Αποτελεσματική αντιπολίτευση. Της Άννας Παπαδοπούλου

Πριν λίγες ημέρες ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, δήλωσε σε συνέντευξή του πως σύμφωνα με μελέτες της ΤτΕ στη χώρα μας επικρατούν ολιγοπώλια στα τρόφιμα, στα καύσιμα, στις τράπεζες και στην ιδιωτική νοσοκομειακή περίθαλψη, δηλαδή στους κυριότερους τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Παράλληλα, δημοσίευμα του Politico αποκάλυψε τη προηγούμενη εβδομάδα πως η ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού, αλλά και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διερευνούν καταγγελίες για απάτη, που σχετίζονται με αδιαφανείς διαγωνιστικές διαδικασίες, μέσω των οποίων χορηγήθηκαν κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης ύψους 2,5 δισ. ευρώ σε δέκα μόλις εταιρείες στην Ελλάδα.

Τα παραπάνω έρχονται ως συνέχεια σε μία σειρά στατιστικών στοιχείων και ερευνών, που έχουν δημοσιευθεί το τελευταίο διάστημα και αποτυπώνουν το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως οι πολίτες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Έχουν, όμως, μία επιπρόσθετη σημασία και έναν κοινό παρονομαστή, την κατ’ ουσίαν επιβεβαίωση από ανεξάρτητα θεσμικά χείλη της εγκαθίδρυσης μιας κοινωνίας δύο ταχυτήτων, αυτής όπου οι λίγοι και εκλεκτοί αυξάνουν διαρκώς τα κέρδη τους, ενώ οι πολλοί δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να βγάλουν τον μήνα. Με λίγα λόγια, «και με τη βούλα» η Κυβέρνηση δεν στοχεύει στην ευημερία των πολιτών, αλλά στον πλούτο των ημετέρων, διευρύνοντας έτσι τις κοινωνικές ανισότητες.

Οι πολίτες υφίστανται εδώ και καιρό τις συνέπειες των κυβερνητικών επιλογών, ιδίως της απροθυμίας της Κυβέρνησης να λάβει αποτελεσματικά μέτρα κατά της ακρίβειας ή μέτρα επίλυσης του στεγαστικού προβλήματος. Παρ’ όλα αυτά, πειθόμενοι από τα αφηγήματα των «εισαγόμενων» προβλημάτων και χάριν της επικαλούμενης και πολυδιαφημιζόμενης από την Κυβέρνηση σταθερότητας επεδείκνυαν καρτερικά εμπιστοσύνη και ανοχή. Το συλλογικό και βαθύ τραύμα, άλλωστε, της πολυετούς οικονομικής κρίσης συνέβαλε καθοριστικά, ώστε οι πολίτες να αρκούνται στα «τόσα – όσα», να υπομένουν και να μην διεκδικούν. Το εμπεδωμένο αίσθημα ματαιότητας σε ό,τι αφορά τις συλλογικές διεκδικήσεις, απότοκο της κρίσης, έχει λειτουργήσει καταλυτικά υπέρ της Κυβέρνησης.

Ωστόσο, έπειτα από πέντε έτη διακυβέρνησης, φαίνεται πως η ανοχή αυτή αρχίζει να υποχωρεί και οι επικείμενες ευρωεκλογές ενδεχομένως θα αποτελέσουν το πρώτο καμπανάκι (ή καμπάνα) δυσαρέσκειας. Δεν είναι μόνο η συνειδητοποίηση πως η «ανάπτυξη» που έταξε η Κυβέρνηση δεν αφορά τους πολλούς, είναι και η αλαζονεία, η έπαρση, αλλά και η αναλγησία με την οποία η Κυβέρνηση αντιμετωπίζει ζητήματα, όπως τα Τέμπη, οι υποκλοπές, η ασφάλεια των πολιτών.

Βρισκόμαστε στο χρονικό σημείο όπου έχουν επέλθει τα πρώτα ρήγματα στην παντοδυναμία της Κυβέρνησης και αναζητούνται εκείνες οι πολιτικές παρεμβάσεις και προτάσεις εκ μέρους της αντιπολίτευσης που θα μπορέσουν να προκαλέσουν τη θραύση της. Η πρόσφατη πρόταση δυσπιστίας με πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής έδειξε τον τρόπο και άνοιξε τον δρόμο σε αντίστοιχες δράσεις. Οι προοδευτικές δυνάμεις, συσπειρωμένες ενάντια στη προσπάθεια της Κυβέρνησης να συγκαλύψει το έγκλημα των Τεμπών, κατάφεραν εντός της Βουλής να ξεσκεπάσουν τις πραγματικές προθέσεις της με επίκεντρο την ατιμωρησία των υπευθύνων πολιτικών προσώπων.

Η διαδικασία αυτή αποτέλεσε οπωσδήποτε μία πρώτη μάχη κερδισμένη, όμως για τον «πόλεμο» απαιτείται ένας ευρύτερος συντονισμός. Στον δρόμο προς τις ευρωεκλογές είναι αναμενόμενο τα κόμματα της αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, Νέα Αριστερά και άλλες μικρότερες δυνάμεις), να χαράσσουν τη δική τους αυτόνομη στρατηγική. Ωστόσο, οφείλουμε να έχουμε στο μυαλό μας τη μεγάλη εικόνα. Σήμερα οι πολίτες δεν είναι ευχαριστημένοι από την Κυβέρνηση της ΝΔ και αναζητούν εναλλακτικές λύσεις. Οι καυγάδες και η ανταλλαγή προσωπικών επιθέσεων μεταξύ των κομμάτων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης αποθαρρύνει τον προοδευτικό κόσμο, ο οποίος αναζητά αξιόπιστη αντιπολίτευση έναντι της Κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο τελευταίος είναι ο μόνος επωφελούμενος από την εικόνα των κομμάτων της αντιπολίτευσης να αλληλοσπαράζονται, ενώ σε αυτές τις περιπτώσεις τα φιλικά προς την Κυβέρνηση ΜΜΕ τρίβουν τα χέρια τους. Η προγραμματική αντιπαράθεση είναι θεμιτή, μπορεί μάλιστα να είναι και απολύτως εποικοδομητική στο πλαίσιο αντιμετώπισης της πολιτικής της Κυβέρνησης. Μέχρι εκεί.

Η μεγάλη ιδεολογική μάχη που πρέπει να δοθεί απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό, με πρόταγμα την κοινωνική ευημερία, απαιτεί τη συστράτευση. Προωθώντας τον αναγκαίο συντονισμό – όπου αυτό είναι εφικτό – μπροστά σε μία Κυβέρνηση με χαρακτηριστικά κατεστημένου, ενισχύεται η αξιοπιστία των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Παραμερίζοντας τις κομματικές περιχαρακώσεις μπορεί να προχωρήσει η απαιτούμενη αποτελεσματικότητα για τον έλεγχο της διακυβέρνησης.

Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα www.dnews.gr