Το «21» στην Ελλάδα της Παγκοσμιοποίησης. Του ΓΙΑΝΝΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Κι όταν θα σβήσουν τα φώτα της γιορτής θα μείνει άδεια η σκηνή; Όταν περάσει η επέτειος θα ξαναγυρίσει το «21» στο ημίφως της εθνικής αδιαφορίας; Ασφαλώς τα 200 χρόνια έχουν φέρει την Εθνική Επανάσταση στην επικαιρότητα, και παρά τους ασφυκτικούς περιορισμούς που έχει επιβάλει η πανδημία, η Γιορτή διεκδικεί τον χώρο και τον χρόνο της. Όπως μάλιστα συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, σημειώνεται μια έκρηξη εκδηλώσεων, εκδόσεων και συμβολικών δράσεων που οπωσδήποτε θα κάνουν κάποια στιγμή τον κύκλο τους. Δεν είναι όμως σίγουρο ότι μετά από τη γιορτή το «21» θα γυρίσει στην αδιαφορία που γνώρισε στη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου. Η Ελλάδα στη νέα εποχή το χρειάζεται.

Αντιθέτως, η μεταπολιτευτική Ελλάδα, όπως και να ορίσουμε χρονικά την ολοκλήρωσή της (είτε το 2001 με την είσοδο στο ευρώ, είτε το 2008-09 με την παγκόσμια κρίση) δεν ασχολήθηκε με το «21». Λίγες ήταν οι επιστημονικές δυνάμεις που αφιερώθηκαν στη μελέτη του. Στη δημόσια σφαίρα οι εκδηλώσεις ήταν κατά κύριο λόγο επετειακές και συμβατικές. Ουσιαστικά, η μεταπολιτευτική Ελλάδα δεν είχε ανάγκη το «21». Ο ιστορικός της ορίζοντας αφορούσε τον 20ο αιώνα, και μάλιστα των άγριων συγκρούσεων αυτού του αιώνα. Η Μεταπολίτευση άνοιξε το τελευταίο κεφάλαιο αυτού του αιώνα, θέτοντας ως ιστορικό διακύβευμα την εξομάλυνση του ανταγωνισμού των τριών ιστορικών παρατάξεων της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς που είχαν συγκρουστεί μεταξύ τους μέχρις εσχάτων. Οι δύο πρώτες στον εθνικό Διχασμό του Μεσοπολέμου, η τρίτη με τις άλλες δύο στον Εμφύλιο. Η δημοκρατική ομαλοποίηση μετά το 1974, ευνοούσε αν δεν απαιτούσε τον αναστοχασμό της πορείας της κάθε παράταξης. Και αυτό ήταν πρωτίστως έργο αυτών των ίδιων. Δεν είναι τυχαίο ότι καθεμιά παρουσιάστηκε με νέο πρόσωπο στη Μεταπολίτευση: ΕΡΕ, ΕΚ, ΕΔΑ-ΚΚΕ αντικαταστάθηκαν από ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, δύο ΚΚ. Κοντολογίς, κύριοι φορείς του ιστορικού αναστοχασμού ήταν οι τρεις παρατάξεις, αντικείμενο του αναστοχασμού ήταν ο εαυτός τους, ιστορικός ορίζοντας ο 20ος αιώνας και κυρίαρχο βίωμα οι δοκιμασίες της χώρας από τον εμφύλιο ώς τη δικτατορία. Βεβαίως, είχε αρχίσει να επιταχύνεται η διεθνοποίηση και η ένταξη στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, όμως το κλίμα και την ατμόσφαιρα καθόριζε ακόμα η εθνική περιπέτεια, η εθνική ιστορία.

Σε αυτό το πλαίσιο, το «1821» ήταν περιθωριακό, απόμακρο, σχεδόν περιττό ως προς τον φυσιογνωμικό επανακαθορισμό των ιστορικών παρατάξεων. Η ΝΔ προσπαθούσε να πάρει αποστάσεις από την παράδοση τής εθνικοφροσύνης που είχε ξεφτιλιστεί επί δικτατορίας, ο εθνικισμός είχε απαξιωθεί γενικότερα ώς την έκρηξη του «μακεδονικού» το 1991-92. Οι κομμουνιστικές Αριστερές είχαν πλέον δύο παγιωμένες πολιτικές ταυτότητες, του σοβιετικού κομμουνισμού η μία, του ευρωκομουνισμού η άλλη, ώστε να μην χρειάζονται να αναζητούν την ταξική σημασία του 21 ώστε να καθορίσουν τη στρατηγική τους όπως έκαναν στο Μεσοπόλεμο με τη γνωστή διαμάχη Κορδάτου-Ζέβγου. Όχι τυχαία, ήταν περισσότερο ο λαϊκισμός τού υπό διαμόρφωση ΠΑΣΟΚ που προσέφερε το πολιτικό περιβάλλον αντίστοιχων καλλιτεχνικών κυρίως εθνικολαϊκιστικών παραπομπών στο «21». Όσον αφορά το επιστημονικό πεδίο, οι κυρίαρχες τότε ιστορικοκοινωνιολογικές ερμηνείες αντιμετώπιζαν το «21» ως την απόμακρη ανολοκλήρωτη ή προδομένη αφετηρία μιας εξέλιξης που χαρακτηριζόταν από την υπανάπτυξη, την καθυστέρηση και την αρνητική ιδιομορφία της Ελλάδας ως προς τον ευρωπαϊκό κανόνα.

Κοντολογίς, στη μεταπολιτευτική Ελλάδα προείχε ο πολιτικός – παραταξιακός αναστοχασμός στο ιστορικό πλαίσιο του 20ου αιώνα. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει από τη δεκαετία του 1990 και τις αρχές του νέου αιώνα, η χώρα μαζί με όλον τον Κόσμο άφηνε πίσω τον Ψυχρό Πόλεμο και παρασυρόταν στην επιταχυνόμενη δυναμική και τις αντιφάσεις της παγκοσμιοποίησης. Η σταθεροποίηση της δημοκρατίας, η ένταξη στον στενό πυρήνα της ΕΕ και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, άλλαζαν την αυτοσυνείδηση της χώρας, οι ερμηνείες της «ελληνικής περίπτωσης» γίνονταν θετικότερες και πιο αισιόδοξες. Με το ξέσπασμα της κρίσης του 2008-2010 επανήλθαν αρνητικότερες αξιολογήσεις που μάλιστα έγιναν τρέχοντα δημοσιογραφικά σλόγκαν, σαν η εθνική πορεία των 200 χρόνων να ήταν μια αλληλουχία εμφυλίων και πτωχεύσεων που ανάγονταν στη νοοτροπία μας και στις εθνικές μας «ιδιαιτερότητες». Σήμερα το βίωμα των μεταπολιτευτικών επιτυχιών και το βίωμα της δεκαετούς δραματικής κρίσης συμπλέκονται, η αυτοπεποίθηση και η επισφάλεια συνυπάρχουν, χωρίς ευτυχώς να μάς έχουν οπισθοδρομήσει σε παλιά αρνητικά στερεότυπα. Αντιθέτως, εμπεδώνεται μια θετικότερη συλλογική αντίληψη για την πορεία της χώρας και γενικεύεται η αίσθηση ότι χρειαζόμαστε μια νέα αυτογνωσία για να τακτοποιήσουμε τα βιώματά των τελευταίων δεκαετιών, που αφορούν άμεσα τις ζώσες γενεές.

Πέρα όμως από τις αξιολογήσεις, το ουσιαστικό είναι ότι στη σημερινή Ελλάδα της Παγκοσμιοποίησης αλλάζει ο χαρακτήρας του αναστοχασμού: από πολιτικός – παραταξιακός γίνεται εθνικός. Όχι βεβαίως με την έννοια της «ομοφωνίας», αλλά του αντικειμένου του αναστοχασμού που δεν είναι άλλο από το έθνος-κράτος. Γι’ αυτό μακραίνει και ο ιστορικός ορίζοντας. Υπερβαίνει τον 20ο αιώνα, πηγαίνει πίσω στα τέλη του 18ου και στην Επανάσταση του 1821, για να περιλάβει το σύνολο της νεωτερικής ιστορίας. Δεν είναι τα επετειακά 200 χρόνια που το επιβάλλουν, είναι το αντικείμενο του αναστοχασμού, το έθνος-κράτος, που το επιζητά και μάς υποβάλλει τον δικό του ιστορικό χρόνο εξ αιτίας της νέας συνθήκης που γεννά η παγκοσμιοποίηση. Αντίθετα με την αντίληψη ότι το έθνος-κράτος παρακμάζει, στην πραγματικότητα μετασχηματίζεται δρώντας μέσα σε ένα νέο και πυκνό πλέγμα σχέσεων εθνικής και υπερεθνικής διάστασης. Λειτουργεί ως βασικό πολιτικό εργαλείο που μεσολαβεί την καθημερινή ζωή των πολιτών μιας εθνικής κοινωνίας με τις υπερεθνικές δυνάμεις και ροές. Αυτή η όλο και πυκνότερη αλληλεξάρτηση συμβαίνει την ίδια εποχή που ο ιδεολογικός χαρακτήρας της διεθνούς πολιτικής που κυριαρχούσε στον 20ο αιώνα φθίνει μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Τα εθνικά κόμματα δεν δρουν στον υπερεθνικό πολιτικό στίβο σαν μέλη ενός διεθνούς ιδεολογικού συνασπισμού (όπως ήταν μεταπολεμικά ο κομμουνισμός, ο σοσιαλισμός, η δημοκρατία ή οι αδέσμευτοι) αλλά συμμετέχουν πρωτίστως μέσω του εθνικού Κράτους. Εξού και μειώνεται σταθερά το βάρος των ιστορικών παραταξιακών ταυτοτήτων. Αντιθέτως, το έθνος-κράτος γίνεται το «κόμμα» μέσω του οποίου η εθνική κοινωνία παρουσιάζεται στον διεθνή στίβο. Για αυτό τον λόγο, οι εθνικές ιστορίες ξαναγράφονται υπό το φως της παγκοσμιοποίησης που ήταν δομική τάση της Νεωτερικότητας. Οι ταυτότητες επανεξετάζονται σαν ιστορικά εξελισσόμενες συνθέσεις των υπερεθνικών, εθνικών και τοπικών σχέσεων.

Υπ’ αυτή την έννοια, μεταβαίνοντας από τη μεταπολιτευτική Ελλάδα στην Ελλάδα της Παγκοσμιοποίησης, το «21» και ο αναστοχασμός της εθνικής εξέλιξης που αυτό δρομολόγησε, αποκτά νέες σημάνσεις που ξεπερνούν τις επετειακές ανάγκες των 200 χρόνων. Εκφράζουν τη νέα και διαφορετική από το παρελθόν υποκειμενικότητα που προσέδωσε στο έθνος-κράτος η παγκοσμιοποίηση. Άλλωστε το ίδιο το «1821» προέκυψε σε μια φάση επιτάχυνσης μιας προηγούμενης παγκοσμιοποίησης.

Δημοσίευση από “ΤΑ ΝΕΑ”