Υποκλοπές μετά. Του ΜΑΝΟΛΗ Ι. ΒΕΛΕΓΡΑΚΗ

Σχετικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών, κρατικών και παρακρατικών, γράφτηκαν πολλά. Το θέμα των υποκλοπών άλλωστε θα αποτελέσει βασικό θέμα της επερχόμενης προεκλογικής περιόδου.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν εκκρεμείς διαδικασίες στην Εισαγγελία, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στο ΕΔΔΑ, στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Υπάρχει η διαδικασία για την υπεράσπιση της ασυλίας του Νίκου Ανδρουλάκη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Υπάρχει βέβαια η ΑΔΑΕ, που έχει συμβάλει στη διαλεύκανση της υπόθεσης, αλλά υπάρχουν ακόμα ενέργειες στις οποίες οφείλει να προβεί. Μετά την απάντηση στις ερωτήσεις της 28.12.2022 εκ μέρους του Αλ. Τσίπρα για τρίτα πρόσωπα, πρέπει να απαντηθεί από την Αρχή αν η παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη, που σημειωτέον υπέβαλε καταγγελία αρκετούς μήνες νωρίτερα, είναι νόμιμη ή όχι και, αν δεν είναι νόμιμη σε κάποια από τις πτυχές της, να επιβάλει τις σχετικές κυρώσεις. Την αρμοδιότητα αυτή άλλωστε ο Πρόεδρος της Αρχής διαπρυσίως διεκδίκησε έναντι του Εισαγγελέα ΑΠ.

Θέλω να πω ότι νομικά η υπόθεση είναι σε πρώιμο στάδιο και μαζί με τη διαδικαστική ωρίμανσή της θα παράγει πολιτικά γεγονότα, σχετιζόμενα με το πραγματικό υλικό που θα εισφέρεται και θα γίνεται γνωστό. Άρα είναι σαφές ότι οποιαδήποτε συζήτηση για τη διακυβέρνηση του τόπου κατά την επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο πρέπει να λάβει υπόψη αυτήν την διάσταση, λόγω της σημασίας του θέματος.

Η εξερχόμενη κυβερνητική πλειοψηφία φαίνεται να επιδιώκει αυτοδυναμία και άρα παντοδυναμία και άρα έλεγχο προσώπων και πραγμάτων. Μόνον ως ατυχής ύστατη εξέλιξη εκλαμβάνεται το ενδεχόμενο συνεργασίας. Ο μόνος δρόμος, για να εκμηδενίσει ή να περιορίσει το πολιτικό και προσωπικό κόστος, είναι η διεκδίκηση αυτοδυναμίας ή του σχηματισμού με κάθε μέσο δεδηλωμένης πλειοψηφίας, με το θέμα των υποκλοπών «λελυμένο» πολιτικά μέσω των εκλογών. Το κοινωνικο-οικονομικό μπλοκ εξουσίας που επιθυμεί διακαώς και συντεταγμένα να παραμείνει στην εξουσία το αυθεντικότερο πολιτικό δημιούργημα και εκφραστής του, βάζουν άλλωστε σε δεύτερη, αν όχι τρίτη, μοίρα τις υποκλοπές.

Ωστόσο, ο πολιτικός ενταφιασμός του ζητήματος των υποκλοπών και η κλιμάκωση του σκανδάλου της συγκάλυψης δεν μπορούν να γίνουν ανεκτά. Άλλωστε κάτι τέτοιο ούτε βιώσιμο πολιτικά φαίνεται ενόψει του νομικού μέλλοντος της υπόθεσης. Το πολιτικό σύστημα πρέπει, με οποιεσδήποτε συνθήκες και συσχετισμούς, να καλύψει τη θεσμική υπερημερία που άφησε η Εξεταστική παρωδία. Στην επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο, οι πολιτικές δυνάμεις πρέπει να αναλάβουν την πρωτοβουλία να συγκροτηθεί και λειτουργήσει Εξεταστική Επιτροπή, ώστε να ερευνηθούν ενδελεχώς τα ζητήματα που έχουν ανακύψει από τη λειτουργία της ΕΥΠ στο χρονικό διάστημα από το 2015 και εξής. Θυμίζουμε το προηγούμενο των δύο Εξεταστικών Επιτροπών για το σκάνδαλο του Βατοπεδίου σε δύο διαδοχικές κοινοβουλευτικές περιόδους. Συναφώς, να συμφωνηθεί ότι θα ασκηθούν οι εξουσίες που απονέμει ο νόμος, για να παρακαμφθεί τυχόν επίκληση απορρήτου. Η συγκρότηση και η βασική συνεννόηση για τον τρόπο λειτουργίας μιας τέτοιας Επιτροπής πρέπει να τεθεί στο τραπέζι ενδεχόμενης συζήτησης για το σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης και κυβερνητικής πλειοψηφίας. Το πόρισμα πρέπει να είναι κατ’ αρχήν δημόσιο.

Τα παραπάνω δεν προκύπτουν μόνον ως καθήκον αλλά και για το συμφέρον όλων των υγιών δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων. Το απόστημα των υποκλοπών (και της συγκάλυψής τους) πρέπει να σπάσει και η τοξικότητα που εμπεριέχει να σταματήσει να δηλητηριάζει τις σχέσεις θεσμών, κομμάτων και προσώπων στην πολιτική σκηνή του τόπου.

Αναδημοσίευση από “ΤΑ ΝΕΑ”