Διοίκηση και πολιτική στον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα. Του Παναγιώτη Καρκατσούλη

Η σχέση της διοίκησης με την πολιτική στο Δημόσιο ήταν και εξακολουθεί να είναι δύσκολη. Όσο κι αν έχουν προσπαθήσει πολλοί, θεωρητικοί και εμπειροτέχνες, να βρουν μια λειτουργούσα φόρμουλα που θα επιτρέπει την ανέφελη συμβίωση των πολιτικών προϊσταμένων με τους διοικητικούς υφισταμένους τους, τα αποτελέσματα δεν έχουν δικαιώσει τις προσδοκίες που επενδύθηκαν σε πολλές απ’ αυτές τις προσπάθειες.

Από το «κράτος-λάφυρο» μέχρι το «κράτος των τεχνοκρατών» έχουν επιχειρηθεί πολλές ενδιάμεσες προσεγγίσεις που δίνουν περισσότερη έμφαση και βαρύτητα άλλοτε στο ένα κι άλλοτε στο άλλο μοντέλο διοίκησης.

Στη χώρα μας, οι διοικήσεις των δημοσίων νομικών προσώπων παραμένουν, εδώ και χρόνια, ένα από τα πλέον επίζηλα τρόπαια του πελατειακού κράτους. Ο νικητής των εκλογών διορίζει τις διοικήσεις τους (πρόεδρο και μέλη του Διοικητικoύ Συμβουλίου) με βασικό κριτήριο την ένταξη και την προσήλωσή τους στο κόμμα που πλειοψήφησε.

Το μοντέλο αυτό έχει αποδειχτεί προβληματικό, επειδή πολλές από τις διοικήσεις αυτές δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις ούτε της θέσης τους ούτε των πολιτών. Χωρίς να υποβαθμίζουμε το γεγονός ότι το περιθώριο άσκησης πολιτικής εκ μέρους τους είναι περιορισμένο, διότι οι μείζονες αποφάσεις λαμβάνονται από την κεντρική κυβέρνηση, πάντως, ακόμη και στο στενό πλαίσιο δικαιοδοσίας τους, πολλοί αποτυγχάνουν να επιτύχουν τους στόχους που έχουν τεθεί για τον φορέα που υπηρετούν η, ακόμη χειρότερα, ακολουθούν μια πολιτική που ζημιώνει τον φορέα τους και το Δημόσιο εν γένει.

Η διεθνής πρακτική προσφέρει ορισμένες δικλείδες ασφαλείας που μπορεί να είναι χρήσιμες και στην περίπτωση που επιχειρηθεί η αποκόλληση των διοικήσεων των νομικών προσώπων από το κυβερνών κόμμα. Η βασική σκέψη πίσω απ’ αυτές είναι ότι πρέπει να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις και των δύο συμμετεχόντων μερών, δηλαδή, τόσο της κυβέρνησης που δικαιούται να ασκήσει την πολιτική της όσο και των κανόνων χρηστής διοίκησης και του σεβασμού του κράτους δικαίου που φύλακές του αποτελούν οι επαγγελματίες της διοίκησης. Συνακόλουθα, το μοντέλο που προκρίνεται και μπορεί να βρει εφαρμογή στα καθ’ ημάς, περιλαμβάνει έναν αξιοκρατικό και αντικειμενικό τρόπο επιλογής των διοικήσεων των νομικών προσώπων όπως και την κατοχύρωση της δυνατότητας των υπουργών και της κυβέρνησης να επιλέγει μεταξύ εκείνων που θα έχουν αποδεδειγμένα αποδείξει την επάρκειά τους, εκείνον με τον οποίο θα μπορεί να συνεργαστεί καλύτερα.

Η πρώτη προϋπόθεση της αντικειμενικότητας και της αξιοκρατίας μπορεί να ικανοποιηθεί εάν εφαρμοστεί και στην επιλογή των διοικήσεων το μοντέλο που ισχύει (έστω, περιορισμένα) για την επιλογή των ανώτατων διοικητικών στελεχών (Γενικών Διευθυντών και Υπηρεσιακών Γραμματέων). Αυτό στηρίζεται στην διαδικασία διακρίβωσης των γνώσεων και των δεξιοτήτων των υποψηφίων που μπορούν να τεκμηριώσουν την επάρκεια ή την ανεπάρκειά τους για την θέση που θα καλύψουν. Την ακεραιότητα της διαδικασίας εγγυώνται τα μέλη της Ανεξάρτητης Αρχής (ΑΣΕΠ) που συμμετέχουν στην επιτροπή αξιολόγησης. Η κρίση της επιτροπής είναι δεσμευτική για τον πολιτικό προϊστάμενο.

Εν προκειμένω, η υβριδική φύση της θέσης του επικεφαλής του νομικού προσώπου επιβάλλει την ύπαρξη μιας διακριτικής ευχέρειας του πολιτικού προϊσταμένου να επιλέξει μεταξύ των πρώτων εκείνον που θεωρεί περισσότερο συνεργάσιμο.

Βεβαίως, επείγουν κι άλλες σημαντικές αλλαγές που θα επιτρέψουν στον ικανό, κατά τα λοιπά, διοικητή να ασκήσει αποτελεσματική διοίκηση. Αυτές έχουν να κάνουν με την βελτίωση του επαγγελματισμού και της ακεραιότητας των στελεχών του οργανισμού που θα κληθεί να διοικήσει.

Υπό την έννοια αυτή, η αξιοκρατική επιλογή των διοικήσεων των νομικών προσώπων μπορεί να είναι ένα σημαντικό βήμα στην οικοδόμηση μιας αποτελεσματικής και χρηστής δημόσιας διοίκησης αλλά όχι το τέλος της προσπάθειας που πρέπει να συνεχιστεί.

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ