Το ΕΣΥ σε κόπωση και υπονόμευση. Του ΤΑΚΗ ΜΠΑΤΖΕΛΗ
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι επώδυνες συνέπειές του στις ευρωπαϊκές κοινωνίες οδήγησαν στην αδήριτη ανάγκη για την παροχή ολοκληρωμένων δημόσιων υπηρεσιών υγείας και ασφάλισης. Οπως το έθεσε ο Μέιναρντ Κέινς, ήταν «διάχυτη η λαχτάρα για κοινωνική και προσωπική ασφάλεια». Πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο υπήρχαν σε μερικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης κάποιες στοιχειώδεις παροχές κοινωνικής πρόνοιας, πουθενά όμως δεν αναγνωριζόταν η υποχρέωση του κράτους να παρέχει ολοκληρωμένες κοινωνικές υπηρεσίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία ίδρυσαν υπουργείο Υγείας μόλις το 1920, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Eτσι το μεταπολεμικό κράτος στην Ευρώπη έγινε «κοινωνικό κράτος». Το τελευταίο στηριζόταν σε δύο παραδοχές: πρώτον, η οικονομική ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων εργασίας θα διατηρούνταν στα επίπεδα των δεκαετιών του ’50 και του ’60 και δεύτερον, το επίπεδο γεννήσεων θα διατηρούνταν πάνω από το επίπεδο αντικατάστασης, ώστε οι νέοι εργαζόμενοι να στηρίζουν με τους φόρους τους τους συνταξιούχους και τις κοινωνικές παροχές. Η οικονομική κρίση του ’70 και η στασιμότητα των γεννήσεων ήρθαν να αμφισβητήσουν ευθέως τη βιωσιμότητα του ακριβού κράτους Πρόνοιας.
Η πρωθυπουργός Θάτσερ (1979-1990) στη Βρετανία έσυρε τον χορό. Κατέστρεψε τη μεταπολεμική συναίνεση και δημιούργησε μία νέα: ετέθη σε άμεση αμφισβήτηση η θέση ότι το κράτος αποτελεί τη φυσική πηγή της νομιμότητας και της πρωτοβουλίας. Σ’ αυτό βοήθησε και η ανάδυση νέας γενιάς μεσοστρωμάτων παραδομένων στον ατομισμό, χωρίς μνήμες από τα ολέθρια αποτελέσματα του Πολέμου, που δεν έβλεπαν τον λόγο να φορολογούνται βαριά προς όφελος προηγούμενων γενεών (Tony Judt, Η Ευρώπη μετά τον Πόλεμο, εκδ. Αλεξάνδρεια 2012).
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο κρίσης του κράτους Πρόνοιας στην Ευρώπη, η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έθεσε τα θεμέλια Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ν.1397/83) για πρώτη φορά στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους. Τα εμπόδια, πολλά: έλλειψη χρημάτων, αντίδραση ιατρικού κατεστημένου, ραχητική πρωτοβάθμια περίθαλψη, πεπαλαιωμένος ιατρικός εξοπλισμός, παλαιά νοσοκομεία με άθλιο ξενοδοχειακό εξοπλισμό. Παρ’ όλα αυτά σε λίγα χρόνια έγιναν 165 Κέντρα Υγείας (Κ.Υ.) αγροτικού τύπου. Εξαιρετικά σημαντικό για την πρωτοβάθμια περίθαλψη παρά τα προβλήματα στελέχωσης λόγω χαμηλής προσφοράς ιατρών, οικοδομήθηκαν περιφερειακά νοσοκομεία. Εκσυγχρονίστηκε ο ιατρικός εξοπλισμός, εντάθηκαν οι προσλήψεις πτυχιούχων νοσηλευτριών και τέλος, θεσμοθετήθηκε ο γιατρός πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, θεσμός-άξονας του ΕΣΥ, παρά τη δυσαρέσκεια και τις αντιδράσεις της πλειονότητας των γιατρών.
Με τον χρόνο, όπως συμβαίνει με τα μεγάλα και σύνθετα κρατικά συστήματα, αναπτύχθηκαν και παθογένειες: μεγάλη σπατάλη στις προμήθειες ιατρικών και φαρμακευτικών υλικών, ανορθολογική δημιουργία νοσηλευτικών μονάδων, συντεχνιακές στενής αντίληψης διεκδικήσεις, ελλείψεις ιατροφαρμακευτικού προσωπικού, στάσιμοι μισθοί κ.λπ. Την ίδια στιγμή η αύξηση των εισοδημάτων και η αλλαγή καταναλωτικών προτύπων οδήγησαν τους χρήστες των υπηρεσιών υγείας σε αναζήτηση ποιοτικότερων και διαφοροποιημένων επιλογών μακριά από την παραδοσιακή φιλοσοφία take or leave it του ΕΣΥ. Ως αποτέλεσμα αναπτύχθηκε ένας αστερισμός ιδιωτικών κλινικών και διαγνωστικών κέντρων που προκάλεσαν προκλητή (τεχνητή) ζήτηση υπηρεσιών υγείας με κατακόρυφη άνοδο των δαπανών υγείας.
Την περίοδο 2010-2015 έγιναν σημαντικές παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση περιστολής της σπατάλης πόρων. Εθνική συνταγογράφηση, γενόσημα φάρμακα, η θεσμοθέτηση πλαφόν επισκέψεων ανά γιατρό συμβεβλημένο με τον ΕΟΠΥΥ, εφαρμογή κλειστών προϋπολογισμών στις υπηρεσίες και στα εργαστήρια του ιδιωτικού τομέα (claw back), ηλεκτρονικός έλεγχος δαπανών των νοσοκομείων. Παραμένουν όμως σοβαρά προβλήματα: ανάγκη συγχώνευσης νοσηλευτικών μονάδων και ανακατανομής κλινικών, ανάγκη προσλήψεων γιατρών και νοσηλευτών, πραγματική αξιολόγηση γιατρών με παράλληλη αύξηση αποδοχών, ορθολογική αποτίμηση του κόστους των νοσοκομειακών υπηρεσιών, μείωση των ιδιωτικών δαπανών υγείας που σήμερα φτάνουν στο 36% των συνολικών δαπανών υγείας (ιατρικές, νοσοκομειακές, φαρμακευτικές).
Το νομοσχέδιο που κατατέθηκε και συζητείται στη Βουλή ουσιαστικά δεν αντιμετωπίζει κανένα απ’ αυτά τα δομικά προβλήματα του ΕΣΥ. Εν πολλοίς αποτελεί εμβαλωματική παρέμβαση που κύριο σκοπό έχει να κατευνάσει τους γιατρούς του που παραπονούνται για τις χαμηλές αποδοχές τους και να δώσει άνεση άσκησης ιδιωτικής ιατρικής στους πανεπιστημιακούς γιατρούς. Αυτό θα δημιουργήσει εντός των νοσοκομείων γιατρούς δύο ταχυτήτων, θα προκαλέσει απροσδόκητο ανταγωνισμό στους ιδιώτες γιατρούς και θα αυξήσει τις ιδιωτικές δαπάνες υγείας, πράγμα που θα δημιουργήσει μεγάλη δυσαρέσκεια. Η έστω και μερική άρση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης ανοίγει την κερκόπορτα επανάληψης παρακμιακών πρακτικών που υπήρχαν πριν από τη θέσπιση του ΕΣΥ.
Επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1990-1993) και υπουργού επί της Υγείας Γιώργου Σούρλα επιχειρήθηκε παρόμοια πολιτική η οποία ματαιώθηκε. Η αντιμετώπιση αυτών των υψηλής δυσκολίας προβλημάτων δεν μπορεί να γίνεται διά του στρίβειν. Απαιτούνται συγκροτημένη άποψη, πίστη στο ΕΣΥ και περιφρόνηση στο πολιτικό κόστος. Η κυβέρνηση και ιδιαίτερα η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας δεν φαίνεται να τις διαθέτουν.
Αναδημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”