Το πρόταγμα για μια δημιουργική προνοητικότητα. Των Τ. ΓΙΑΝΝΙΤΣΗ και Σ. ΘΩΜΑΔΑΚΗ

Ο 21ος αιώνας ανα­δει­κνύεται σε αιώνα επάλ­λη­λων μεγάλων κρίσεων, με πα­γκό­σμιες επι­πτώ­σεις. Στις γνω­στές απει­λές (πλη­θω­ρι­σμός, νο­μι­σμα­τι­κές αστάθειες, στρα­τιω­τι­κοί και εμπο­ρι­κοί πόλε­μοι, ενερ­γεια­κές κρί­σεις) έχουν προ­στε­θεί παράγο­ντες, όπως οι δυ­σα­νά­λο­γες φυ­σι­κές κα­τα­στρο­φές, οι παν­δη­μίες, οι τε­χνο­λο­γι­κές ανα­τρο­πές (disruptions)

Ο 21ος αιώνας ανα­δει­κνύεται σε αιώνα επάλ­λη­λων μεγάλων κρίσεων, με πα­γκό­σμιες επι­πτώ­σεις. Στις γνω­στές απει­λές (πλη­θω­ρι­σμός, νο­μι­σμα­τι­κές αστάθειες, στρα­τιω­τι­κοί και εμπο­ρι­κοί πόλε­μοι, ενερ­γεια­κές κρί­σεις) έχουν προ­στε­θεί παράγο­ντες, όπως οι δυ­σα­νά­λο­γες φυ­σι­κές κα­τα­στρο­φές, οι παν­δη­μίες, οι τε­χνο­λο­γι­κές ανα­τρο­πές (disruptions). Η κα­τα­στρο­φι­κή πο­λε­μι­κή κρί­ση στην Ουκρα­νία, εκτός από την τρα­γι­κή αν­θρώ­πι­νη, πο­λι­τι­σμι­κή και διε­θνο­πο­λι­τι­κή της διά­στα­ση, προ­κα­λεί νέα ρήγ­μα­τα στην πα­γκό­σμια ισορ­ρο­πία και αδό­κη­τους κιν­δύ­νους ενερ­γεια­κούς, επι­σι­τι­στι­κούς και νο­μι­σμα­τι­κούς. Η πα­ράλ­λη­λη ανά­δει­ξη πολ­λών και με­γά­λων κιν­δύ­νων απο­μα­κρύ­νει ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, ιδί­ως τις πιο αδύ­να­μες κοι­νω­νί­ες, από συν­θή­κες ομα­λό­τη­τας.

Η εξε­λισ­σό­με­νη κλι­μα­τι­κή κρί­ση, που απει­λεί το υπέρ­τα­το «δη­μό­σιο αγα­θό» –το πλα­νη­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον του αν­θρώ­που–, υπερ­κα­λύ­πτει τους κιν­δύ­νους και τα απο­τε­λέ­σμα­τα όλων των κρί­σε­ων. Ξεχω­ρί­ζει διό­τι: Πρώ­τον, τα απο­τε­λέσμα­τά της είναι «συ­στη­μι­κά» για τον πλα­νήτη, δεν δια­κρίνουν εθνι­κά σύνορα, και δεν θε­ρα­πεύ­ο­νται με μο­να­χι­κές δρά­σεις των «με­γά­λων δυ­νά­με­ων» του πλα­νή­τη. Δεύ­τε­ρον, ως φαι­νό­με­νο, απου­σιάζει από τη συλ­λο­γι­κή μνήμη και εμπει­ρίες της αν­θρω­πότη­τας, είναι «νε­ω­τε­ρι­κή». Τρί­τον, λει­τουρ­γεί σω­ρευ­τι­κά, χωρίς κυ­κλι­κές υφέ­σεις. Τέταρ­τον, πα­ρά­γει απο­τε­λέ­σμα­τα σε πλα­νη­τι­κό και εθνι­κό επί­πε­δο, έντο­να αι­σθη­τά σε όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ριο­χές.

Το προ­γραμ­μα­τι­κό ζη­τού­με­νο στην κλι­μα­τι­κή κρίση πε­ρι­λαμ­βά­νει την κα­τα­στο­λή των αιτίων που την προ­κα­λούν, αλλά και τη δη­μιουρ­γία δομών και μη­χα­νι­σμών προ­στα­σίας από τις εξει­δι­κευ­μένες επι­πτώσεις της σε κάθε πε­ριο­χή. Η αντα­πόκρι­ση στον πρώ­το κίν­δυ­νο απαι­τεί μια εφαρ­μόσιμη πα­γκόσμια συν­θήκη με σύ­στη­μα δια­κρα­τι­κών κινήτρων για μείωση των ατμο­σφαι­ρι­κών ρύπων. Η αντι­με­τώ­πι­ση του δεύ­τε­ρου κιν­δύ­νου ανά­γε­ται στη με­ρι­κό­τε­ρη ευθύνη των εθνι­κών κρα­τι­κών εξου­σιών. Και τα δύο επι­βάλλουν νέες μορ­φές κοι­νής δράσης σε πα­γκόσμιο, πε­ρι­φε­ρεια­κό και εθνι­κό επίπεδο. Μάλι­στα, για μι­κρά κράτη, όπως π.χ. στην περίπτω­ση Ανα­το­λι­κής Μεσο­γείου και Βαλ­κα­νι­κής, που δια­χει­ρίζο­νται κοι­νό γε­ω­γρα­φι­κό οι­κο­σύστη­μα, η δια­συ­νο­ρια­κή συ­νερ­γα­σία και ο δια­κρα­τι­κός συ­ντο­νι­σμός για απορ­ρύ­παν­ση και προ­στα­σία, εί­ναι απα­ραί­τη­τα, ώστε να υπάρχει ένα, έστω ελά­χι­στο, αλλά κρίσιμο, απο­τέλε­σμα.

Θα ήταν λά­θος να ισχυ­ρι­στεί κα­νείς ότι γνω­ρίζου­με επαρ­κώς τις βαθύτε­ρες δια­συν­δέσεις των άλ­λων κρί­σε­ων με την έρ­που­σα κλι­μα­τι­κή επι­δεί­νω­ση. Κατα­νο­ού­με, όμως, ότι όλες μαζί επα­να­προσ­διο­ρίζουν ταχύτατα τον ρόλο των κρα­τών και με­τα­φέρουν μεγάλους το­μείς ευθύνης και δρά­σης από τις «δυνάμεις αγο­ράς» στη «δημόσια παρέμβα­ση». Στην ουσία, ανα­δει­κνύεται με πολύ αδρό τρόπο μια νέα έκφαν­ση του κράτους, πέρα από τη «κεϋνσια­νή» αντίληψη της οι­κο­νο­μι­κής στα­θε­ρο­ποίησης: ο ρό­λος του κράτους ως ασφα­λι­στή-επεν­δυ­τή. Αυτό ση­μαί­νει ανα­ζήτηση νέων συν­θη­κών και πρα­κτι­κών δια­κυ­βέρνη­σης σε εθνι­κό ή και δια­συ­νο­ρια­κό επί­πε­δο. Αν σε ένα τόσο δια­φο­ρε­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον, θέ­λου­με να δια­σφα­λι­στούν, έστω σε κά­ποιο βαθ­μό, οι αξί­ες μας και οι θε­με­λια­κοί στό­χοι των κοι­νω­νιών μας, τότε οι πο­λι­τι­κές προ­τε­ραιό­τη­τες και τα ερ­γα­λεία πο­λι­τι­κής που εξέ­θρε­ψαν τους κιν­δύ­νους αυ­τούς πρέ­πει να αλ­λά­ξουν ή και να ανα­τρα­πούν.

Οι όροι «κίνδυ­νος», «ρίσκο», «απει­λή» συ­χνά ξε­γε­λούν. Αφή­νουν την εντύ­πω­ση ότι ανά­γο­νται στο μέλ­λον και ότι «υπάρ­χει χρό­νος» αντι­με­τώ­πι­σης. Η θε­ώ­ρη­ση αυτή τε­λεί­ω­σε. Οι συ­νέ­πειες επι­βα­ρύ­νουν ήδη το πα­ρόν, συ­χνά με οδυ­νη­ρή μορ­φή. Βιώ­σα­με την ψευ­δαί­σθη­ση για το πώς πολ­λά προ­βλή­μα­τα, που για πολ­λά χρό­νια τα συ­ζη­τή­σα­με ως «μελ­λο­ντι­κά», έγι­ναν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Η γήραν­ση του πλη­θυ­σμού στην Ελλάδα, η υπερ­χρέ­ω­ση, τα αδιέ­ξο­δα του ασφα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος, η αδια­φο­ρία για την αυ­ρια­νή μέρα σω­ρεύ­ουν πολ­λα­πλές αρ­νη­τι­κές οι­κο­νο­μι­κές και πο­λι­τι­κές συ­νέ­πειες, ακρι­βώς τού­τη την επο­χή των διε­θνών κρί­σε­ων. Αναμ­φί­βο­λα, οι νέοι μα­κρο­σκο­πι­κοί κίν­δυ­νοι έχουν δια­φο­ρε­τι­κά απο­τε­λέσμα­τα σε δια­φο­ρε­τι­κά οι­κο­νο­μι­κά και κοι­νω­νι­κά πε­ρι­βάλλο­ντα. Την κρί­σι­μη δια­φο­ρά κά­νουν δύο στοι­χεία: α) αν μια χώρα κι­νείται σε τρο­χιά εσω­στρε­φούς αυ­τα­ρέ­σκειας και αδράνειας ή αν μπο­ρεί να δια­κρίνει έγκαι­ρα νέες μορ­φές και συν­δυα­σμούς απει­λών και να ενερ­γο­ποι­ή­σει πο­λι­τι­κές αντι­με­τώ­πι­σης, και β) με τι βα­ρί­δια, αδυ­να­μί­ες και λάθη από το πα­ρελ­θόν της μια χώρα έχει φτά­σει στο πα­ρόν. Σήμε­ρα, θα αντι­με­τω­πί­ζα­με τις ση­με­ρι­νές κρί­σεις και απει­λές από κα­λύ­τε­ρη θέση, αν τα προ­βλή­μα­τα που έχου­με δεν εί­χαν προ­σκρού­σει σε ένα ατε­λεί­ω­το τεί­χος κοι­νω­νι­κού κυ­νι­σμού, συ­νει­δη­τών στρε­βλώ­σε­ων και μυω­πί­ας.

Είναι φα­νε­ρό ότι οι συ­νε­χείς ανα­τρο­πές και αβε­βαιό­τη­τες οδη­γούν σε κλίμα εντει­νόμε­νης ανα­σφά­λειας και κοι­νω­νι­κού αρ­νη­τι­σμού. Η ανα­τρο­πή των προσ­δο­κιών γραμ­μι­κής με­γέ­θυν­σης και ευ­η­με­ρί­ας, που έχουν εντυ­πω­θεί στην κουλ­τούρα και στις συ­μπε­ρι­φο­ρές κα­τα­να­λω­τών, κυ­βερ­νήσεων, επι­χει­ρή­σε­ων και κοι­νω­νι­κών ομά­δων, εί­ναι ανα­πό­φευ­κτη. Οι κοι­νω­νί­ες βρί­σκο­νται αντι­μέ­τω­πες με απρό­βλε­πτα και, συ­χνά, πρω­τό­γνω­ρα προ­βλή­μα­τα που κάθε άλλο παρά γραμ­μι­κή πρό­ο­δο εξα­σφα­λί­ζουν. Τότε, ακρι­βώς πρέ­πει να ανα­ζη­τού­νται συν­θή­κες συλ­λο­γι­κής ασφά­λειας και στα­θε­ρό­τη­τας που επη­ρε­ά­ζουν το μέλ­λον και όχι απα­ντή­σεις που έκλει­σαν τον κύ­κλο τους.

Πρόσφα­τα, δηµοσιεύθηκε από τη Friedrich Ebert Stiftung η με­λέ­τη «Η νέα επο­χή των δια­μαρ­τυ­ριών». Κεντρι­κή δια­πίστω­ση είναι ότι τα τε­λευ­ταία δε­κα­πέντε χρόνια έχουν πολ­λα­πλα­σια­στεί οι δια­μαρ­τυ­ρίες και οι ανα­στα­τώσεις στις δυ­τι­κές κοι­νω­νίες, για διάφορα ζητήματα, με πολύ προ­βλη­μα­τι­κές επι­πτώσεις στην κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­κή στα­θε­ρότητα. Στα χρόνια της κρίσης, είχαμε αντί­στοι­χα βιώ­μα­τα και στη χώρα μας, όπως και σε άλλες χώρες. Το κρί­σι­μο ερώτημα είναι: έστω και αν υπάρχει κα­τα­νόηση των δυ­σκο­λιών, μπο­ρούν μια κοι­νω­νία, ένα κράτος να αντα­πο­κρι­θούν; Θέλουν, και σε τι βαθ­μό;

Σε πολ­λές κοι­νω­νί­ες εμ­φα­νί­ζο­νται με­γά­λες ομά­δες, ενί­ο­τε πλειο­ψη­φί­ες, που υπο­τι­μούν ή αδυ­να­τούν να ερ­μη­νεύσουν σω­στά τις εξε­λίξεις στο ευρύτερο πε­ρι­βάλλον τους. Οταν κυ­βερ­νήσεις και κοι­νω­νί­ες αδυ­να­τούν να ανα­γνω­ρίσουν έγκαι­ρα την παράλλη­λη συσ­σώρευ­ση απει­λών και αρ­νού­νται να ενερ­γή­σουν προ­νοη­τι­κά, μπο­ρεί αντί να ανα­δει­χθούν σε πα­ρά­γο­ντες λύ­σε­ων, να με­τα­τρα­πούν σε δευ­τε­ρο­γε­νή πηγή απει­λής για τον ίδιο τους τον εαυ­τό. Σε μια κρί­σι­μη στιγ­μή εμ­φα­νίζο­νται οι «μαύροι κύκνοι». Είναι το ση­μείο όπου μια απει­λή με­τα­τρέ­πε­ται σε πραγ­μα­τι­κότητα, όπου ψευ­δαι­σθή­σεις κα­ταρ­ρέ­ουν και όπου προ­κύ­πτουν πο­λι­τι­κά και ηθι­κά δι­λήμ­μα­τα: ποιος θα πλη­ρώσει το κόστος –και το κό­στος των λα­θών που το προ­κά­λε­σαν– ποιος θα προ­στα­τευ­θεί και πώς θα «εσω­τε­ρι­κευ­θούν» στην κοι­νω­νία οι επι­πτώ­σεις.

Σε συν­θή­κες κρί­σης οι επι­λο­γές εξαρ­τώνται από το πο­λί­τευ­μα, τους θε­σμούς, τις ατο­μι­κές και συλ­λο­γι­κές αξί­ες, και αντι­κει­με­νι­κές δυ­να­τότη­τες. Πολ­λές ομά­δες ανα­ζη­τούν έκτα­κτη προ­στα­σία. Η προ­στα­σία όμως έχει κό­στος, πέρα από τους πό­ρους που με­τα­βι­βά­ζο­νται. Αν π.χ. προ­στα­τευ­θεί πλή­ρως κά­ποια ομάδα από ει­σο­δη­μα­τι­κή διο­λίσθη­ση, με με­τα­βι­βάσεις, αυτό ση­μαίνει ανα­γκα­στι­κά ότι οι υπόλοι­πες ομάδες –συ­χνά οι πιο αδύ­να­μες– κα­λούνται να απορ­ρο­φήσουν τόσο το κό­στος, όσο και τον εξε­λισ­σό­με­νο κίν­δυ­νο, λει­τουρ­γώντας ως «ασφα­λι­στές» της πρώτης. Ετσι όμως, οι ομά­δες αυ­τές, αθέ­α­τα, κα­λού­νται να υπο­στούν δυ­σα­νάλο­γες συνέπειες.

Η επέλευ­ση κιν­δύνων με χρο­νι­κή ανέ­λι­ξη δεν αντι­με­τω­πίζε­ται μό­νον με με­τα­βι­βάσεις, αλλά, κυ­ρί­ως, με προ­νοη­τι­κές επεν­δύσεις, δημόσιες και ιδιω­τι­κές. Η ωφέ­λεια των επεν­δύσεων αυτών δεν μπο­ρεί να με­τριέται απο­κλει­στι­κά με τη χρη­μα­τι­κή απόδοσή τους. Πρέπει να εκτι­μά­ται η ασφά­λεια που παρέχουν, τα αρ­νη­τι­κά απο­τε­λέσμα­τα που απο­τρέ­πουν, το εί­δος και ο βαθ­μός «προ­στα­σίας» που προ­σφέ­ρουν. Στις νέες συν­θή­κες, η έν­νοια της «προ­νοη­τι­κό­τη­τας» πρέ­πει να δια­πε­ρά­σει την κουλ­τού­ρα της κοι­νω­νί­ας –στον ιδιω­τι­κό και δη­μό­σιο χώρο– και να επι­δρά­σει στη δη­μιουρ­γία κοι­νω­νι­κών και οι­κο­νο­μι­κών εφε­δρειών και άλ­λων αντο­χών, δη­λα­δή να κα­θο­ρί­σει το συ­νο­λι­κό­τε­ρο πλέγ­μα απο­τα­μί­ευ­σης πό­ρων και επέν­δυ­σης στο αύ­ριο.

Οι ευ­ρω­παϊ­κοί πόροι που θα εισ­ρεύσουν στη χώρα επι­τρέπουν να αντι­με­τω­πίσου­με από καλύτερη θέση τις πιέσεις και, παρά το βάρος του χρέους, να ανα­κτήσου­με προϋποθέσεις ώστε τα επόμενα χρόνια να υπερ­βού­με την προ­βλη­μα­τι­κή περίοδο 2009-2022. Μπο­ρού­με να προ­χω­ρή­σου­με σε μια νέα πραγ­μα­τι­κότητα, που, επι­τέ­λους, θα εκ­με­ταλ­λευ­θεί ευ­και­ρί­ες και θα ση­μα­το­δο­τή­σει με θε­τι­κό τρόπο την τρίτη εκα­το­ντα­ε­τία της νεότε­ρης ιστο­ρίας μας. Η βάση της προ­σέγ­γι­σης οφεί­λει να πε­ρι­λά­βει απο­τί­μη­ση και δια­χεί­ρι­ση εθνι­κών κιν­δύ­νων και με­γι­στο­ποί­η­ση της προ­στα­σί­ας της κοι­νω­νί­ας από μα­κρο­σκο­πι­κές απει­λές.

Ομως το απο­τέλε­σμα αυτό δεν μπο­ρεί να θε­ω­ρεί­ται αυ­τό­μα­το από μόνη την εισ­ροή των πό­ρων, ούτε δε­δο­μέ­νο. Χρειά­ζε­ται συ­νέ­πεια, συ­νέ­χεια και ανοι­κτή επι­κοι­νω­νία με την κοι­νω­νία. Αν συλ­λο­γι­κά δεί­χνου­με αδυ­να­μία να αντι­με­τω­πί­σου­με ακό­μη και προ­βλή­μα­τα που οι ίδιοι δη­μιουρ­γή­σα­με, τότε τί­πο­τε δεν εί­ναι δε­δο­μέ­νο. Πρό­ταγ­μα της επο­χής και κάθε μορ­φής δια­κυ­βέρ­νη­σης πρέ­πει να γί­νει η «δη­μιουρ­γι­κή προ­νοη­τι­κό­τη­τα», που θα δώ­σει νέο κοι­νω­νι­κό πε­ριε­χό­με­νο στην προ­στα­σία και στην ανά­πτυ­ξη σε επο­χές μα­κρο­σκο­πι­κών κιν­δύ­νων. Χωρίς αυτή τη διά­στα­ση κάθε μορ­φή δια­κυ­βέρ­νη­σης θα απο­τυγ­χά­νει εναλ­λάξ. Οταν οι αρ­μοί της στα­θε­ρό­τη­τας σε μια κοι­νω­νία χα­λα­ρώ­νουν, δη­μιουρ­γού­νται οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις για την εν­δυ­νά­μω­ση ολο­κλη­ρω­τι­κών νο­ο­τρο­πιών. Αυτές ποτέ δεν εί­ναι ούτε προ­ο­δευ­τι­κές ούτε πα­τριω­τι­κές, ούτε φι­λε­λεύ­θε­ρες. Είναι αντι­κοι­νω­νι­κές, επι­κίν­δυ­νες και ανί­κα­νες να αντα­πο­κρι­θούν στη δια­χεί­ρι­ση μα­κρο­σκο­πι­κών κιν­δύ­νων.

Το πρό­ταγ­μα της στρο­φής προς μια «δη­μιουρ­γι­κή προ­νοη­τι­κό­τη­τα» ανα­δει­κνύ­ει και τη με­γα­λύ­τε­ρη απει­λή για την ελ­λη­νι­κό­τη­τα, που θα εί­ναι, επί­σης, δικό μας κα­τα­σκεύ­α­σμα: την απώ­λεια της έν­νοιας της ευ­θύ­νης που οφεί­λου­με να έχου­με και των θυ­σιών που κα­λού­μα­στε να κά­νου­με. Τελι­κώς, ανα­πό­φευ­κτα, εμείς θα απο­φα­σί­σου­με αν θα απο­δει­χθού­με «πολύ μι­κροί» για την ιστο­ρία της Ελλά­δας και τη συ­νε­κτι­κό­τη­τα της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, ή αν θα πε­τύ­χου­με να εί­μα­στε εγ­γυ­η­τές του μέλ­λο­ντος της χώ­ρας και των επό­με­νων γε­νε­ών.

Δημοσίευση από “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”