Τι (να) περιμένουμε από τις εκλογές στις ΗΠΑ; Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗ

Οι εκλογές την Τρίτη 3 Νοεμβρίου, στις Ηνωμένες Πολιτείες (ΗΠΑ) παρακολουθούνται με αγωνία σ όλον τον κόσμο. Με εξαίρεση ορισμένων αυταρχικών ηγετών όπως τον Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία, όλοι ελπίζουν ότι οι εκλογές θα σημάνουν το τέλος της “εποχής Τραμπ” για τις ΗΠΑ και ό,τι σημαίνει ή συμβολίζει η εποχή αυτή. Ουδέποτε το παγκόσμιο σύστημα είχε επενδύσει τόσες μεγάλες προσδοκίες για πολιτική αλλαγή στην υπερδύναμη του Δυτικού κόσμου. Γιατί ουδέποτε στην ιστορία της υπήρξε μια τόσο απρόβλεπτη, απρόθυμη για συνεργασία, παρανοϊκή τελικά ΗΠΑ όσο στην τετραετία της προεδρίας Ντ. Τραμπ. Ειδικά όμως η Ελλάδα από τη μια άκρη ως την άλλη του πολιτικού φάσματος ελπίζει και προσδοκά ότι ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου θα είναι ο Τζο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί θα κατακτήσουν τον έλεγχο και των δύο νομοθετικών σωμάτων, της Γερουσίας και Βουλής των Αντιπροσώπων. Παρά το γεγονός ότι στην περίοδο της προεδρίας Τραμπ οι Ελληνοαμερικανικές σχέσεις αναπτύχθηκαν θεαματικά τόσο με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όσο και Ν.Δ., η στενή προσωπική σχέση Τραμπ – Ερντογάν φαίνεται ότι λειτούργησε δραματικά εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων ενθαρρύνοντας την επιθετικότητα της Τουρκίας και προσωπικά του Ερντογάν. Και παρά τις οποιεσδήποτε διαβεβαιώσεις του Υπουργού Εξωτερικών Μ. Πομπέο, η εκτίμηση είναι ότι οι ΗΠΑ με πρόεδρο τον Ντ. Τραμπ δεν πρόκειται να κάνουν κάτι πραγματικά ουσιαστικό για να ανακόψουν την τουρκική επιθετικότητα. Έτσι η Ελλάδα επενδύει σιωπηρά ή μη την εκλογή Τζο Μπάιντεν και των Δημοκρατών. Αλλά με υπερβολικές προσδοκίες που μάλλον είναι καταδικασμένες να διαψευσθούν εάν μεθαύριο έχουμε εκλογή Μπάιντεν. Οι αναλογίες με την εκλογή του Τζ. Κάρτερ (επίσης Δημοκρατικού) το 1976 είναι ιδιαίτερα χτυπητές. Και τότε η Ελλάδα είχε επενδύσει μεγάλες προσδοκίες ειδικά για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος οι οποίες διαψεύσθηκαν οικτρά.

          Η ανάδειξη Μπάιντεν στην προεδρία των ΗΠΑ θα είναι οπωσδήποτε μια ιδιαίτερα θετική εξέλιξη για το παγκόσμιο σύστημα συνολικά, την Ευρώπη και την Ελλάδα. Οι ΗΠΑ αν όχι τίποτα άλλο θα επιστρέψουν στη σοβαρότητα, αξιοπιστία και προβλεπτικότητα. Και οπωσδήποτε και για την Ελλάδα “τα πράγματα θα είναι καλύτερα”, πολύ περισσότερο εάν ορισμένα πρόσωπα όπως ο Ν. Μπερνς αναλάβουν θέσεις ευθύνης. Ο τελευταίος που φέρεται ως πιθανός Υπουργός Εξωτερικών γνωρίζει πολύ καλά την Ελλάδα και τα προβλήματά της αφού υπηρέτησε ως πρέσβυς στην Αθήνα (1997-2001) αλλά και πρέσβυς στο ΝΑΤΟ (2001-2005) πέρα από τη διαφορετική φιλοσοφία για τη διεξαγωγή των διεθνών σχέσεων που πρεσβεύει. Αλλά ας μη περιμένουμε και δραματικές αλλαγές στην Αμερικανική εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα για την περιοχή μας. Καθώς μπορεί να απογοητευθούμε. Ορισμένες τάσεις στην εξωτερική πολιτική που εκφράστηκαν στην περίοδο Τραμπ εκφράζουν βαθύτερες διαρθρωτικές πτυχές στις ΗΠΑ που θα συνεχισθούν αν και με διαφορετικό στυλ και με ένα νέο πρόεδρο. Βέβαια ο Τζο Μπάιντεν θα επαναφέρει τις ΗΠΑ στο πολυμερές διεθνές σύστημα και σε ορισμένες συμφωνίες από τις οποίες τις απέσυρε ο Τραμπ (π.χ. Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή ή και τη συμφωνία για το Ιράν – JCPA) και θα αποκαταστήσει τις σχέσεις της χώρας του με ορισμένους συμμάχους όπως η Γερμανία αλλά και το ΝΑΤΟ, κλπ.  Ο Ν. Μπερνς έχει επανειλημμένα τονίσει τη σημασία της Ατλαντικής Συμμαχίας για τις ΗΠΑ.   Ωστόσο για την Ουάσιγκτων οι στρατηγικές προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής θα είναι:

          Πρώτον, η άνοδος της Κίνας η οποία από οικονομική υπερδύναμη με πρωτοπόρο θέση και στους τομείς υψηλής τεχνολογίας (G5, κλπ.) αναδεικνύεται σταθερά σε πολιτική και στρατιωτικη δύναμη με παγκόσμια επιρροή. Έτσι η Κίνα προσλαμβάνεται ως “απειλή” για τις ΗΠΑ και σ αυτό συμφωνούν Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι.  Ο Τραμπ ξεκίνησε ως γνωστόν “εμπορικό πόλεμο” με την Κίνα που με ηπιότερο κάπως τρόπο θα συνεχίσει και ο Μπάιντεν, ενώ θα αναζητηθούν και στρατηγικές για τον περιορισμό της παγκόσμιας επιρροής του Πεκίνου. Γενικά όμως το πρώτιστο ενδιαφέρον της Ουάσιγκτων θα είναι η Κίνα και Ν.Α. Ασία.

            Δεύτερον, οι σχέσεις με την Ευρώπη κάτω από μια διοίκηση Μπάιντεν θα ομαλοποιηθούν αλλά δεν πρόκειται να επιστρέψουν στην εποχή της “απόλυτης αρμονίας”.  Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και ΗΠΑ έχουν αναδειχθεί σε ανταγωνιστές σε πολλά πεδία και πρώτα απ’ όλα στον οικονομικό τομέα. Και επιπλέον η Ουάσιγκτον δεν θα είναι τόσο πρόθυμη να ταυτισθεί με την Ευρώπη σ ορισμένες βασικές επιλογές.

          Τρίτον, σε ότι αφορά τη Μ. Ανατολή και Αν. Μεσόγειο το πιθανότερο σενάριο είναι να συνεχισθεί αλλά με περισσότερο δομημένο, ελεγχόμενο τρόπο η αποχώρηση  των ΗΠΑ από την περιοχή. Άλλωστε οι ΗΠΑ δεν εξαρτώνται πλέον από τους ενεργειακούς πόρους της περιοχής (είναι ήδη αυτάρκεις με το σχιστολιθικό αέριο). Ωστόσο επιλεκτικά θα συνεχίσουν να επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους σε ορισμένες χώρες της ευρύτερης περιοχής θεωρούμενες ως “αξονικά κράτη” (pivotal states) και μια απ’ αυτές τις χώρες είναι η Τουρκία. Για πάρα πολλούς λόγους οι ΗΠΑ κρίνουν ότι, αν και εξόχως προβληματική, η Τουρκία είναι μια υψηλής στρατηγικής σημασίας χώρα που δεν θα ήθελαν να χάσουν. Επομένως θα επιχειρήσουν μεν να πειθαρχήσουν τη συμπεριφορά της (στην περίπτωση προεδρίας Μπάιντεν) και να περιορίσουν τις κραυγαλέες υπερβολές της, αλλά μέχρις εκεί. Δεν πρόκειται να λειτουργήσουν ως ο “μεγάλος αδελφός” που με μια κίνησή τους θα αποκαταστήσουν την ομαλότητα στην περιοχή της Αν. Μεσογείου και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Όσοι προσδοκούν κάτι τέτοιο μοιραίως θα απογοητευθούν. Ο Μπάιντεν δεν αποκλείεται να αποδειχθεί ένας δεύτερος Κάρτερ γιατί αυτό επιβάλλει η λογική και τα συμφέροντα της υπερδύναμης.

        Η Ελλάδα καλό είναι να μη περιμένει η ομαλοποίηση στις σχέσεις με την Τουρκία και τελικά η επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων να προέλθει από μια εξωτερική παρέμβαση, είτε από ΗΠΑ είτε από ΕΕ (όσο σημαντική κι αν είναι η τελευταία).  Θα προέλθει από μια δική της ιδιόκτητη στρατηγική που θα αποβλέπει ακριβώς σ αυτό: στην επίλυση των προβλημάτων μέσω διαλόγου – διαπραγμάτευσης – προσφυγής στη Διεθνή Δικαιοσύνη (ΔΔΧ).  

Δημοσίευση από “metarithmisi.gr”