Το πικρό «όχι» του κεντρώου χώρου. Του ΚΩΣΤΑ ΠΑΝΔΗ

Από την αρχή της πρωθυπουργικής του θητείας ο κ. Μητσοτάκης είχε συνδέσει την πολιτική του μακροημέρευση με την -με κάθε τρόπο- κατάληψη αυτού που στην Ελλάδα ονομάζουμε χώρο του πολιτικού κέντρου. Για του λόγου το αληθές, αρκεί κανείς να αρχίσει να μετρά τις τοποθετήσεις ανθρώπων  που προέρχονται από την κεντροαριστερά σε υπουργικές θέσεις και σε άλλα κυβερνητικά πόστα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αποτελεσματική αντιμετώπιση του πρώτου κύματος της πανδημίας αλλά και την τραγική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ στο ίδιο διάστημα, επέτρεψε στον κ. Μητσοτάκη να διεισδύσει σε στρώματα ψηφοφόρων που ποτέ δεν αποτελούσαν προνομιακό χώρο της Νέας Δημοκρατίας. Οι δημοσκοπήσεις δε που βλέπουν το φως της δημοσιότητας την τελευταία περίοδο, εμφανίζουν τον κ. Μητσοτάκη και το κόμμα του περίπου ως απόλυτους κυρίαρχους του πολιτικού παιχνιδιού.

Η πραγματικότητα όμως εκδικείται. Η αποτυχημένη αντιμετώπιση του δεύτερου κύματος της πανδημίας που οφείλεται αφενός στην κυβερνητική προχειρότητα σχετικά με την οργάνωση της τουριστικής σεζόν και αφετέρου στις ιδεοληπτικές, συντηρητικές εμμονές του κ. Μητσοτάκη να μην ενισχύσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας με ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό αλλά ούτε και τα δημόσια ΜΜΜ όπου ο συνωστισμός αποτελεί υγειονομική βόμβα, προκαλούν τις πρώτες ρωγμές στην εντέχνως καλλιεργούμενη εικόνα ενός μετριοπαθούς κόμματος που μπορεί να δώσει λύσεις. Το επικοινωνιακό αλαλούμ σχετικά με την κατάσταση των νοσοκομείων και η Βαβέλ δηλώσεων αναρμόδιων υπουργών (Γεωργιάδη, Γεραπετρίτη κ.α) και ειδικών επιστημόνων για την πορεία και τις επιπτώσεις της πανδημίας· οι απόπειρες ενοχοποίησης συγκεκριμένων ηλικιακών ομάδων (οι «απερίσκεπτοι» νέοι) την ίδια στιγμή που είτε γίνεται ανεκτή από τον κ. Μητσοτάκη η υπέρβαση της «προσωπικής ευθύνης» από στελέχη του (Κουμουτσάκος, Χαρδαλιάς) είτε προσωπικά ο ίδιος με κάποιες κινήσεις του (εκδρομή στην Πάρνηθα), δίνει λάθος μηνύματα στην κοινωνία· όλα αυτά προκαλούν μια δικαιολογημένη σύγχυση στους πολίτες αλλά και έναν φόβο απέναντι στην αποκάλυψη ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια κυβέρνηση «αρίστων» και καταρτισμένων τεχνοκρατών αλλά με ανθρώπους που ως βασική τακτική έχουν το «βλέποντας και κάνοντας» και ως μακροπρόθεσμη στρατηγική την εφαρμογή ενός σκληρού νεοφιλελεύθερου οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου.

Αυτό μαρτυρά άλλωστε η άκαιρη ενεργοποίηση μιας εξόχως συντηρητικής ατζέντας τόσο στα εργασιακά, με την συμπίεση των αμοιβών, τις απλήρωτες υπερωρίες, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, όσο και στον τομέα της (μηδαμινής σχεδόν) στήριξης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και των ελευθέρων επαγγελματιών. Στον αντίποδα όσων συνέβησαν σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη είτε με σοσιαλδημοκρατικές (Ισπανία, Πορτογαλία) είτε με κεντρώες κυβερνήσεις (Γαλλία, Ιταλία), η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προωθεί πολιτικές λιτότητας κάνοντας πολύ λίγα πολύ αργά. Το κεντρώο μεταρρυθμιστικό προφίλ διαλύεται και στην Δημόσια Διοίκηση, με τον αριθμό των μετακλητών τον πρώτο χρόνο να βρίσκεται στους 2911  (Σεπτέμβριος 2020)  και να σπάει κάθε προηγούμενο ρεκόρ, ακόμα κι αυτό του ΣΥΡΙΖΑ στο τέλος της κυβερνητικής του θητείας. Παράλληλα, το πελατειακό κράτος οργιάζει με τις «κατά παρέκκλιση» διατάξεις που αφορούν τον πυρήνα οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους (προσλήψεις υπαλλήλων, τοποθετήσεις προϊσταμένων, αποδοχές και αμοιβές σε μέλη επιτροπών, κ.α.). Όσο για τις «πόρισμα Πισσαρίδη» που υιοθέτησε και επίσημα η κυβέρνηση χωρίς καμία διαβούλευση με τα άλλα κόμματα και τους αρμόδιους φορείς, πρόκειται περισσότερο για ένα διαπιστωτικό κείμενο παρά για ουσιαστικό εργαλείο μετάβασης στη επόμενη ημέρα. Παρόλα αυτά, ακόμα και σε σχέση με τα λίγα που θέτει σε σωστή βάση το πόρισμα (θέματα Παιδείας και Δημόσιας Διοίκησης) η κυβέρνηση νομοθετεί εδώ και μήνες σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, ενώ και η γενικότερη οικονομική φιλοσοφία του κειμένου απέχει πολύ από την δημοσιονομικά πιο χαλαρή στρατηγική που έχει χαράξει η Ε.Ε. για το επόμενο διάστημα. 

Η κυβέρνηση της ΝΔ και ο ίδιος ο πρωθυπουργός ξέρουν πολύ καλά ότι ο χώρος των κεντρώων ψηφοφόρων ποτέ δεν υπήρξε για τους ίδιους πεδίο εύφορο προς άγραν ψήφων. Όπως επίσης γνωρίζουν ότι ο πραγματικός  αντίπαλος τους  σε αυτήν την δύσκολη περίοδο που διανύει η χώρα μας είναι το Κίνημα Αλλαγής και οι ρίζες που αυτό διατηρεί στα μεγάλα λαϊκά στρώματα και στους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους. Αντίπαλος της κυβέρνησης είναι οι ορθολογικές και τεκμηριωμένες προτάσεις που καταθέτουν οι βουλευτές και τα στελέχη του Κινήματος στην Βουλή ή στον δημόσιο διάλογο. Αντίπαλος είναι ο μετριοπαθής λόγος και η ρεαλιστική προσέγγιση της επόμενης μέρας που «θάβεται» απροκάλυπτα από τα ελεγχόμενα  από την κυβέρνηση ΜΜΕ.

 Όσες  προσπάθειες και να κάνει για την κατάληψη του «μεσαίου» χώρου και την συμπίεση του Κινήματος Αλλαγής ο κ. Μητσοτάκης, είτε με «μεταγραφές αεροδρομίου»  από τον χώρο της ευρύτερης κεντροαριστεράς είτε με άλλα επικοινωνιακά τεχνάσματα,  να είναι σίγουρος ότι δεν θα καταφέρει απολύτως τίποτα. Δεν διδάχτηκε τίποτα από την εμπειρία του προκατόχου του στον πρωθυπουργικό θώκο όπου επίσης επιχείρησε με τον ίδιο τρόπο να σφετεριστεί το πολιτικό κέντρο. Όπως συνέβη και στον κ. Τσίπρα, έτσι και ο κ. Μητσοτάκης στο τέλος του δρόμου θα γευτεί το πικρό «όχι» του κεντρώου χώρου.

Δημοσίευση από “thecaller.gr”