Τα μουλάρια της ειρήνης, Της ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΕΠΤΑΚΟΙΛΗ

«Το μουλάρι που η οικογένειά μας είχε από τη δεκαετία του ’30, η Μέλισσα, επιτάχθηκε μετά την κήρυξη του πολέμου και στάλθηκε στο αλβανικό μέτωπο. Τυχαία τη συνάντησε ο πατέρας μου όταν η μεραρχία του μπήκε στη Χειμάρρα. Δεν πίστευε στα μάτια του, έκλαιγε από τη χαρά του. Μετά χωρίστηκαν και δεν την ξαναείδε. Εκείνος επέστρεψε στο νησί, η Μέλισσα όχι.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 άρχισαν να φτάνουν στη χώρα μας καραβιές με μουλάρια από τις ΗΠΑ (“ημίονοι υγιείς και κατάλληλοι διά το ελληνικόν κλίμα”, όπως έγραφαν οι εφημερίδες), στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ για την αποκατάσταση της παραγωγικής δραστηριότητας. Στο πευκοδάσος που βρίσκεται πάνω από το εμπορικό λιμάνι του νησιού, σχεδόν σε κάθε δέντρο ήταν δεμένο κι ένα ζώο. Ερχονταν οι συντοπίτες μας και έπαιρναν. Πήραμε κι εμείς ένα μουλάρι. Τεράστιο! Το τρίχωμά του ήταν κατάμαυρο, τα μάτια του σκούρα, σαν κάρβουνα. Αράπη τον έβγαλαν οι μεγάλοι. Παρά το μέγεθός του, που μπορεί και να σε τρόμαζε, ήταν κοινωνικός και ήσυχος σαν αρνάκι. Τον λάτρευα. Οταν σηκωνόταν στα πίσω του πόδια, στα παιδικά μου μάτια φαινόταν σαν να ακουμπούσε τον ουρανό.

Χρυσάφι αποδείχθηκε για τη φαμίλια μας ο Αράπης. Μαζί μας στο όργωμα, στο αλώνισμα, στον τρύγο, στο λιομάζωμα. Ξεκλέβαμε κι εμείς οι πιτσιρικάδες λίγες στιγμές μαζί του: για να τον ταΐσουμε ή να τον πάμε βόλτα στη θάλασσα.

Λίγα χρόνια μετά, ο παππούς υπέκυψε στις πιέσεις κάποιου υλοτόμου να τον ανταλλάξει με μια φοράδα. Ο Αράπης βρέθηκε σ’ ένα ορεινό χωριό να κουβαλάει “βουβά” (μεγάλους κορμούς δέντρων). Ενας τέτοιος κορμός κύλησε σε μια πλαγιά και τον συμπαρέσυρε τραυματίζοντάς τον θανάσιμα. Σαν άνθρωπο τον κλάψαμε όταν το μάθαμε. Ακόμα κι ο παππούς· μολονότι ποτέ δεν το παραδέχθηκε, είμαι σίγουρος ότι μετάνιωσε που τον έδωσε.

Οσο ζω θα θυμάμαι το βλέμμα αυτού του ζώου. Το πιστεύεις, κόρη μου, ότι ακόμα και τώρα, τόσες δεκαετίες μετά, τον βλέπω συχνά στα όνειρά μου;».

Αντί υστερογράφου: Η αφήγηση ενός 82χρονου σήμερα παιδιού του πολέμου, λίγες ημέρες πριν από την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Από τα 125.000 ιπποειδή που «πολέμησαν» στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, ελάχιστα επέζησαν. Τους χρωστάμε ένα «ευχαριστώ». Το ίδιο, όμως, και στα μουλάρια που βοήθησαν τη χώρα, σε καιρό ειρήνης, να σταθεί ξανά στα πόδια της. Που έβαλαν πλάτη, κυριολεκτικά, στην ανασυγκρότησή της…

Αναδημοσίευση από “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”