεις στους Δήμους έχουν προσωρινό χαρακτήρα και γίνονται επ’ ευκαρία κάποιου προβλήματος που ανακύπτει (πχ. οι υπάλληλοι πουπροσελήφθησαν για την αντιμετώπιση του Covid-19 ανερχονται σε 15.167 άτομα). Οι προσλαμβανόμενοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου καλούνται να στελεχώσουν μονάδες των Δήμων που προσφέρουν πολύ σημαντικές υπηρεσίες στους πολίτες (πχ. κοινωνικά παντοπωλεία, βοήθεια στο σπίτι, εξυπηρέτηση ατόμων με ειδικές ανάγκες, κλπ).
Οι υπάλληλοι αυτοί που, σήμερα, (τελευταία απογραφή Δεκέμβριος 2022) υπηρετούν με μια από τις τρεις σχέσεις εργασίας «ορισμένου χρόνου-συμβάσεις έργου- ωρομίσθιοι» βρίσκονται, κυρίως, στους ΟΤΑ και ανέρχονται στον όχι ευκαταφρόνητο αριθμό των 48.972 ατόμων. Αυτοί χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ δίπλα τους υπάρχει μια άλλη κατηγορία, 52.255 ατόμων, που πληρώνονται από συγχρηματοδοτούμενα κοινοτικά προγράμματα, μέσω ΕΣΠΑ η ανταποδοτικών τελών και δεν επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό.
Οι υπάλληλοι αυτοί όταν εξοικειώνονται με το αντικείμενο για το οποίο προσλαμβάνονται πρέπει να αποχωρήσουν.
Κάποιοι άλλοι συμβασιούχοι θα έρθουν στη θέση τους, κάποια στιγμή κι εκείνοι θα αποχωρήσουν και κάποιοι επόμενοι θα τους αντικαταστήσουν. Αυτός ο αέναος κύκλος οδηγεί στην παραμέληση του γνωστικού κεφαλαίου, την υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών στους πολίτες και στην καχεκτική περιφερειακή ανάπτυξη.
Οι υπαλληλοι αυτοί που, σε πολλές περιπτώσεις, δεν αποχωρούν με την λήξη του χρόνου που ορίζει η σύμβασή τους, προσφεύγουν στα δικαστήρια ζητώντας να θεωρηθούν ως εργαζόμενοι που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες των ΟΤΑ. Τα δικαστήρια κρίνουν, τις περισσότερες φορές, ότι όντως καλύπτουν πάγιες ανάγκες, ως εκ τούτου θα έπρεπε να είναι μόνιμοι. Με την έμμεση μονιμοποίησή τους κλείνει, λοιπόν, ο κύκλος της εργασιακής αποκατάστασής τους.
Γιατί, όμως, ενώ η κατάσταση αυτή διαιωνίζεται, δεν γίνεται ένας προγραμματισμός προσλήψεων στους ΟΤΑ που θα βελτίωνε αν δεν έλυνε το πρόβλημα;
Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στο μοντέλο του (νεο-) πελατειασμού με το οποίο ασκείται η πολιτική ανθρώπινου δυναμικού στην Ελλάδα. Σύμφωνα μ’ αυτό, η κεντρική κυβέρνηση που λειτουργεί ως εγγυητής του συστήματος, αποφασίζει τόσο για τον αριθμό όσο και για την σχέση εργασίας των υπαλλήλων των ΟΤΑ. Έχοντας διαφορετικές κατηγορίες υπαλλήλων, ελάχιστη κινητικότητα και γλίσχρες απολαβές, οι υπάλληλοι των ΟΤΑ παραμένουν σε μια οιονεί «δεύτερη ταχύτητα». Αυτό το γεγονός έχει άμεσες επιπτώσεις στην λειτουργία των ΟΤΑ, οι οποίοι αναγκάζονται, ίδιως σε περιπτώσεις κρίσεων και καταστροφών, να εκλιπαρούν διαρκώς για την βοήθεια της κεντρικής κυβέρνησης σε έμψυχο δυναμικό.
Οι ΟΤΑ, παρά τις βελτιώσεις που επέφεραν οι δύο μεγάλες μεταρρυθμίσεις, του «Καποδίστρια» και του «Καλλικράτη» και τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις, εξακολουθούν να βρίσκονται στη ζώνη του λυκόφωτος.
Οι διαρκείς εκκλήσεις τους για την εκχώρηση σ’ αυτούς ολοκληρωμένων «πεδίων πολιτικής» δεν εισακούονται και η αποκέντρωση βρίσκεται σε νηπιακό στάδιο. Η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση που εξαγγέλεται παραμένει φενάκη και οι απλές ψηφιακές εφαρμογές και τα αλλεπάλληλα «μητρώα» που εξαγγέλονται δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το σοβαρό έλλειμμα χρηστής διακυβέρνησης.
Προγραμματισμός ανθρώπινου δυναμικού μπορεί να γίνει μόνον, εάν η Αυτοδιοίκηση γνωρίζει τι ακριβώς «διοικεί». Διοικεί, δε, σημαίνει όχι ότι έχει, απλώς, την κυριότητα μιας αρμοδιότητας αλλά του συνόλου των αρμοδιοτήτων, των δομών και των πόρων (οικονομικών και ανθρώπινων) ώστε να μπορεί να υπάρξει ευθύνη και λογοδοσία για τα αποτελέσματα και τα πεπραγμένα τους.
Δυστυχώς, οι αλλεπάλληλες κρίσεις και καταστροφές δεν έχουν οδηγήσει την κεντρική κυβέρνηση σε τέτοιες ρηξικέλευθες αποφάσεις. Ο φόβος της απώλειας εξουσίας και η συντήρηση των πελατειακών δικτύων αποτελούν τους δύο κυριότερους ανασταλτικούς παράγοντες για την δρομολόγηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Οι εμβαλωματικές λύσεις, όπως είναι η μονιμοποίηση των συμβασιούχων, δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας των ΟΤΑ. Κρατούν καθηλωμένη την αυτοδιοίκηση και συντηρούν, κατ’ επέκταση, την πτωχή ποιότητα της διακυβέρνησής μας.
Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα www.aftodioikisi.gr