Το προσοντολόγιο και η αέναη προσπάθεια εκσυγχρονισμού του Δημοσίου. Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΚΑΤΣΟΥΛΗ

Το προσοντολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων ήρθε πάλι στο προσκήνιο λόγω των σχετικών ανακοινώσεων της κυβέρνησης. Το σχέδιο δεν παρουσιάστηκε στις λεπτομέρειές του παρά μόνον στην ratio του και η παρουσίασή του διανθίστηκε με τις πολιτικές κορώνες όπως γίνεται, συνήθως, όταν ένα διοικητικο-επιστημονικό θέμα πολιτικοποιείται.

Αναλυτικώς, λοιπόν, επί του εκκολαπτόμενου προσοντολογίου, όταν εκδοθεί το Προεδρικό Διάταγμα το οποίο θα αντικαστήσει το προηγούμενο (ΠΔ 50/2001) που είχε αντικαταστήσει ένα προηγούμενο (ΠΔ 194/1988) που είχε αντικαστήσει ένα ακόμη πιο προηγούμενο (ΝΔ 590/1970)…

Στο παρόν θα περιοριστούμε σε ορισμένες επισημάνσεις γενικού χαρακτήρα:

Α) Το προσοντολόγιο μπορεί να αποτελέσει ένα μέσον εξορθολογισμού της δημόσιας διοίκησης. Μέσω αυτού συσχετίζονται οι προσλήψεις υπαλλήλων με το έργο που καλούνται να προσφέρουν. Η ικανότητά τους να ανταπεξέλθουν στο έργο αυτό πρέπει να αποδεικνύεται από τις γνώσεις και την εμπειρία τους. Σε διαφορετικούς καιρούς τόσο το έργο όσο και οι τρόποι απόδειξης των ικανοτήτων των υποψηφίων να το επιτελέσουν, ποικίλουν. Οι δακτυλογράφοι της δεκαετίας του ’80 δεν υπάρχουν το 2022 και την άσκηση επί της γραφομηχανής έχει αντικαταστήσει το ECDL. Εάν αυτό δεν συμβαίνει, οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν πέραν του προσοντολογίου.

Β) Το τι είδους έργα θα επιτελεί η δημόσια διοίκηση και ποιοί δημόσιοι υπάλληλοι θα αναλάβουν να τα κάνουν, είναι μια απόφαση που λαμβάνεται όχι από την δημόσια διοίκηση αλλά από το πολιτικό σύστημα, σταθμίζοντας το επίπεδο ανάπτυξης των επιστημών στη χώρα, την ποιότητα και τον προσανατολισμό της οικονομίας και, κυρίως, τις κοινωνικές προσδοκίες για τον ρόλο του Δημοσίου.

Γ) Η πελατοκρατική πολιτική τάξη της χώρας, πρόσθεσε σ’ αυτά τα κριτήρια, την επανεκλογή της. Το Δημόσιο, μέσω ενός ρουσφετολογικού συστήματος διοίκησης. γέμισε με άχρηστες αρμοδιότητες που μπορούσαν να δικαιολογήσουν, όμως, με τη σειρά τους, χιλιάδες «κλάδους» και «ειδικότητες» που αποτυπώνονταν στα διάφορα κλαδολόγια.

Δ) Ο εκσυγχρονισμός των προσοντολογίων και κλαδολογίων δεν συνοδεύτηκε από την εισαγωγή λειτουργικών μεταρρυθμίσεων. Η αποδοτικότητα των δημοσίων υπηρεσιών έμεινε γράμμα κενό, η αξιολόγηση χωλαίνει και τα συστήματα επιβράβευσης της προσπάθειας εκείνων που έστω με προσωπικό κόστος, προσπαθούν να βελτιώσουν την κατάσταση, μετατρέπονταν πολύ εύκολα σε επιδόματα με καθολικό χαρακτήρα.

Ε) Όλα τα προηγούμενα θα μπορούσαν, ωστόσο, να αλλάξουν εάν υπήρχε μια σταθερή και συνεπής πολιτική διοικητικών μεταρρυθμίσεων. Η χώρα, όμως, ευτύχησε να έχει ένα τέτοιο πρόγραμμα μόνον κατά την περίοδο διακυβέρνησης Σημίτη. Στη συνέχεια, αντί των αλλαγών, επεκράτησαν οι ιδεοληψίες, οι μεγαλοστομίες και οι θεατρινισμοί.

Εις πείσμα του λαϊκισμού και του πελατειασμού οι μεταρρυθμιστές και εκσυγχρονιστές της δημόσιας διοίκησης πασχίζουν μέσα κι έξω από τα κόμματα, μέσα κι έξω από το Δημόσιο για μικρότερες η μεγαλύτερες αλλαγές και νίκες επί του πολυκέφαλου αντιπάλου τους.

Η προσπάθεια εκσυγχρονισμού του Δημοσίου δεν εξαντλείται σε ειρωνικά σχόλια και ευφυολογήματα που προκαλούνται από «αστείες» ειδικότητες, του τύπου «βοηθός ασνασέρ» η «κατασκευαστής ιχναρίων» που αφορούσαν κάποιες ειδικότητες της κατηγορίας ΥΕ (Υποχρεωτικης Εκπάιδευσης) σε παλαιότερα κλαδολόγια. Εκτείνεται πολύ πέραν των προσοντολογίων και των κλαδολογίων κάθε κυβέρνησης και προϋποθέτει σχέδιο, σοβαρότητα και εργατικότητα.

Αναδημοσίευση από “ΤΑ ΝΕΑ”