Το τέλος της μεσαίας τάξης.* Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ

Ο Γάλλος γεωγράφος Christophe Guilluy, με τα βιβλία του «La France périphérique» (Flammarion 2015) και «No society» (κυκλοφορεί και στη γλώσσα μας από τις «Εναλλακτικές Εκδόσεις»), σχεδίασε έναν χάρτη των νέων κοινωνικών συγκρούσεων που έχουν ξεσπάσει στη Γαλλία και σε άλλες χώρες της αναπτυγμένης Δύσης. Και πρότεινε μιαν ερμηνεία τους που έχει προκαλέσει ζωηρές συζητήσεις και πολεμικές. Η ακόλουθη συνέντευξη του Κριστόφ Γκιγί δημοσιεύτηκε στην ιταλική εφημερίδα Il Manifesto.


 Ο δεξιός λαϊκισμός τροφοδοτείται από την ιδέα ότι η Ευρώπη βαδίζει προς μιαν αναπόφευκτη «παρακμή». Ενώ όμως οι δεξιοί λαϊκιστές περιγράφουν την παρακμή της ηπείρου, εσείς παρουσιάζετε αντίθετα μια κοινωνική ακτινογραφία της κρίσης μιλώντας για το «τέλος της δυτικής μεσαίας τάξης». Τι έχει συμβεί;

Δεν πιστεύω στην ιδέα της παρακμής. Η Ευρώπη παραμένει η πιο πλούσια ήπειρος στον πλανήτη. Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι άλλο και αφορά το γεγονός ότι σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα οικονομικό μοντέλο που δεν ενσωματώνει πλέον τις κοινωνικές κατηγορίες που αποτελούσαν κάποτε τη βάση της δυτικής μεσαίας τάξης. Πρόκειται για εργαζόμενους, υπάλληλους, αγρότες, μικρούς επιχειρηματίες, που αντιπροσωπεύουν ακόμα την πλειοψηφία, αλλά δεν έχουν βρει τη θέση τους στο εσωτερικό του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Χωρίς να πέφτουν υποχρεωτικά στη φτώχεια, αυτές οι κατηγορίες έχουν αποδυναμωθεί κοινωνικά και γι’ αυτό θεωρούν ότι το οικονομικό μοντέλο που προτείνεται από τις κυρίαρχες τάξεις δεν είναι επωφελές.

 Γιατί αυτή η υποβάθμιση εκδηλώθηκε συχνά με ένα συναίσθημα μνησικακίας, που μπορεί να οδηγεί στη σύγκρουση ανάμεσα στους «από κάτω» και στους «από πάνω» μάλλον παρά στις παραδοσιακές μορφές της κοινωνικής σύγκρουσης;

Ενώ η παγκοσμιοποίηση και οι συνέπειές της στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας κατέστησαν δυνατή την ανάδυση μιας κινεζικής ή ινδικής μεσαίας τάξης, ταυτόχρονα κατέστρεψαν τις βιομηχανικές θέσεις εργασίας των δυτικών εργαζόμενων τάξεων. Παντού στη Δύση οι θέσεις εργασίας των λαϊκών τάξεων χάθηκαν ή έγιναν επισφαλείς. Ταυτόχρονα η αγορά της εργασίας πολώθηκε και τώρα είναι διαιρεμένη ανάμεσα σε καλά αμειβόμενες εργασίες υψηλής ειδίκευσης και σε επισφαλείς εργασίες, που εγκλωβίζουν τις λαϊκές τάξεις σε μια μορφή μόνιμης ανασφάλειας. Γι’ αυτό μιλώ για μια βραδεία διαδικασία «εγκατάλειψης της μεσαίας τάξης», που άρχισε με τους εργάτες και συνεχίστηκε έπειτα με τους αγρότες και σήμερα με τους υπάλληλους και με τους αυτοαπασχολούμενους, που είναι και αυτοί όλο και περισσότερο ανασφαλείς. Αυτή η κατάσταση εξηγεί την επιστροφή μιας κοινωνικής σύγκρουσης ανάμεσα στις επισφαλείς δυτικές εργαζόμενες τάξεις και τις άλλες, εκείνες τις ανώτερες, που είναι ενσωματωμένες.

 Το 1987, η Θάτσερ ισχυρίστηκε ότι «η κοινωνία δεν υπάρχει». Τριάντα χρόνια μετά την έναρξη των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που ενσαρκώνονταν από τη Θάτσερ και τον Ρέιγκαν, αυτή η δυσοίωνη προφητεία έγινε πραγματικότητα;

Η φράση της Θάτσερ «η κοινωνία δεν υπάρχει» φώτιζε μια παγκόσμια διαδικασία που έτεινε στη μείωση του κοινωνικού κράτους και των δημόσιων υπηρεσιών. Η ιδέα ότι οι λαϊκές τάξεις δεν θα έπρεπε να περιμένουν τίποτα από το κράτος συνοδεύτηκε έπειτα από μιαν άλλη θεμελιώδη στροφή, από εκείνη την «απόσχιση των ελίτ» που ο Κρίστοφερ Λας είχε επισημάνει ήδη από τη δεκαετία του 1980. Η απόσχιση δεν αφορά μόνον τις ελίτ αλλά το σύνολο των ανώτερων τάξεων, εκείνων που επωφελούνται από το οικονομικό μοντέλο το οποίο επιβλήθηκε και το οποίο συγκεντροποιείται στις μεγάλες παγκοσμιοποιημένες μητροπόλεις.

 Στο βιβλίο σας «La France périphérique» περιγράφετε την έξοδο των λαϊκών τάξεων προς περιοχές όλο και πιο περιθωριακές σε ό,τι αφορά υπηρεσίες, εργασία, ευκαιρίες. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που παρατηρείται σε όλη τη Δύση;

Στη Γαλλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Μεγάλη Βρετανία, η δημιουργία θέσεων εργασίας και πλούτου συγκεντρώνεται στις παγκοσμιοποιημένες μητροπόλεις. Ολο και πιο πλούσιες και πυκνοκατοικημένες, αυτές οι μητροπόλεις έχουν γίνει τα νέα μεσαιωνικά φρούρια του 21ου αιώνα. Για πρώτη φορά στην Ιστορία, το μεγαλύτερο τμήμα των εργαζόμενων τάξεων δεν ζει πλέον εκεί όπου δημιουργείται εργασία, αλλά σε μικρότερα κέντρα, σε αποβιομηχανοποιημένες πόλεις μεσαίων διαστάσεων ή στις γεωργικές περιοχές, εκεί όπου η απασχόληση γίνεται όλο και περισσότερο σπάνια και όπου παρατηρείται μια υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών. Το περιβάλλον των περιφερειών, ξεκινώντας από τα γαλλικά προάστια, είναι διαφορετικό. Αυτές οι φτωχές περιοχές βρίσκονται σήμερα στο εσωτερικό όλο και πλουσιότερων μητροπόλεων και φωτίζουν τη λειτουργία της παγκοσμιοποιημένης πόλης, στην οποία οι ανισότητες αυξάνονται διαρκώς. Συγκεντρώνουν μιαν εργατική δύναμη προορισμένη για την ανειδίκευτη και φθηνή εργασία την οποία χρειάζεται η αστική τάξη των μητροπόλεων (ιδιαίτερα στους τομείς των κατασκευών, της παροχής υπηρεσιών σε πρόσωπα, της εστίασης). Πρόκειται για ένα μοντέλο δυνητικά εκρηκτικό, επειδή σε αυτές τις ζώνες ο κοινωνικός καταμερισμός κρύβει και έναν εθνικό διαχωρισμό.

 Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στην κρίση του κόσμου της εργασίας αρχικά και του μεσαίου στρώματος έπειτα, και στην άνοδο του δεξιού λαϊκισμού; Μπορούμε να ανιχνεύσουμε ένα είδος κοινωνικής γεωγραφίας του φαινομένου;

Σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες ο λαϊκισμός εκφράζει την ίδια κοινωνιολογία (τις λαϊκές τάξεις) και την ίδια γεωγραφία (γεωργικές περιοχές, μικρότερα κέντρα, μικρές αποβιομηχανοποιημένες πόλεις). Η περιφερειακή Αμερική εξέλεξε τον Τραμπ και εκείνη του Ηνωμένου Βασιλείου αποφάσισε υπέρ του Brexit. Και παρόλο που τα εθνικά κοινωνικά και οικονομικά περιβάλλοντα είναι διαφορετικά, οι δυναμικές που έχουν ενεργοποιηθεί είναι λίγο ώς πολύ οι ίδιες. Στο Nord-Pas de Calais, πρώην οχυρό της Αριστεράς, οι εργαζόμενες τάξεις, και συγκεκριμένα οι εργάτες και οι αγροτικοί πληθυσμοί, ψηφίζουν τώρα υπέρ της Μαρίν Λεπέν.

 Σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο, εμφανίστηκε στη Γαλλία το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων». Τι αντιπροσωπεύει κατά τη γνώμη σας;

Νομίζω ότι αυτό το κίνημα αντιπροσωπεύει τη συγκεκριμένη ενσάρκωση της έννοιας «περιφερειακή Γαλλία». Αντιστοιχεί δηλαδή ακριβώς στη γεωγραφία εκείνης της λαϊκής και διάσπαρτης Γαλλίας, στην οποία βρίσκουμε όλες τις κοινωνικές κατηγορίες που έγιναν πιο ευάλωτες από το τωρινό οικονομικό μοντέλο: εργάτες και υπαλλήλους στις πόλεις και στα χωριά, νέους και συνταξιούχους. Από αυτή την άποψη, τα «κίτρινα γιλέκα» είναι μια θετική ένδειξη της συντελούμενης ταξικής ανασύνθεσης. Αν και έχει σημασία να σημειώσουμε ότι αυτό το κίνημα δεν είναι ούτε δεξιό ούτε αριστερό, αλλά αντιπροσωπεύει την εργατική τάξη του 21ου αιώνα, η οποία στην πλειονότητά της δεν φαίνεται να πιστεύει πλέον στη διάκριση Δεξιά/Αριστερά.

 Στα συμπεράσματα του βιβλίου σας εξηγείτε ότι το ζητούμενο δεν είναι πλέον «να διαχειριστούμε την κοινωνική οπισθοδρόμηση, αλλά να ξαναφτιάξουμε από την αρχή την κοινωνία»…

Θεωρώ ότι είναι η μοναδική δυνατή λύση. Δεν μπορούμε ωστόσο να «φτιάξουμε την κοινωνία» χωρίς να ενσωματώσουμε τις λαϊκές τάξεις, που αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα του πληθυσμού. Αν τίποτα δεν αλλάξει, η λαϊκή διαμαρτυρία δεν θα σταματήσει, τα «κίτρινα γιλέκα» όπως και οι υποστηρικτές του Brexit θα συνεχίσουν να υπάρχουν και στα προσεχή εκατό χρόνια. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι κυρίαρχες τάξεις όπως και τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να αναθεωρήσουν τα προγράμματά τους. Είναι αναγκαίο να ανταποκριθούν στα νέα κοινωνικά και πολιτισμικά αιτήματα, παίρνοντας υπόψη τους ότι ο λαός δεν θα χαθεί ποτέ.

Δημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”

*Για το βιβλίο «No society» ο Θ. Μαργαρίτης είχε γράψει τα εξής:

Ενδιαφέρον και αιρετικό βιβλίο για την «επίσημη» αριστερή σκέψη. Ο συγγραφέας με αφορμή το κίνημα των «Κίτρινων γιλέκων» και τις ανισότητες στην περιφερειακή Γαλλία επανατοποθετεί τα νέα διακυβεύματα. Οι νέοι διαχωρισμοί δεν αντιπαραθέτουν όπως στον παλιό κόσμο την Αριστερά με την Δεξιά, την εργατική τάξη με τα αφεντικά αλλά τους κερδισμένους από την παγκοσμιοποίηση με τους χαμένους και τους ευάλωτους, τις νέες ανώτερες τάξεις, τις δεξιές και αριστερές ελίτ με τις λαϊκές τάξεις. Τους «επάνω» με τους «κάτω».
Στα βασικά του βιβλίου: Ο Γκιλλουί έχει κεντρική ιδέα την διάλυση της έννοιας «κοινωνία». Οι άρχουσες τάξεις εξήλθαν από το εθνικό πλαίσιο (όπου έστω και υποχρεωτικά ασκείται η κοινωνική αλληλεγγύη) και οχυρώθηκαν στις παγκοσμιοποιημένες μητροπόλεις-φρούρια ασκώντας μία εξουσία από το υπερεθνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα που εγκαταλείπει το δημόσιο συμφέρον. Η no Society σηματοδοτεί την καινούργια διασπορά σε κοινοτιστική περιχαράκωση και μειονότητες. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι οι μεταναστευτικές ροές ενσωματώνονται στο σχέδιο των κυρίαρχων τάξεων για διαίρεση και εκμετάλλευση. Το δίλημμα δεν είναι πια «Μετανάστευση ή απουσία της» αλλά «παρέμβαση του κράτους ή παραίτηση του». Επομένως η αντιμετώπιση των μεταναστευτικών κυμάτων είναι ορός επιβίωσης των εθνικών κρατών. Οι λαϊκές τάξεις πληρώνουν το αντίτιμο του «προοδευτικού αντιρατσισμού» την ιδία στιγμή που τα αστικά στρωματά (από την δεξιά και από την αριστερά) μέσα από τις επιλογές κατοικίας και εκπαίδευσης διαχωρίζονται. Στην ανάλυση του υποστηρίζει πως τα λαϊκίστικα ρεύματα (Τράμπ, Brexit, Κίτρινα Γιλέκα, 5 Αστέρια) αποτελούν την αντίδραση των λαϊκών στρωμάτων. Μια soft Power εξέγερση απέναντι στις δεξιές και αριστερές ελίτ. Οι θεματικές που επιβάλουν οι «από κάτω» διαμορφώνουν την ατζέντα του δημόσιου διαλόγου: Κοινωνικό κράτος, προστατευτισμός, ρύθμιση μεταναστευτικών ροών. Όσο τα λεγόμενα προοδευτικά κόμματα δεν τα αντιλαμβάνονται το ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΡΗΓΜΑ θα μεγαλώνει.
Στα αρνητικά του βιβλίου: Μια αγωνία «επανεθνικοποίησης» όλων των στρατηγικών για την αντιμετώπιση των νέων μεγάλων προβλημάτων σε συνδυασμό με μία ορισμένη «αθώωση» των κινήσεων διαμαρτυρίας υπέρ των λαϊκίστικών πολιτικών είναι εσφαλμένη. Η κριτική στις επιλογές της τυφλής διαμαρτυρίας των φτωχών λευκών υπέρ του Τράμπ δεν είναι σωστό, ούτε χρήσιμο να απουσιάζει, ούτε να υποτιμάται. Έχουμε άλλωστε το δραματικό παράδειγμα του μεσοπολέμου. Επίσης μία θεώρηση που έχει τα χαρακτηριστικά «αστυνομικής προσέγγισης» της ιστορίας και ενός συνωμοτικού σχεδιασμού όπου οι άρχουσες τάξεις ενσωματώνουν τις μεταναστευτικές ροές για την απορρύθμιση στις κοινωνικές συντεταγμένες είναι υπερβολική.
Ωστόσο το βιβλίο παρά τον αιρετικό του χαρακτήρα προειδοποιεί για τις συγκλονιστικές αλλαγές στο κόσμο που ακυρώνουν τα παραδοσιακά ιδεολογικά εργαλεία. Πράγματι τα ανώτερα στρώματα, ο ακαδημαϊκός και μιντιακός κόσμος αποκόπτονται από τα δεδομένα της λαϊκής κοινωνίας η οποία δοκιμάζεται από την μεταναστευτική πίεση, την αυστηρότητα της «πολιτικής ορθότητας», τις αλλαγές της ψηφιακής επανάστασης. Κατά συνέπεια η διάκριση Αριστεράς- Δεξιάς δεν είναι αυτή που μπορεί να εξηγήσει από μόνη της τις νέες κοινωνικές διαμαρτυρίες και εντάσεις. Αυτό που ο Ζάκ Ζυλιάρ ονόμασε «σύστημα όπου η Δημοκρατία ασκείται σήμερα χωρίς Λαό»