Εγκληματικότητα, παιδεραστές, βιασμοί. Του ΘΟΔΩΡΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ

Ας ηρεμήσουμε λίγο από τον τρόμο. Η εγκληματικότητα, οι βιασμοί και οι παραβατικές πράξεις με σεξουαλικά κίνητρα υπήρχαν πάντα. Τώρα γίνεται μεγαλύτερος θόρυβος γιατί είναι πιο ισχυρές οι κοινωνικές ευαισθησίες και οι αντιλήψεις περί δικαιωμάτων (ειδικά για το γυναικείο ζήτημα) αλλά και γιατί η ταχύτητα της πληροφορίας είναι τεχνολογικά πολύ πιο γρήγορη. Τα social media αναπαράγουν τα πάντα με δυνατό ήχο. Υπάρχουν εξάλλου αρκετά τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων πού αντί να μάς πληροφορούν για τις ραγδαίες εξελίξεις στον κόσμο έχουν μεταβληθεί σε αστυνομικά δελτία δίνοντας μεγαλύτερες διαστάσεις στην παραβατικότητα. Ας πούμε- για παράδειγμα – ο καυγάς του επιχειρηματία με έναν 26χρόνο ο οποίος τράβηξε μαχαίρι μπορεί να αφορά την έκταση ενημέρωσης στις σελίδες μίας εφημερίδας αλλά δεν δικαιολογείται ως σημαντική είδηση σε ένα 30′ τηλεοπτικό δελτίο.

Από εκεί και πέρα υπάρχει και η νέα “ατζέντα” για την παιδοφιλία. Προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία. Πρέπει να συνομολογήσουμε όμως με ειλικρίνεια ότι οι κακοποιήσεις παιδιών στο παρελθόν και κυρίως σε κλειστές επαρχιακές κοινότητες ήταν πιο συνηθισμένες. Τώρα οι “κεραίες” για την γνωστοποίηση αυτών των περιστατικών συνιστούν πιο καθολική κοινωνική αντίδραση. Το ίδιο ισχύει και για τους ξυλοδαρμούς γυναικών. Το ίδιο ισχύει με την ειδική κατανόηση του όρου γυναικοκτονία. Διότι δυστυχώς στο παρελθόν ο κύκλος της έμφυλης βίας ήταν ένα πιο μαζικό φαινόμενο.

Αν κάτι πρέπει να μάς προβληματίζει- πιθανά και να μάς φοβίζει- αφορά αυτό που η Χάνα Άρεντ ανέλυσε φιλοσοφικά με αφορμή τη Ναζιστική θηριωδία, είναι η λεγόμενη “κοινοτοπία του κακού”. Δηλαδή οι υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες πού μεταβάλουν τον άνθρωπο της “διπλανής πόρτας” σε τέρας. Είτε μέσα από τους σκοτεινούς προσωπικούς ψυχωτικούς δρόμους είτε μέσα σε ειδικές συνθήκες κοινωνικής παρακμής. Η “κοινοτοπία του κακού” προφανώς μάς απειλεί όπως μας απειλεί κάθε πράξη κυνισμού ενάντια στην αυταξία της ανθρώπινης ζωής και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Αν κάτι πρέπει να κρατήσουμε παράλληλα με τους κανόνες δημόσιας ασφάλειας είναι η έμφαση σε ότι συγκροτεί την Παιδεία και τον Πολιτισμό. Όχι με την παραδοσιακή ηθικολογική εκφώνηση που συχνά αγγίζει μέχρι και συντηρητικά στερεότυπα αλλά ως μια στρατηγική επένδυση για την διαμόρφωση της κοινωνίας. Πού σημαίνει ποιότητα και κυρίως εύκολη πρόσβαση.

Παράλληλα στο ιδεολογικό και στο πολιτικό επίπεδο είναι χρήσιμο να κυριαρχήσει η λογική πού ορίζει την σημασία της Ανοιχτής κοινωνίας. Σε αντιπαράθεση με τα κλειστά συστήματα. Απέναντι σε οτιδήποτε κρύβει καταπίεση, εξουσιαστικές αντιλήψεις, σεξισμό και περιθωριοποίηση. Στην κατεύθυνση αυτή τα πολιτικά κόμματα πρέπει  να συμβάλλουν με θεσμικές παρεμβάσεις. Σε κάθε περίπτωση ένα- πάνω από όλα- πρέπει να αποφύγουν. Είτε να υποτιμήσουν τα ζητήματα δημόσιας ασφάλειας, είτε όλα αυτά τα σύνθετα κοινωνιολογικά προβλήματα να τα μετατρέψουν σε «ροζ ιστορίες» και φτηνή κομματική αντιπαράθεση με κάθε μικρή ευκαιρία. Γιατί τότε δεν θα είναι πολιτική στάση αλλά κουτσομπολιό σε μεσημεριανή τηλεοπτική εκπομπή. 

Αναδημοσίευση από “ΤΑ ΝΕΑ”