Το αδιέξοδο του προσχηματικού Κέντρου. Του ΚΩΣΤΑ ΠΑΝΔΗ
Είναι τελικά η «συναίνεση του κέντρου» το ανάχωμα στους κινδύνους που έχουν προκύψει στην εποχή της μετά-δημοκρατίας; Μπορούν άραγε οι προσχηματικές κομματικές συνενώσεις στο «κέντρο» του πολιτικού φάσματος να αντιμετωπίσουν την εκλογική άνοδο αριστερών και δεξιών λαϊκίστικών σχηματισμών, την αντοχή της ριζοσπαστικής ακροδεξιάς και την διάλυση των παραδοσιακών κομμάτων εις το όνομα των πεφωτισμένων ηγετών; Χαρακτηριστικό παράδειγμα και εργαστήρι μελέτης του νέου τοπίου είναι η περίπτωση της Γαλλίας.
Το 2017 ο προερχόμενος από το Σοσιαλιστικό κόμμα Εμανουέλ Μακρόν, ξεπερνώντας το «αναχρονιστικό» δίπολο, κατά δήλωση του ίδιου, αριστερά-δεξιά που εκπροσωπούσαν τα παραδοσιακά κόμματα, ενεργοποίησε μία ακομμάτιστη «συναίνεση του κέντρου» απέναντι στο κίνδυνο της επελαύνουσας ακροδεξιάς της Λεπέν. Ως αποτέλεσμα, μπόρεσε και κέρδισε τις προεδρικές εκλογές στην Γαλλία. Αμέσως μετά τις εκλογές, η άμεση στροφή του προς τα δεξιά με απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, αποτυχία φορολόγησης του πλούτου, υποβάθμιση του κράτους πρόνοιας, προκάλεσε μεγάλη κοινωνική δυσαρέσκεια και επέτρεψε την εμφάνιση ενός ετερόκλητου κινήματος διαδηλωτών, αυτό των κίτρινων γιλέκων. Τον Απρίλη του ‘22 ο Μακρόν κερδίζει τις προεδρικές εκλογές αλλά μετά από δύο μήνες χάνει την αυτοδυναμία στην εθνοσυνέλευση με την Λεπέν να μεγαλώνει κατά πολύ τις δυνάμεις της και να κάθεται στα έδρανα μια ενισχυμένης αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τρίτος στη σειρά, ένας πολιτικός σχηματισμός, (δεν είναι κόμμα), αριστεριστών, αποτυχημένων σοσιαλιστών και οικολόγων υπό την καθοδήγηση του λαϊκιστή αριστερού, κατά δήλωση του, Μελανσόν. Η απειλή του ‘17 όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκε ύστερα από μια πενταετία Μακρόν και «συναίνεσης του κέντρου», αλλά μεγάλωσε και καραδοκεί.
Αντίστοιχα το 2019 στη χώρα μας, ο κ. Μητσοτάκης έχοντας εκλεγεί πρόεδρος της Ν.Δ ως ένας κεντρώος μεταρρυθμιστής, μπόρεσε με την ίδια πολιτική τακτική Μακρόν περί αναχρονιστικών δίπολων να αναδείξει ως νέα διαιρετική τομή της πολιτικής σκηνής το δίπολο λαϊκισμός-αντιλαϊκισμός, να κεφαλαιοποιήσει με κούφιες υποσχέσεις την δυσαρέσκεια απέναντι στην προηγούμενη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ και να κερδίσει αυτοδύναμος τις εκλογές. Η τοποθέτηση αρκετών στελεχών από το χώρο της κεντροαριστεράς σε κυβερνητικές θέσεις αφενός υπηρέτησε την τόνωση του προσωπικού του κεντρώου προφίλ και αφετέρου δικαιολόγησε το σχέδιο περί «συναίνεσης του κέντρου». Οι συντηρητικές δεξιές πολιτικές επιλογές του, πανομοιότυπες με αυτές του Μακρόν, νόμος Χατζηδάκη για τα εργασιακά, μειώσεις φόρων σε μερίσματα και μεγάλες κληρονομιές, καμία σοβαρή ενίσχυση του ΕΣΥ, μικρές επεμβάσεις στην ενεργειακή κρίση και στην ακρίβεια, κ.α, όχι μόνο δεν αντιμετώπισαν τον αριστερό λαϊκισμό αλλά δημιούργησαν και χώρο για νέα κόμματα με ακραία συντηρητικό λόγο και ακροδεξιά ατζέντα.
Οι εφαρμοσμένες πολιτικές του «κέντρου» του κ. Μητσοτάκη όχι μόνο αγνοούν τους «χαμένους» της προηγούμενης οικονομικής κρίσης αλλά φτιάχνουν και μια νέα γενιά «χαμένων». Η ανασφάλεια, η απογοήτευση και η αποστέρηση κάθε ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον ενός νέου ανθρώπου στην «συναινετικά κεντρώα» Ελλάδα της ΝΔ είναι παρόμοια με αυτή του Γάλλου νεολαίου που στις τελευταίες εκλογές στράφηκε προς την Λεπέν και τον Μελανσόν.
Γίνεται φανερό ότι η συνταγή της «συναίνεση του κέντρου» δεν λύνει αλλά μεταθέτει το πρόβλημα μεγεθυμένο στο μέλλον. Εύκολες λύσεις συστράτευσης σε ένα φαντασιακό κέντρο που εξυπηρετεί μονάχα ατομικές επιδιώξεις και απωθημένα ηγεσίας όχι μόνο δεν προσφέρουν λύσεις αλλά μεγαλώνουν και τους σύγχρονους κινδύνους για την δημοκρατία. Η αδιέξοδη αυτή κατάσταση επιβάλει μια επικαιροποίηση του νεωτερικού διλήμματος αριστερά-δεξιά. Και βέβαια υποχρεώνει την σοσιαλδημοκρατία, αναβαπτισμένη πλέον από το πρόσφατο παρελθόν της, με ένα εκσυγχρονισμένο περιεχόμενο, με φρέσκιες ιδέες και απαντήσεις στα θέματα που απασχολούν τις νέες γενιές όπως οι ανισότητες, τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι πράσινες πολιτικές, να ηγηθεί του αγώνα απέναντι στον ιστορικό αντίπαλο της, το συντηρητικό δεξιό πόλο. Ήρθε η ώρα το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, με στόχο να γίνει η ηγετική δύναμη του αριστερού προοδευτικού πόλου, να ξαναδώσει την ελπίδα που τόσο πολύ στερήθηκε η ελληνική κοινωνία τα τελευταία δέκα σχεδόν χρόνια.
Αναδημοσίευση από “Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ”