Πώς επιτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις. Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΚΑΤΣΟΥΛΗ
Αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που δεν συναντούν την ευρεία αποδοχή του κοινωνικού σώματος δεν επιτυγχάνουν. Αλλαγές «από πάνω» σπανίως ευδοκιμούν στις ώριμες δημοκρατίες.
Ένα κοινό, αισιόδοξο θεώρημα για στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των σύγχρονων κρατών, είναι ότι κάθε κρίση αποτελεί μια ευκαιρία για την δρομολόγηση αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Η υπόθεση, επί της οποίας στηρίζεται το θεώρημα αυτό, είναι ότι κατά το διάστημα της κρίσης αποκαλύπτονται τα τρωτά και οι αδυναμίες κάθε τμήματος της κρατικής μηχανής κι αυτό, από μόνο του, κάνει την διόρθωσή τους ευκολότερη απ’ ότι στην περίοδο της κανονικότητας. Πέραν των αστήρικτων συνεπαγωγών υπάρχουν πολλά εμπειρικά δεδομένα τα οποία διαψεύδουν την υπόθεση αυτή.
Το θεώρημα πάσχει σοβαρά και παρακάμπτει κάποια κοινωνιολογικά και πολιτικά δεδομένα τα οποία δεν πρέπει να αγνοούνται. Ας δούμε τα κυριότερα:
- Αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που δεν συναντούν την ευρεία αποδοχή του κοινωνικού σώματος δεν επιτυγχάνουν. Αλλαγές «από πάνω» σπανίως ευδοκιμούν στις ώριμες δημοκρατίες. Αποτελεί αξίωμα στην «πολιτική οικονομία των μεταρρυθμίσεων» ότι οι μεταρρυθμίσεις του δημόσιου μάνατζμεντ χρειάζονται χρόνο επώασης και εφαρμογής που ανέρχεται στα δύο χρόνια.
- Οι αλλαγές πρέπει να είναι μελετημένες και καλά προετοιμασμένες. Δεν μπορεί να γίνονται «επ’ ευκαιρία». Στην περίπτωση αυτή, οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι παρά μικρές βελτιωτικές παρεμβάσεις που εξυπηρετούν, όμως, έναν ad hoc σκοπό. Σίγουρα, όμως, δεν μακροημερεύουν.
- Oι μεταρρυθμίσεις προωθούνται και στηρίζονται από τους μεταρρυθμιστές. Δεν είναι όλοι μεταρρυθμιστές. Υπάρχουν κι εκείνοι που απεχθάνονται τις μεταρρυθμίσεις.
Η περίπτωση της διακυβέρνησης της χώρας από την ΝΔ είναι χαρακτηριστική. Βαφτίζονται ως μεταρρυθμίσεις απλές εφαρμογές η και μερεμέτια, τα οποία μάλιστα δεν αποδίδουν τα υπεσχημένα. Χρειάζονται πολύ περισσότερα ταξινομημένα δεδομένα προκειμένου μια μεταρρύθμιση να μπορεί να σχεδιαστεί καλά. Οι περίφημες ψηφιακές μεταρρυθμίσεις που διατυμπανίζονται, κάθε εβδομάδα, από τον πρωθυπουργό τον ίδιο δεν έχουν καταφέρει, μετά από 1.5 χρόνο διακυβέρνησης να ξεκολλήσουν την χώρα από την 27η, προτελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ευρώπης σε σχέση με τις επιδόσεις της στην κοινωνία της πληροφορίας.
Οι επίδοξοι μεταρρυθμιστές «μεταρρυθμίζουν» στα χαρτιά, παρέχοντας εκατοντάδες εξουσιοδοτήσεις για την έκδοση των απαραίτητων κανονιστικών πράξεων, κάτι το οποίο προκαλεί μεγάλες καθυστερήσεις η και ακύρωση των μεταρρυθμίσεων.
Ίσως δεν έχει υπάρξει άλλη κυβέρνηση που οι εξαγγελίες της για την δρομολόγηση μεταρρυθμίσεων όχι μόνον να παραμένον ευχολόγια αλλά να συνοδεύονται από πράξεις που βρίσκονται στον αντίποδά τους.
Η πολιτική της απέναντι στις φυσικές καταστροφές (του covid-19 συμπεριλαμβανόμενου) είναι χαρακτηριστική:
- Για τις πλημμύρες, τις φωτιές, τους σεισμούς και τους ιούς ευθύνεται η φύση! Μια κυβέρνηση, κατά τη λογική τους, απαλλάσσεται των ευθυνών, ακόμη κι αν δεν κάνει τίποτα. Το ότι, για παράδειγμα, μετά την αποψίλωση των δασών της Εύβοιας θα επακολουθούσε πλημμύρα είναι, αδιαμφισβήτητα, φυσικό φαινόμενο. Το ότι δεν έγιναν τα αντιπλημμυρικά έργα που θα μπορούσαν να είχαν ανασχέσει το νερό και τα φερτά υλικά που έπνιξαν την Εύβοια στην πλημμύρα της 9ης Αυγούστου είναι, πάλι, ένα πραγματικό γεγονός για το οποίο έχει ευθύνη ο Περιφερειάρχης και η κεντρική κυβέρνηση.
- Όταν δεν φταίει η φύση φταίει η γραφειοκρατία (και το δημόσιο, εμμέσως). Η κυβέρνηση αυτή εχθρεύεται το δημόσιο και τους δημοσίους υπαλλήλους και το δείχνει με κάθε ευκαιρία. Δεν είναι μόνο οι αποφάσεις του κ. Μηταράκη που προσέλαβε ιδιώτες ως Διευθυντές και Γενικούς Διευθυντές των τεχνικών υπηρεσιών του Υπουργείου «του» αλλά πλείστοι όσοι υπουργοί και πολιτευτές της ΝΔ που προσλαμβάνουν τα ξεδερφο-κούμπαρά τους με συχνότητα που δεν έχει προηγούμενο. Βεβαίως η γραφειοκρατία που δεν είναι φυσικό φαινόμενο μειώνεται η αυξάνεται με πράξεις και παραλείψεις των κυβερνήσεων. Όταν επτά στους δέκα νόμους του 2019 δεν περιλαμβάνουν καμία πρόταση απλούστευσης διαδικασιών και οκτώ στους δέκα δεν έκαναν καν μέτρηση των διοικητικών επιβαρύνσεων που προκαλούν στις επιχειρήσεις και στους πολίτες με τις διατάξεις τους, τότε η γραφειοκρατία βρίσκει εύφορο έδαφος για να αναπτυχθεί.
Οι ανοίκειες συγκρίσεις με άλλες χώρες και καταστάσεις αποτελούν ένα οιονεί συγχωροχάρτι για πράξεις και παραλείψεις της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού. Η σύγκριση γίνεται, πάντα, με χώρες που έχουν ίδιες ή χειρότερες επιδόσεις από μας αλλά ποτέ με χώρες που είναι σε καλύτερη κατάσταση. Η αναφορά σε εκατοντάδες χιλιάδες κρούσματα του κορονοϊού στην Ινδία ή την Βραζιλία σκοπό έχει να πανικοβάλλει τον ακροατή/τηλεθεατή και να τον καταστήσει δέσμιο του ΜΜΕ (και, εννοείται, των υποδορείων μηνυμάτων που θέλει να του περάσει).
Οι κυβερνήσεις της συντηρητικής παράταξης δεν διακρίθηκαν ποτέ για τον μεταρρυθμιστικό τους οίστρο. Ο κ. Μητσοτάκης που, κατά την φρασεολογία και το φαίνεσθαι, ομνύει σ’ αυτές ηγείται μιας κυβέρνησης που ακόμη κι όταν αποφασίζει να δράσει, αποδείχνεται εξαιρετικά αδύναμη να πετύχει ακόμη και διαχειριστικού χαρακτήρα αποτελέσματα. Μια κυβέρνηση χωρίς στρατηγική, με επιχειρησιακά ελλείμματα και πολύ φτωχά αποτελέσματα. Μια κυβέρνηση εξόχως αντι-μεταρρυθμιστική.
Δημοσίευση από “ieidiseis.gr”