Δομική αντιπολίτευση και δομική ανεπάρκεια. Του ΤΑΚΗ ΜΠΑΤΖΕΛΗ

Σύμφωνα με την ιστορική εξέλιξη του κοινοβουλευτισμού, η ανάδυση των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων τα κατέστησε αντιπαράταξη στη βάση μιας πολυεπίκεντρης και όχι μονοεπίκεντρης κοινωνίας. Ασκησαν δηλαδή δομική αντιπολίτευση. Καίρια προϋπόθεση άσκησης δομικής αντιπολίτευσης είναι η επεξεργασία του κόμματος που την ασκεί, συγκεκριμένων θέσεων, σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, που να είναι εφαρμόσιμες, να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες της και την ίδια στιγμή να είναι ριζικά διαφορετικές από αυτές του κυβερνώντος κόμματος. Δομική αντιπολίτευση δεν είναι εκείνη που είναι απλός διαμετακομιστής διάχυτων απόψεων και προσδοκιών διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων (Κώστας Σημίτης, «Δομική Αντιπολίτευση», Καστανιώτης, 1979).

Ο ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι το 2012, ήταν ένα μικρό κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, χαλαρής δομής, που στέγαζε μια πανσπερμία ανθρώπων και απόψεων που εκτείνονταν από την μετριοπαθή αριστερά έως την ακροαριστερά. Η ακραία οικονομική κρίση τον οδήγησε, από το πουθενά, τον Ιανουάριο του 2015 να αναδειχθεί πρώτο κόμμα και να κυβερνήσει έως τον Ιούλιο του 2019. Η αντιπολίτευσή του συμπυκνωνόταν σε μια απλή υπόσχεση: «Θα σκίσουμε τα μνημόνια με ένα νόμο και ένα άρθρο». Η υπόσχεση αυτή, αν και βαθιά απλοϊκή και ανεφάρμοστη, ωστόσο διέθετε ραχοκοκαλιά και αφήγημα. Ηταν η υπόσχεση επιστροφής του παραδείσου στην κοινωνία που της είχε αφαιρέσει ο «επάρατος δικομματισμός», αφού πρώτα τον είχε δώσει.

Η ήττα στις εθνικές εκλογές τον έφερε στην αντιπολίτευση με εντελώς διαφορετικούς όρους από αυτούς που αντιμετώπιζε στην πρότερη αντιπολιτευτική του περίοδο:

  • Υπάρχει δείγμα κυβερνητικής γραφής και τέλος της αθωότητας.
  • Μεγάλο ποσοστό πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ βρήκαν τον ξενιστή τους στο σώμα του. Κατά βάση εθνολαϊκής συντηρητικής συγκρότησης εθισμένοι στις πελατειακές σχέσεις με άναρχο ανορθολογικό μίσος εναντίον της «επαράτου Δεξιάς» απαιτούν γρήγορη επαναφορά στην κυβέρνηση για τις ανάλογες υλικές επιβραβεύσεις. Από την άλλη πλευρά, οι αυτόχθονες συριζαίοι, με ιστορικά αντιπασοκικά αισθήματα, δίκην σκαντζόχοιρων, διαχειρίζονται την περιορισμένη ατζέντα της «δικαιωματικής Αριστεράς». Εκρηκτικό το μίγμα.
  • Το δίπολο μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί έκλεισε και μαζί με αυτό οι εύκολες συσπειρώσεις.
  • Ενέσκηψε η πανδημία, η οποία ανάγκασε την κοινωνία και την πολιτική να ασχολούνται μονοθεματικά για την αντιμετώπισή της, περιορίζοντας αντικειμενικά την αντιπολιτευτική βεντάλια.

Σε αυτό το περιβάλλον η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, με πληγωμένο ναρκισσισμό (Κατέχουμε το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς. Πώς είναι δυνατόν ο λαός να μην τον αντιλαμβάνεται;) παρουσιάζει εμφανή αμηχανία να οικοδομήσει στρατηγική αντιπολίτευσης. Παρ’ όλα αυτά, ισχυρίζεται ότι ασκεί δομική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση.

Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, οι αριστερίστικες φοιτητικές παρατάξεις, οι οποίες δεν ήταν ενταγμένες σε κόμματα με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, άρα χωρίς συνολική αντίληψη για τη χώρα, προσπαθούσαν να κάνουν συνδικαλισμό, εκμεταλλευόμενες συγκυριακά προβλήματα στις Σχολές χωρίς ευρύτερη οπτική.

Η τακτική αυτή ήταν γνωστή ως «όπου πρόβλημα και συσπείρωση». Η αντιπολιτευτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ θυμίζει έντονα αυτήν την αντίληψη. Αν, για παράδειγμα, κάποιος επιλέξει να ενημερώνεται αποκλειστικά από τον ΣΥΡΙΖΑ, θα μείνει με τη βεβαιότητα ότι η πανδημία στη χώρα θερίζει, ότι ο λαός είναι στο έλεός της και τα νοσοκομεία αφημένα στην τύχη τους. Η άποψη αυτή προσκρούει στην πραγματικότητα. Ούτε την κοινή γνώμη πείθει ούτε μπορεί να αποτελεί στέρεη βάση αντιπολίτευσης. Η προσπάθεια ταύτισης της σημερινής Ν.Δ. με την ΕΡΕ της δεκαετίας του 1950 και η απεικόνιση του Χρυσοχοΐδη ως του σύγχρονου Μανιαδάκη που απλώς του λείπουν οι παγοκολόνες και τα ρετσινόλαδα, προσκρούουν στη στοιχειώδη πολιτική σοβαρότητα. Η μόνιμη επωδός της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ότι η κυβέρνηση καταρρέει, θυμίζει την Γ΄ Διεθνή στην περίοδο του «σοσιαλφασισμού» (1924-1935) όπου ανήγγειλε ετησίως την κατάρρευση του καπιταλισμού.

Πολυσυλλεκτικό κόμμα δεν σημαίνει «λίθοι, πλίνθοι, κέραμοι ατάκτως ερριμμένα». Τα μεγάλα πολυσυλλεκτικά κόμματα συνθέτουν, υπερβαίνουν και λειαίνουν τις αντιφάσεις των τάξεων και στρωμάτων που εκπροσωπούν. Αυτό απαιτεί ηγεσία στιβαρή με ισχυρή πολιτική και ιδεολογική αρματωσιά. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να ανταποκριθεί σε αυτό το λεπτό και δύσκολο καθήκον. Η άτεχνη και αμυντική προσπάθεια οικοδόμησης αντιπολιτευτικού μετώπου στο δίπολο Δεξιά – Αντιδεξιά είναι εμφανώς ανεπαρκής και αντιπαραγωγική.

Ολα αυτά συνθέτουν μια σεκταριστική πολιτική αντιπολίτευσης, γελοιογραφία «δομικής αντιπολίτευσης» που φαντασιώνεται ότι ασκεί η ηγεσία του. Αφήνουμε το ερώτημα αν στις σημερινές συνθήκες είναι δυνατή η άσκηση δομικής και την ίδια στιγμή νικηφόρας αντιπολίτευσης. Ετσι, φυσικό είναι να μην μπορεί να εκμεταλλευτεί τις υπαρκτές ρωγμές και αντιφάσεις της κυβέρνησης, οι οποίες αναμένεται να επιταθούν στο μέλλον.

Υπάρχει όμως ένας τομέας, στον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ τα πάει πολύ καλά. Αυτός είναι η δημιουργία φραξιών. Είτε νέων είτε διάσπαση παλαιότερων!

Ετσι, αντί να ασκεί δομική αντιπολίτευση, είναι έρμαιο των δομικών αδυναμιών του. Χαράς ευαγγέλια για τον κ. Μητσοτάκη.

Δημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”