«Πόσο καλά γνωρίζουμε την Μειονότητα της Δυτικής Θράκης»; ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ IV Του ΣΥΜΕΩΝ ΣΟΛΤΑΡΙΔΗ*
Η εκπαίδευση της μειονότητας αποτελεί το σημαντικότερο σημείο τριβής μεταξύ Διοίκησης και μειονότητας. Γνωστό είναι ότι διά μέσου αυτής αναπτύσσονται οι ψυχοσωματικές δεξιότητες του ανθρώπου ικανές για κοινωνική δράση. Μεταδίδονται τα ήθη και έθιμα , διευρύνεται ο πνευματικός ορίζοντας και καλλιεργείται . Για τον λόγο αυτό η ηγεσία της μειονότητας έδωσε μεγάλη σημασία στην μόρφωση των παιδιών της , εναντιώθηκε στην διοίκηση και την συντηρητική πτέρυγα ιδιαίτερα μετά από την αποδοχή της λατινικής γραφής στην Τουρκία, καθώς υπήρξε έντονη διαμάχη μεταξύ των Παλαιομουσουλμάνων οι οποίοι ήθελαν να συνεχίσουν να μορφώνονται στην Αραβική με περισσότερη βαρύτητα στα θρησκευτικά μαθήματα.
Η έντονη διαμάχη μεταξύ Νεότουρκων και Παλαιότουρκων συνεχίζονταν με την Πολιτεία να κωφεύει και μάλλον ανέμενε τα αποτελέσματα αυτής της διαμάχης. Παρατηρούσε βέβαια ότι οι Παλαιομουσουλμάνοι έχαναν τα ερείσματα τους, την δυναμική τους καθώς το νέο πνεύμα έφθανε από την Τουρκία, μέσω των γηγενών εκπαιδευτικών που επιμορφώνονταν στα Τουρκικά διδασκαλεία με την σύμφωνη γνώμη της Αθήνας και ως υπότροφοι του Τουρκικού δημοσίου.
Επί πλέον όπως καταγράφεται σε αρχειακό υλικό πολλά μειονοτικά σχολεία μέχρι το 1960 επιχορηγήθηκαν ή αναγέρθηκαν με χρήματα που προέρχονταν από την Άγκυρα και πάλι με την σύμφωνη γνώμη των Ελληνικών Αρχών.
Έτσι, μετά την ενσωμάτωση της Δυτικής Θράκης στον εθνικό κορμό διατηρήθηκαν για κάποιο διάστημα τα υπάρχοντα συνοικιακά σε όλες τις βαθμίδες , πλην των ανωτάτων που δεν υπήρχαν και ξεκίνησαν να ιδρύονται άλλα. Τα μαθήματα διδάσκονταν στην Τουρκική , ενώ τα πρώτα χρόνια οι μειονοτικοί μαθητές δεν διδάχθηκαν Ελληνικά αφού δεν υπήρχαν Έλληνες εκπαιδευτικοί.
Αποκαλυπτική για την κατάσταση που επικρατούσε στην Μειονοτική Εκπαίδευση, η έκθεση του Γενικού Επιθεωρητή Ε΄Περιφερείας Στοιχειώδους Εκπαίδευσης την οποία απέστειλε με Ε.Π αριθμός 24/14-6-1958 , προς το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, ο οποίος σημειώνει την γενική εικόνα και την «απροθυμία των Τούρκων προς εκμάθησιν της Ελληνικής γλώσσης» αλλά επισημαίνει και ότι « η εν τοις Μουσουλμανικοίς Σχολείοις προσφορά των Ελλήνων διδασκάλων δεν δύναται να κριθή επιτυχής».
Ο Γενικός Επιθεωρητής , έμμεσα, απαντά σε όλους αυτούς που κατά καιρούς έθεταν το ερώτημα «γιατί τα μέλη της Μειονότητας δεν έμαθαν στο παρελθόν , ικανοποιητικά, την Ελληνική γλώσσα». Καυτηριάζει τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι αφού τοποθετούνταν στα Μειονοτικά σχολεία, χωρίς καμία ενημέρωση , χωρίς γνώση της Τουρκικής και κατέληγε γράφοντας « Δια τούτο και πάντες θεωρούσιν «ως αγγαρίαν» το υπ΄αυτών επιτελούμενον έργον και εναγωνίως αναμένουσι την συμπλήρωσιν τριετίας, εις τας εις ας υπηρετούσιν θέσεις, ίνα επί τέλους ίδωσιν ανατέλλουσαν δι αυτούς την μεγάλην ημέραν της εις Ελληνικά Σχολεία μεταθέσεως των». (ΑΔΕΝΡ.ΑΒΕ 106. ΑΕΕ Διοικ.10.1. Φ.43/1948-1958).
Έτσι λοιπόν με τα προβλήματα της εποχής στην μειονοτική εκπαίδευση, το 1949 συνενώνονται τα υπάρχοντα μικρότερα Ιεροσπουδαστήρια σε Κομοτηνή και Ξάνθη και ιδρύονται νέα στις δύο αντίστοιχες πόλεις, όπου παρέχονταν θρησκευτική παιδεία βασισμένη στην Αραβική γραφή και στο Κοράνιο. Σκοπός και των δύο ο καταρτισμός δασκάλων, ιμάμηδων, χοτζάδων, μουεζίνιδων. Της Ξάνθης, είναι το παλαιότερο που βρίσκονταν στον οικισμό Εχίνος και είχε ιδρυθεί το 1903 , ενώ επαναδραστηριοποιήθηκε το 1956 πρόσφατα δε μεταφέρθηκε στην Ξάνθη.
Η ίδρυση των δύο συνέβαλε να καλλιεργηθεί έντονα η υπάρχουσα διαμάχη μεταξύ Νεωτεριστών και Συντηρητικών η οποία έφθασε σε σημείο να χαρακτηριστεί , λόγω του καλύμματος της κεφαλής των μαθητών, πόλεμος μεταξύ «φεσοφόρων και πιλοφόρων» ιδιαίτερα μετά το 1952 που ιδρύθηκε το μειονοτικό γυμνάσιο-λύκειο Κομοτηνής το οποίο επικράτησε να λέγεται «Τζελάλ Μπαγιάρ» εις ένδειξη Ελληνοτουρκικής φιλίας, αφού ήταν ο τρίτος Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Το τραγελαφικό της όλης ιστορίας ήταν ότι τα Ιεροσπουδαστήρια ιδρύθηκαν με ένα ανύπαρκτο καθεστώς, αφού κανένας δεν γνώριζε που ανήκαν , στην πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια εκπαίδευση και πέραν του Νέστου δεν αναγνώριζε καμία υπηρεσία το απολυτήριο που έπαιρναν οι μαθητές. To αναγνώριζαν μόνο κάποια Τουρκικά Ιμάμ Χατίπ που δέχονταν να εγγράψουν μαθητές στο σχολείο τους.
Αρχικά ήταν τριετούς φοίτησης, στην συνέχεια πενταετούς και τα τελευταία χρόνια είναι εξαετούς. Άγνωστο όμως σε ποια κατηγορία ανήκουν, αφού πρόσφατο έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας τα χαρακτηρίζει « Μουσουλμανικό Γυμνάσιο Λύκειο Ιεροσπουδαστήριο» ισότιμο με τα εκκλησιαστικά λύκεια . Δεν είναι όμως γνωστό αν επίσημα είναι «μειονοτικό» ,παρά το ότι ο Διευθυντής του είναι μέλος της μειονότητας και σπουδάζουν μαθητές μέλη της μειονότητας .
Στο μεταξύ από το 1957 τα μαθήματα γίνονται στην Τουρκική γλώσσα εκτός από τα Αρχαία, Νέα Ελληνικά, Ιστορία, Γεωγραφία. Ενώ το 1982-1983 χαρακτηρίστηκε ισότιμο γυμνάσιο ( ακόμη τότε ήταν πενταετούς φοίτησης) και άρχισαν να διδάσκονται στην Ελληνική γλώσσα τα Μαθηματικά, Φυσική, Βιολογία και Ψυχολογία.
Μετά το Μειονοτικό Γυμνάσιο – Λύκειο Κομοτηνής η τοπική μειονοτική ηγεσία της Ξάνθης θέλησε να ιδρύσει ένα νέο μειονοτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα για το οποίο το Συντονιστικό Συμβούλιο Θράκης αποφάνθηκε θετικά μετά από συνεδριάσεις επί συνεδριάσεων το 1965 , χωρίς να αποσαφηνίζεται αν χαρακτηρίζεται ως μειονοτικό ή ιδιωτικό. Στο σημείο αυτό θα τονίζαμε ότι και στο σχολείο αυτό στη διεύθυνση βρίσκεται μειονοτικός και διδάσκονται μαθήματα στα Ελληνικά και Τουρκικά όπως τα αναφέρουν τα εκπαιδευτικά πρωτόκολλα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας . Και ενώ επί Συριζα χαρακτηρίστηκε από τον τότε Υπουργό Κώστα Γαβρόγλου ως Μειονοτικό, στη συνέχεια τονίστηκε ότι είναι «Ιδιωτικό Μειονοτικό Γυμνάσιο Λύκειο Ξάνθης»!
Συνοπτικά , αν θέλαμε να χαρακτηρίσουμε την μειονοτική εκπαίδευση , θα λέγαμε ότι είναι τύποις μειονοτική αφού στην ουσία χωρίζεται σε Δημόσια/Ιδιωτική ως προς το ωρολόγιο πρόγραμμα, διορισμό εκπαιδευτικών, κάλυψη λειτουργικών εξόδων και εντάσσρεται στο ν.682/77 και μειονοτική ως προς τον ιδρυτή , σχολική εφορεία , διεύθυνση, μαθήματα στα Τουρκικά και Ελληνικά και εντάσσεται στο ν.694/77 .
Ο διαχωρισμός λοιπόν σε δύο τομείς είναι φυσικό να περιπλέκει την λειτουργία με νόμους που προέρχονται και από τις δύο εκπαιδεύσεις. Κυρίως την Ιδιωτική/Δημόσια όπου το Κράτος ανέλαβε τα λειτουργικά έξοδα των Σχολείων, οπότε τύποις παραμένουν «βακουφικά» ή «κοινοτικά» . Πολύ απλά, έχει λόγο η Διοίκηση στην λειτουργία. Δεν είναι όπως τα Ρωμαίικα στην Τουρκία που τα έξοδα όλα των σχολείων έχουν αναλάβει οι Ρωμαίικες κοινότητες.
Τα δυσκολότερα σημεία βρίσκονται στα Ιεροσπουδαστήρια. Με το νέο χαρακτηρισμό που τα δίνει το Υπουργείο τα αποχαρακτηρίζει από μειονοτικά και σαν ιδρύματα της Θρησκευτικής Μουσουλμανικής μειονότητας, έχουν εκτός από διευθυντή Μουσουλμάνο, μαθητές Μουσουλμάνους με πρόγραμμα θρησκευτικό μουσουλμανικό, πρώτη γλώσσα Τουρκική, ως δεύτερης την Ελληνική, ξένες γλώσσες και Αραβική.
Σε ερώτηση μου σε κάποιον που γνωρίζει τα θέματα , αλλά θέλησε να κρατήσει την ανωνυμία του , «ποιο το καθεστώς του Ιεροσπουδαστηρίου» απάντησε « Κτηριακά , ιδιοκτησιακά το Ιεροσπουδαστήριο και τα δύο Οικοτροφεία τα διέπει η Διαχειριστική Επιτροπή. Διαχειριστικά με τον πρόσφατο νόμο , δηλαδή προβλήματα σχολείου, ύδρευση, φωτισμός, τα διέπει η Σχολική Εφορεία».
Άρα το Ιεροσπουδαστήριο κτηριακά είναι ίδρυμα της Διαχειριστικής Επιτροπής, είναι Μουσουλμανικό λόγω του θρησκευτικού του χαρακτήρα και νομικά καλύπτεται σε κάποια σημεία από την εκκλησιαστική εκπαίδευση, π.χ ως προς τον πρόεδρο της σχολικής εφορίας , αλλά και δημόσιο αφού χρηματοδοτείται με μέρος χρημάτων από τον Δήμο.
Άφησα την μειονοτική εκπαίδευση στο τέλος των παραθέσεων μου. Είναι η πλέον δυσκολοκατανόητη από πλευράς διοίκησης και χαρακτηρισμού. Εμπλέκεται η πολιτική, το λεγόμενο εθνικό, το ενδομειονοτικό, η άγνοια, η φοβία, και το συμφέρον. Έγιναν πολλές προσπάθειες από άτομα του Υπουργείου για την επίλυση τους. Οι προσπάθειες τους προσκρούουν σε διάφορες διευθύνσεις και Υπουργεία.
Πάντως ένα είναι γεγονός ότι αν για κάποιο μειονοτικό θέμα γίνεται προσπάθεια ανάλυσης και συγγραφής ενός πονήματος, για την εκπαίδευση θα χρειαστούν βιβλία αφού η Διοίκηση αντί να τα λύσει τα περιπλέκει . Και αυτό όπως όλα γιατί σχετίζονται με πολιτικές που ίσχυσαν πριν 60 χρόνια.
ΤΕΛΟΣ
* Δημοσιογράφος, Δρ. Θρησκειολογίας, με εξειδίκευση στις Μουφτείες. Μέλος της Ανανεωτικής Αριστεράς.