Συναίνεση και συνεννόηση: Πόσο ειλικρινής και πόσο προσχηματική; Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΚΑΤΣΟΥΛΗ

Δεν κομίζω γλαύκα, εάν ισχυριστώ ότι η χώρα μας δεν έχει να επιδείξει περγαμηνές στην οργάνωση και την αποτελεσματική εφαρμογή  πολιτικών συναίνεσης και συνεννόησης.

Ακολουθώντας μια βαθειά διχαστική παράδοση, που στον αιώνα μας  συνοδεύτηκε από δικτατορίες και εμφυλίους πολέμους, τα πολιτικά κόμματα της μεταπολίτευσης συντήρησαν τα διχαστικά αντανακλαστικά της κοινωνίας αντί να τα καταστείλουν.

Οι εξαιρέσεις σ’ αυτό το κλίμα είναι γνωστές: Είναι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής που νομιμοποίησε το ΚΚΕ και ο Ανδρέας Παπανδρέου που αναγνώρισε την εθνική αντίσταση. Αυτές οι γενναίες αποφάσεις έκλεισαν τα μέτωπα του παρελθόντος αλλά δεν κατάφεραν να εδραιώσουν μια κουλτούρα συναίνεσης και συνεννόησης στο πολιτικό σύστημα. Αυτές έμειναν να ασφυκτιούν εντός των εξαιρετικά περιορισμένων ορίων που αφήνουν οι πρωτοβουλίες του Προέδρου της Δημοκρατίας με την σύγκληση του συμβουλίου των αρχηγών καθώς και τα επίσης περιορισμένα όρια του κοινοβουλίου όπου εκδηλώνεται μια αυξανόμενη συναίνεση σε σχέση με την ψήφιση των νομοθετημάτων. Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η απόσταση που έχει κρατήσει η αυτοδιοίκηση από την πόλωση και τον διχασμό που επικρατεί στην κεντρική πολιτική σκηνή. Πλην, όμως, οι αρμοδιότητες βάσει των οποίων ασκείται η τοπική διακυβέρνηση εξακολουθούν να είναι και πολύ λίγες και λιγώτερο σημαντικές για την έκβαση των μεγάλων κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών ζητημάτων τα οποία  αντιμετωπίζει η χώρα.

Η Ελλάδα, εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία, αντιμετωπίζει προβλήματα μεγαλύτερα από εκείνα που τα κόμματα που άσκησαν την διακυβέρνηση, μπορούν να αντιμετωπίσουν. Η παραδοσιακή πελατοκεντρική πολιτική με κάποιες εκσυγχρονιστικές πινελιές δεν απέτρεψε τις τερατωδίες των μνημονίων που εξουθένωσαν την οικονομία, διέσυραν τους θεσμούς και περιθωριοποίησαν την χώρα.

Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ υπήρξε, κατά γενική ομολογία, εξαιρετικά διχαστική. Στην προσπάθεια του κ. Τσίπρα και των κομματικών αξιωματούχων να εδραιωθούν στο πολιτικό σκηνικό διάλεξαν ό, τι πιο λαϊκιστικό και πολωτικό, προκειμένου να καλύψουν τις συντηρητικές επιλογές τους τόσο στην οικονομία όσο και στα εθνικά θέματα.  Ο λαϊκισμός και η εχθροπάθεια μισούν, όμως, τη συναίνεση όσο και την συνεννόηση. Έτσι, κρίσιμες αποφάσεις, όπως η Συμφωνία των Πρεσπών και το τρίτο Μνημόνιο, που ενείχαν δυσμενείς συνέπειες και επιπτώσεις για την Ελλάδα, ελήφθησαν χωρίς καμία συνεννόηση και συναίνεση. 

Η ΝΔ η οποία εισέπραξε θετικά όλη την δυσαρέσκεια που είχε συσσωρευτεί από την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έδειξε, αμέσως με την άνοδό της στην εξουσία, την πρόθεσή της να δημιουργήσει ένα σκληρό κομματικό κράτος. Αυτό το έκανε, αποικιοποιώντας σε χρόνο μηδέν όλα τα κρίσιμα πόστα τόσο στην κεντρική κυβέρνηση όσο και στους σημαντικούς δορυφόρους της, με κομματικούς υπαλλήλους. Σαν έτοιμη από καιρό, στηριζόμενη στην παράδοση του διαβόητου «κράτους της δεξιάς» και, πράττοντας αντίθετα απ’ όσα διακήρυσσε προεκλογικά, ολοκλήρωσε, πολύ γρήγορα, την αρπαγή των «λαφύρων». Αντίθετα, όμως, από το βάρβαρο παρελθόν της, σ’ αυτή την επιστροφή της στην εξουσία, η Δεξιά έστησε το κομματικό κράτος της μ’ εναν τρόπο εξαιρετικά ραφιναρισμένο. Η περσόνα που ανέλαβε να θολώσει τα νερά ήταν εκείνη του «κεντρώου» πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη, ο οποίος αξιοποίησε, χωρίς αιδώ, σε θέσεις-κλειδιά ανθρώπους που εύκολα αλλάζουν πολιτικά καπέλα. Το τέχνασμα είναι παλιό και το εφάρμοσε και ο κ. Τσίπρας, αγωνιών κι εκείνος για τηνν  κεντρώα διεύρυνσή του, πλην όμως οι πρόθυμοι εκείνοι δεν του απέφεραν ιδιαίτερη αξία. Τέτοια κόλπα, όμως, δεν έχουν σχέση με την συναίνεση και την συνεννόηση. Δημιουργούν, πρόσκαιρα, την εντύπωση άλωσης του Κέντρου αλλά η Δημοκρατική Παράταξη έχει και μνήμη και δυνάμεις να αντισταθεί σ’ αυτή την επίθεση.

Η συναίνεση και η συνεννόηση αφορούν κάτι πολύ μεγαλύτερο και σημαντικότερο: Αφορούν έναν τρόπο, μια μέθοδο με την οποία οικοδομούνται, εφαρμόζονται και αξιολογούνται οι δημόσιες πολιτικές. Η συναίνεση οικοδομείται με βάση συγκεκριμένη ατζέντα και μέσα από συγκεκριμένους διαύλους επικοινωνίας σε κάθε επίπεδο διακυβέρνησης. Αλλού περισσότερο άτυπους κι αλλού περισσότερο τυπικούς. Σκοπός τη διαβούλευσης, που τυπικά απέκτησε υπόσταση παρ’ ημίν με την «Διαύγεια», είναι να διορθώσει, να προτείνει και να εμπλουτίσει όσα προτείνονται από την κυβέρνηση. Η προστιθέμενη αξία της διαβούλευσης και της συνεννόησης βρίσκεται στο ότι δίνει βήμα έκφρασης σε ανθρώπους που δεν θα είχαν διαφορετικά πρόσβαση στην εξουσία και η φωνή τους δεν θα μπορούσε να ακουστεί.

Σήμερα με όλα τα μέτωπα ανοιχτά, η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός αναζητούν «Τσιόδρες», αντί να αναζητούν τρόπους με τους οποίους θα εμπλακούν στην διαδικασία παραγωγής πολιτικής περισσότεροι πολίτες, με σκοπό την μέγιστη ενσωμάτωση ιδεών και προτάσεων.

Το Κίνημα Αλλαγής ζητά επίμονα την σύγκληση του Συμβουλίου των Πολιτικών αρχηγών. Ελπίζουμε ότι, έστω την ύστατη ώρα, θα αντιληφθούν στην κυβέρνηση ότι δεν κινδυνεύουν από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και ότι, αντιθέτως, με τέτοιες πρωτοβουλίες οικοδομείται ένα ισχυρό εσωτερικό μέτωπο απέναντι στις εξ Ανατολών επιβουλές.

Προφανώς, η συνεννόηση και η συναίνεση δεν θα εδραιωθούν με μια συνάντηση των πολιτικών αρχηγών. Μπορεί, όμως, η πραγματοποίησή της, σήμερα, να αποτελέσει ένα σημείο εκκίνησης για την οικοδόμησή τους που τόσο έχει ανάγκη η χώρα.

Δημοσίευση από “thecaller.gr”