Εισήγηση Γ. Μπουλμπασάκου στην εκδήλωση της Ανανεωτικής Αριστεράς για το ΕΣΥ
Καταρχήν, να εκφράσω δημόσια τις ευχαριστίες στους άλλους δύο εκλεκτούς εισηγητές. Την Ρόζα Βρεττού και τον Τάκη Παναγιωτόπουλο.
Η πανδημία υπήρξε η μεγαλύτερη υγειονομική κρίση των τελευταίων 100 χρόνων για την ανθρωπότητα.
Εκτός από τις μεγάλες ανθρώπινες απώλειες, στα 7 εκατομμύρια, τα παρελκόμενα ιατρικά προβλήματα, οι τεράστιες οικονομικές επιπτώσεις, τα γεωπολιτικά προβλήματα, άλλαξαν ουσιαστικά την ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτό άλλωστε το επισημαίνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Yale, Frank Snowden στο βιβλίο του “Επιδημίες και κοινωνία”.
Χαρτογραφώντας το αποτύπωμα των πανδημιών στην ανθρώπινη ιστορία κάνει την επισήμανση ότι τα λοιμώδη νοσήματα είναι τόσο σημαντικά για την κατανόηση της κοινωνικής εξέλιξης όσο και οι οικονομικές κρίσεις, οι πόλεμοι, οι επαναστάσεις και η δημογραφική αλλαγή. Οι πανδημίες που έχουν υπάρξει στον πλανήτη μας έχουν σημαδέψει και καθορίσει την ανθρώπινη ιστορία και την συλλογική συνείδηση της ανθρωπότητας. Οι πολιτικές αποφάσεις που αφορούν την διαχείριση τέτοιου μεγέθους υγειονομικών κρίσεων είναι αρκετά δύσκολες και αποτελούν ασκήσεις ισορροπίας σε τεντωμένο σκοινί.
Πρώτα από όλα απαιτείται Εθνικό στρατηγικό σχέδιο. Παρά περί του αντιθέτου λεχθέντα τέτοιο δεν υπήρξε. Χρειάζεται πλήρης καταγραφή των δεδομένων και οι πάντες πρέπει να έχουν πρόσβαση. Εκτός της επιστημονικής κοινότητας πρέπει να έχουν πρόσβαση και συνεχή ενημέρωση τα πολιτικά κόμματα και οι κοινωνικοί φορείς. Αυτό κρίνεται αναγκαίο καθότι τα μέτρα και οι αποφάσεις οφείλουν να επιδιώκουν την αποδοχή και την στήριξη της κοινωνίας. Δεν έχουν θέση σε τέτοιες καταστάσεις ο καταγγελτικός λόγος ,οι διχαστικές και πολωτικές συμπεριφορές. Το πολιτικό σύστημα, οι κοινωνικοί φορείς και οι πολίτες πρέπει να αντιλαμβάνονται ότι σε τέτοιες στιγμές χρειάζονται ευρείες συναινέσεις. Φυσικά αυτό αφορά χώρες, όπου τα πολιτικά συστήματα σέβονται ανθρώπινα δικαιώματα και οι κοινωνίες είναι εκπαιδευμένες σε αναζήτηση συναινέσεων και συγκλείσεων. Ο «ασιατικός» τρόπος αντιμετώπισης μπορεί να είναι αποτελεσματικός αλλά είναι αδιανόητος για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Οι λαϊκιστικές προσεγγίσεις είναι καταστροφικές και για τις οικονομίες αλλά και για τις ανθρώπινες ζωές.
Αυτό που είναι σαφές, και από προσωπική εμπειρία από την διαχείριση της πανδημίας έχω να επισημάνω, είναι το γεγονός ότι δεν υπήρξε συνολικό σχέδιο αντιμετώπισης. Αυτοσχεδιασμούς είχαμε που ενδεχόμενα έπαιξαν καθοριστικό λόγο και στα αποτελέσματα. Η πολιτική διαχείριση της πανδημίας ορισμένες φορές υπάκουσε σε σκοπιμότητες που δεν είχαν να κάνουν με την καθαρά επιστημονική τεκμηρίωση των επιδημιολογικών δεδομένων.
Η προστασία της ανθρώπινης ύπαρξης δυστυχώς τέθηκε στις μυλόπετρες των οικονομικών και πολιτικών προτεραιοτήτων. Το κόμμα μας από την πρώτη στιγμή έβαλε τις προτεραιότητες, υπερασπίστηκε τον ορθολογισμό που πολλές φορές κακοποιήθηκε και συνέβαλε με προτάσεις και επισημάνσεις. Δεν περιμέναμε την πρώτη μελέτη Τσιόδρα -Λύτρα και την δεύτερη Λύτρα για να αναδειχθούν τα αυτονόητα.
Γνωρίζαμε τα προβλήματα που έχει η περιφέρεια. Την μεγάλη υποστελέχωση, την απουσία δομών και εξοπλισμού που οδηγούν σε προβληματική παροχή υπηρεσιών υγείας. Δεν χρειάζεται να γνωρίζει ιατρική κάποιος για να τεκμηριώσει ότι οι διασωληνωμένοι ασθενείς εκτός περιβάλλοντος ΜΕΘ σαφώς έχουν μικρότερες πιθανότητες επιτυχούς αντιμετώπισης. Φυσικά είχαμε την ατυχία, μετά την οικονομική κρίση να διαθέτουμε ένα σύστημα υγείας, καταπονημένο, υποχρηματοδοτούμενο και γερασμένο.
Και όμως αυτό το ΕΣΥ κράτησε όρθια την κοινωνία και την χώρα θα έλεγα χωρίς δόση υπερβολής. Παρά την εξουθένωση, την ψυχική ένταση, τον φόβο μπροστά σε ‘έναν άγνωστο ακόμα εχθρό, χωρίς εμβόλια τότε χωρίς ορισμένες φορές τα στοιχειώδη προστατευτικά μέσα κράτησαν όρθιο το σύστημα. Αυτό συνέβη κατά την ταπεινή μου γνώμη γιατί η γενεσιουργός μήτρα του ΕΣΥ είχε προδιαγραφές τέτοιες που κινητοποίησαν τις αξίες και τις καλές παραδόσεις της δημόσιας προσφοράς. Η πλήρης και αποκλειστική απασχόληση υπήρξε το κλειδί αυτής διαδικασίας. Η καθολικότητα και η προσβασιμότητα του ΕΣΥ, άλλα δύο δυνατά στοιχεία του, που η προνοητικότητα του Παρασκευά Αυγερινού και η αφοσίωση του Γιώργου Γεννηματά είχαν εξοπλίσει το σύστημά μας αποδείχθηκαν σωτήρια στην πράξη.
Έτσι είδαμε μεγάλους οικονομικούς παράγοντες, υπουργούς, δημοσιογράφους, αρχιερείς πλάι- πλάι με τους φτωχοδιάβολους της κοινωνίας μας.
Φυσικά αναδείχθηκαν και μια σειρά προβλημάτων .Δεν υπήρξε η αναγκαία κινητικότητα εντός του συστήματος. Έτσι δημιουργήθηκαν νοσοκομεία δύο ταχυτήτων. Δηλαδή, να έχουμε –και αυτό παρουσιάστηκε σε αρκετά νοσοκομεία– κάποια που να είναι υπό καθεστώς αργομισθίας και κάποια να τελούν υπό καθεστώς κατάρρευσης. Έγινε ένας άναρχος τρόπος ενίσχυσης του συστήματος υγείας. Έτσι βρέθηκαν δερματολόγοι και άλλες ειδικότητες γιατρών μη σχετικές με τη νόσο να ασχολούνται σε κλινικές Covid και πνευμονολόγοι να διενεργούν εμβολιασμούς. Τα νοσοκομεία έγιναν μονοθεματικά μιας νόσου με ό,τι σημαίνει αυτό στην ποιοτική προσφορά υπηρεσιών υγείας.
Η απουσία οργανωμένης Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διασπορά της νόσου, στην ιχνηλάτηση των επαφών και στην ανεπαρκή αντιμετώπιση των νοσούντων. Δεν ίσχυαν, επίσης, υποχρεωτικά πρωτόκολλα θεραπείας και αυτό δημιούργησε αρκετά προβλήματα.Η πολιτική απόφαση της συνδρομής του ιδιωτικού τομέα με αυτό τον τρόπο που έγινε, δημιούργησε περισσότερα προβλήματα και δεν αξιοποίησε ορθολογιστικά το ανθρώπινο δυναμικό και τις ιδιωτικές δομές υγείας.
Σαφώς τον επιτελικό και αποφασιστικό ρόλο θα τον έχει το δημόσιο σύστημα υγείας. Οι επιστημονικές επιτροπές, όλοι οι φορείς υγείας πρέπει να έχουν αποφασιστικό ρόλο. Η χώρα μας στο πρώτο κύμα της πανδημίας εμπιστεύτηκε την επιστημονική κοινότητα, άκουσε τις εισηγήσεις της επιτροπής και έδρασε άμεσα και ακαριαία. Υπήρξε μεγάλη συμμόρφωση των πολιτών- θα έλεγα πρωτόγνωρη- και διακομματική συναίνεση πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Δυστυχώς η διαχείριση των επόμενων πανδημικών κυμάτων υπήρξε ατυχής. Σπασμωδικές αντιδράσεις, εκλεκτικές επιλογές μέτρων με κριτήρια καθαρά πολιτικά, χωρίς εμφανή επιστημονική τεκμηρίωση δημιούργησαν αρκετά προβλήματα. Τα μέτρα ελήφθησαν με χρονική υστέρηση και αυτό το πληρώσαμε ακριβά. Το timing δεν είναι μόνο θέμα καλών αντανακλαστικών και καλής κυβερνητικής λειτουργίας αλλά έχει μεγάλη σχέση και με την αποτελεσματικότητα.
Υπήρξαν εξαιρέσεις από την τήρηση των υγειονομικών πρωτοκόλλων ιδιαίτερα στις εκκλησίες, που συνιστούν θεσμικό αναχρονισμό. Μάλιστα είχαμε και επιστήμονες που αβαντάρισαν θα έλεγα, για ευνόητους λόγους αυτόν τον ανορθολογισμό. Πρέπει να γίνει σαφές ότι σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μετράει το πολιτικό κόστος και ότι κανένα δικαίωμα δεν είναι απροϋπόθετο. Επίσης ένα άλλο πρόβλημα με γεωπολιτικές προεκτάσεις ήταν τα υγειονομικά υλικά. Ζήσαμε άλλωστε την διπλωματία των υλικών όταν αεροπλάνα άλλαζαν προορισμούς την τελευταία στιγμή ως αποτέλεσμα πιέσεων και άλλων μεθοδεύσεων. Δεν είναι δυνατόν η χώρα μας να μην διαθέτει την υποδομή για τα απαραίτητα στοιχειώδη υγειονομικά υλικά. Η φιλοδοξία αυτής της παρουσίασης δεν είναι να παρουσιάσει όλα τα προβλήματα που έθεσε η πανδημία στη χώρα μας. Απλά να επισημάνει ,αν το θέλετε και μέσα από την προσωπική εμπειρία, πλευρές που αφορούν ένα αποτελεσματικό σύστημα υγείας.
Ένα σύστημα υγείας που η κυβερνητική πολιτική καθημερινά απαξιώνει και παρά τις συστάσεις του ΠΟΥ για ενίσχυση των δημοσίων συστημάτων υγείας. Καθημερινά ο πρωθυπουργός και ο υπουργός υγείας μας βομβαρδίζουν ότι η ενίσχυση του ΕΣΥ είναι κυβερνητική επιλογή και προτεραιότητα. Μάλιστα ότι με τις τελευταίες νομοθετικές πρωτοβουλίες, κατάργηση αποκλειστικής απασχόλησης, είσοδο ιδιωτών στο ΕΣΥ και απογευματινά χειρουργεία επί πληρωμή που αποδομούν τον δημόσιο χαρακτήρα του, ισχυρίζεται ότι βελτιώνει τους δείκτες. Η πραγματικότητα όμως την διαψεύδει. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι Το Δεκέμβριο του 2012 το υπουργείο Υγείας είχε 94.164 άτομα μόνιμο προσωπικό, ενώ τον Δεκέμβριο του 2023 μόλις 70.582, δηλαδή 23.582 λιγότερες μόνιμες θέσεις εργασίας.
Το προσωπικό του ΕΣΥ το 2019 ήταν 78.272 άτομα, αυτή τη στιγμή υπηρετούν 86.138. Δηλαδή μόνιμο και επικουρικό προσωπικό το 2024 είναι λιγότερο από το μόνιμο προσωπικό κατά 8.027 εργαζόμενους το 2012.Το 2021 η συνολική δαπάνη υγείας ήταν 9,2% εκ των οποίων 5,7% δημόσια δαπάνη έναντι 10,9% στην Ε.Ε με αντίστοιχη δημόσια δαπάνη 8,9% Στην Ελλάδα η δημόσια δαπάνη διαμορφώνεται στο 62,1% έναντι 81,1 % στην Ε.Ε.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ: -1 στους 10 Έλληνες μένει «εκτός» υγειονομικής περίθαλψης λόγω κόστους- 1 στους 4 χαμηλόμισθους δεν έλαβε ιατρική φροντίδα όταν την χρειάστηκε μέσα στο 2023 γιατί αδυνατούσε να πληρώσει.
Θέλω να τελειώσω την εισήγησή μου επαναλαμβάνοντας για πολλοστή φορά ότι η κυβερνητική πολιτική βλάπτει σοβαρά την Δημόσια Υγεία.