Χρήσιμη ή άχρηστη σοσιαλδημοκρατία; Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗ

Σε άρθρο του στο «Βήμα» (18.4.2020) ο ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Θανάσης Διαμαντόπουλος υποστήριζε ότι το Κίνημα Αλλαγής είναι ένα «άχρηστο κόμμα», μια και ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας έχει ήδη καταληφθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί που η σοσιαλδημοκρατία ήταν για τον ΣΥΡΙΖΑ στα «αζήτητα», σήμερα αυτός διεκδικεί την στα καθ’ ημάς εκπροσώπησή της.

Είναι αλήθεια πως ο κορωνοϊός επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση για τη σοσιαλδημοκρατία και το κράτος πρόνοιας. Η συζήτηση όμως υποσκάπτεται από τη στιγμή που ως κράτος πρόνοιας εκλαμβάνεται η επιστροφή στον κρατισμό και στις επιδοματοκεντρικές πολιτικές. Αυτό όμως που αναδεικνύεται απ’ αυτή την κρίση δεν είναι η ανάγκη ενός κράτους πλειοδοσίας σε επιδόματα, αλλά η σημασία της λειτουργίας ενός κράτους κοινωνικών υπηρεσιών για όλους τους καιρούς. Ενα τέτοιο κράτος, εστιάζοντας στις υπηρεσίες προς τους πολίτες και όχι προς τη «γραφειοκρατία», λειτουργεί ως μοχλός ανάπτυξης. Οταν λόγω της λειτουργίας των κοινωνικών υπηρεσιών δεν αναλώνονται τα εισοδήματα των πολιτών σε δαπάνες υγείας, παιδείας και ασφάλισης, τότε αυξάνεται το διαθέσιμο για κατανάλωση ή για επενδύσεις ατομικό εισόδημα. Οι δαπάνες για κοινωνικές υπηρεσίες στρέφουν τη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα σε παραγωγικές βάσεις και ως εκ τούτου αυξάνουν τα δημόσια έσοδα.

Κατ’ εμέ, η εξέλιξη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας περνά από τέσσερεις φάσεις, οι οποίες έχουν ως κοινό τους παρονομαστή την κυρίαρχη θέση των κοινωνικών υπηρεσιών. Η πρώτη φάση ήταν αυτή του Μπερνστάιν. Σύμφωνα με αυτόν, σημασία δεν είχε πλέον ο σοσιαλισμός ως σκοπός και ξεχωριστό κοινωνικό σύστημα, αλλά η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών προς τους πολίτες στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού καπιταλιστικού κράτους και όχι ενός κράτους εθνικοποιήσεων. Σημαντικότατη ήταν και η συμβολή της μεσοπολεμικής σουηδικής σοσιαλδημοκρατίας. Το Συνέδριο του SPD το 1959 στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ αποτελεί τη δεύτερη φάση. Εκεί έγινε η μεγάλη στροφή των γερμανών σοσιαλδημοκρατών προς το κράτος παροχής υπηρεσιών και απορρίφθηκαν το κράτος-βιομήχανος, ο σοσιαλισμός ως ξεχωριστό σύστημα και ο μαρξισμός ως κλειστή θεωρία. Η τρίτη ανήκει στο Νέο Εργατικό Κόμμα και στους Τόνι Μπλερ και Γκόρντον Μπράουν. Τότε, λόγω του βάρους που δόθηκε στην ανάπτυξη των υπηρεσιών, αυξήθηκαν οι δαπάνες τους από 39,9% στο 48,1% του ΑΕΠ μειώνοντας τις ανισότητες στη Μεγάλη Βρετανία όσο ποτέ πριν. Η τέταρτη, όσο και να φαίνεται παράδοξο αυτό σε ορισμένους, είναι εξωγενής. Είναι αυτή του ιταλικού ευρωκομμουνισμού. Ο ευρωκομμουνισμός του Μπερλινγκουέρ, αν και μετά το 1989 έσβησε ως αυτόνομο πολιτικό ρεύμα, είχε ήδη προλάβει να επαναφέρει στο σοσιαλδημοκρατικό τραπέζι το ζήτημα της μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων μέσω της ενδυνάμωσης των κοινωνικών υπηρεσιών.

Στη χώρα μας δεν είχαμε ποτέ σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που να εστιάζει στις κοινωνικές υπηρεσίες και όχι στα επιδόματα και στον κρατισμό. Αν και θεωρείται πως το ΠαΣοΚ ήταν πιο κοντά στη σοσιαλδημοκρατία, η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη και ο όρος «Κίνημα» στο όνομά του έδειχναν πως δεν επεδίωκε να συμπεριλαμβάνεται σε αυτήν. Εξάλλου η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δημιουργήθηκε ως αντίπαλον δέος στις λογικές κομμουνιστικών, αριστερίστικων και τριτοκοσμικών «κινημάτων», οι οποίες αμφισβητούσαν σοβαρά την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Στην Ελλάδα μάλιστα, υπό την καταλυτική επίδραση του Μιχάλη Παπαγιαννάκη και του Γρηγόρη Γιάνναρου, η λεγόμενη Ανανεωτική Αριστερά από πλευράς θεωρητικού σχεδίου ήταν πιο κοντά στη σοσιαλδημοκρατία απ’ ό,τι το ΠαΣοΚ. Υπάρχουν βεβαίως και ιστορικές αιτίες για τη μη ύπαρξη σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στην Ελλάδα. Ο Εθνικός Διχασμός και ο Εμφύλιος δεν επέτρεψαν να δημιουργηθούν στη χώρα μας συνθήκες που θα ευνοούσαν τη δημιουργία τέτοιου κόμματος.

Στο ΠαΣοΚ όμως υπήρχαν σοσιαλδημοκράτες ηγέτες (Κώστας Σημίτης) και αυτό εφάρμοσε σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, όπως τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου (Ανδρέας Παπανδρέου), το ΕΣΥ (Παρασκευάς Αυγερινός – Γιώργος Γεννηματάς), την αυτοδιοικητική αναδιάρθρωση (Αλέκος Παπαδόπουλος), ενώ υπό την έμπνευση, τις γνώσεις και την καθοδήγηση του πρωτοπόρου σοσιαλδημοκράτη Νίκου Θέμελη εντάχθηκαν στα ευρωπαϊκά προγράμματα υπηρεσίες όπως η «Βοήθεια στο σπίτι», τα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας, το ολοήμερο σχολείο, η ενισχυτική διδασκαλία κ.λπ. Υπηρεσίες επίκαιρες σήμερα αλλά και αναγκαίες για κάθε συνθήκη, όχι μόνο στις έκτακτες.

Το Κίνημα Αλλαγής διεκδικεί τη μοναδική εκπροσώπηση της σοσιαλδημοκρατίας και καλά κάνει. Η εμμονή όμως στον όρο «Κίνημα» μαρτυρεί πολλά για το πόσο αντιλαμβάνεται αυτό το κόμμα τι πραγματικά είναι η σοσιαλδημοκρατία. Για παράδειγμα, οι παρεμβάσεις του κόμματος για την πανδημία και το σχέδιο «Ανόρθωση», αν εξαιρέσουμε μερικές υπερβολές αυτοδικαίωσης, κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Οι επιμέρους όμως προτάσεις του πάσχουν από την απουσία μιας συνεκτικής ιδεολογικής αφήγησης που θα το διαχωρίζει από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Πολύ καθαρά φαίνεται αυτό στα ετερόκλητα ιδεολογικώς και άτολμα πολιτικώς κείμενα της αναβληθείσας, λόγω κορωνοϊου, συνδιάσκεψής του, κείμενα βυθισμένα σε πελάγη κοινοτοπιών περί αυτονομίας και «υπεροχής των αξιών μας». Αν στο Κίνημα Αλλαγής δεν προχωρήσουν στην εσωκομματική δημοκρατία, στην ελεύθερη κίνηση ιδεών, στον αποκλεισμό των αποκλεισμών, στη βούληση ενεργού συμμετοχής όλων και στην αλλαγή ονόματος, η άποψη του κ. καθηγητή, για καλό του ΣΥΡΙΖΑ και κακό της σοσιαλδημοκρατίας, θα επαληθευτεί. Σε αυτή την περίπτωση όμως θα έχουμε μια «άχρηστη» σοσιαλδημοκρατία. Εύχομαι να μην επαληθευτεί. Ελπίζω όμως και να μην αντιμετωπίζεται εφεξής ο ΣΥΡΙΖΑ με τον ίδιο τυφλό και αντιπολιτικό φανατισμό που αυτός επέδειξε στην άνοδο και στη διακυβέρνησή του.

Δημοσίευση από “ΤΟ ΒΗΜΑ”