Πόσο καλά γνωρίζουμε την μειονότητα της Δυτικής Θράκης; ΜΟΥΦΤΕΙΕΣ ΙΙ. Του ΣΥΜΕΩΝ ΣΟΛΤΑΡΙΔΗ*

Το δικονομικό σύστημα στο Οσμανικό κράτος απέρρεε από τον Ισλαμικό νόμο. Οι καδήδες, ως ιεροδίκες, τηρώντας το νόμο, απέδιδαν το δίκαιο με βάση το χανεφικό νομικό σύστημα, αφού ανέλυαν επαρκώς το νόμο, το Κοράνι και την παράδοση. Χρειάζονταν όμως τις ιερές γνωμοδοτήσεις του Μουφτή για την καλύτερη απονομή του δικαίου.

Οι Μουφτήδες λοιπόν εξέδιδαν τις γνωμοδοτήσεις τους και με βάση το εθιμικό δίκαιο, το οποίο έπαιζε καθοριστικό ρόλο, γιατί έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη και τα έθιμα, ακόμη και οι συνθήκες διαβίωσης των πιστών μιας περιοχής ή μιας Ισλαμικής κοινότητας. Οι γνωμοδοτήσεις δεν ήταν δεσμευτικές για τον ιεροδίκη .

Μετά την ενσωμάτωση της Δυτικής Θράκης στον εθνικό κορμό η Ελληνική Διοίκηση απαιτούσε την εφαρμογή νέων ρυθμίσεων σχετικά με την οργάνωση της μειονότητας. Έλαβε υπόψη τις συμβάσεις του 1881 «περί προσαρτήσεως της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου εις την Ελλάδα», τη Συνθήκη των Αθηνών του 1913 που υπογράφηκε μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας , καθώς και τον ειδικό νόμο 434/12-9-1901. Με βάση αυτά ψήφισε το νόμο 2345/20 «περί προσωρινού αρχιμουφτή και μουφτήδων των εν τω κράτει μουσουλμάνων και περί διαχειρίσεως των μουσουλμανικών κοινοτήτων».

Μετά την συνένωση των δύο θεσμών Μουφτή και Καδή το έργο απονομής της δικαιοσύνης στους πιστούς ανέλαβε ο Μουφτής ο οποίος χρίσθηκε ιεροδίκης, δικαστής οπότε για την απονομή του δικαίου η ελληνική κυβέρνηση έκρινε σκόπιμο να διατηρήσει σε ισχύ τα ιεροδικεία τα οποία παρέμειναν αρμόδια , παρά το γεγονός ότι είχαν καταργηθεί τα έκτακτα δικαστήρια « για να κρίνουν υποθέσεις καθαρά θρησκευτικού περιεχομένου». Έτσι ο πρωθιερέας του Ισλάμ απέδιδε το δίκαιο μόνο για υποθέσεις «νομοκανονικής υφής» στα Ισλαμικά δικαστήρια, στα Σερί. Ενώ η Μουφτειακή απόφαση γίνονταν  αποδεκτή και από τα Πρωτοδικεία, ήταν εκτελεστές και  δεν εξετάζονταν ως προς το περιεχόμενο.

Η εκλογή του Μουφτή γίνονταν με βάση το άρθρο 11 της Σύμβασης των Αθηνών του 1913 και τα μέλη της μειονότητας ψήφιζαν από τον κατάλογο των εκλόγιμων. Ήταν δε αρμόδιος για θέματα μεταξύ Μουσουλμάνων, όπως γάμων, διαζυγίων, επιτροπείας , Ισλαμικών διαθηκών.

Μετά την ψήφιση του νόμου 2345/20 η διαδικασία εκλογής αλλάζει και αντί της εκλογής , εφόσον είναι ταυτόχρονα και δικαστής , διορίζεται από το κράτος μεταξύ  υποψηφίων, οι οποίοι εκλέγονται δια μυστικής ψηφοφορίας και δια ψηφοδελτίων και «ο σχετικώς πλειοψηφήσας»  ανακηρύσσεται από το πρωτοδικείο Μουφτής.

Η παραπάνω νομοθεσία παραμένει σε ισχύ μέχρι το 1991 όταν προκύπτει η ανάγκη αναμόρφωσης της, όπως λέγεται,  ως τότε της ισχύουσας νομοθεσίας. Έτσι με το νόμο 1920/1991 «περί Μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών….» σε 10 άρθρα τονίζεται ότι το «ισχύον καθεστώς βελτιώνεται και εκσυγχρονίζεται».

Τότε άρχισαν οι μειονοτικές αντιδράσεις και κύκλοι της μειονότητας επεσήμαναν ότι ο νέος νόμος οδηγεί στην πράξη την κατάργηση της Συνθήκης των Αθηνών του 1913 και ζήτησαν την διατήρηση του προγενέστερου καθεστώτος. Κυρίως εναντιώθηκαν στο άρθρο 1 παρ.1 όπου αναφέρεται στην κάλυψη «της κενωθείσας θέσης του μουφτή από τον αρμόδιο νομάρχη». Καθώς επίσης και στην παράγραφο 6 αφού προβλέπεται ότι «ο γενικός γραμματέας της Περιφέρειας υποβάλει όλα τα σχετικά στοιχεία προς τον/την  Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων» και «διορίζεται με Προεδρικό Διάταγμα» αφού προηγουμένως ορκιστεί σαν δημόσιος υπάλληλος.

Στο μεταξύ ενημερώνεται η μειονοτική ηγεσία στις 24/12/1990 από τη Νομοθετική Πράξη που δημοσιεύεται στο ΦΕΚ 182Α/-Α11και  προβλέποντας  τις εξελίξεις που θα επέρχονταν με το νέο νόμο,  τέσσερις ημέρες μετά την δημοσίευση του σχετικού ΦΕΚ , ημέρα  Παρασκευή , στις 28/12/1990,  με ανακοίνωση της Ανώτατης Μειονοτικής Επιτροπής συγκεντρώνεται  μέρος της μειονότητας μέσα στα τεμένη , και δια ανατάσεως της χειρός εκλέγουν  σε Κομοτηνή και Ξάνθη πρωθιερείς του Ισλάμ, τους οποίους η Ελληνική Διοίκηση δεν αναγνώρισε, τους αποκάλεσε «ψευτομουφτήδες» ενώ τους ασκήθηκαν μηνήσεις για «αντιποίηση αρχής». Από την άλλη η Τουρκία δεν αναγνώρισε τους υπάρχοντες και διορισμένους από το Ελληνικό κράτος , ενώ αποδέχθηκε τους εκλεγμένους σαν «νόμιμους Μουφτήδες».

Οι Μουφτήδες είναι γνωστό ότι ασκούσαν καθήκοντα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά στα Ιεροσπουδαστήρια,  διοικητικά μέσα στην Μειονότητα , διαχείριση των Βακουφίων και δίκαζαν βάσει του ιερού νόμου του Ισλάμ. Ήταν ταυτόχρονα και «πολιτικοί» ηγέτες αφού το Ισλάμ είναι και πολιτικό σύστημα. Για τον λόγο αυτό Ελλάδα και Τουρκία είχαν πάντα μια αντιπαράθεση  στην επιλογή του προσώπου.

Η τοποθέτηση λοιπόν φίλα προσκείμενων ένθεν κακείθεν ήταν για τον λόγο αυτό , ενώ στο  ιστορικό διάβα παρατηρήθηκαν διορισμοί Μουφτήδων φίλα προσκείμενων στην Ελληνική Διοίκηση οι οποίοι στην συνέχεια μετατράπηκαν σε «αδιάφορους» προς αυτήν .

Υπάρχουν  πληθώρα εγγράφων και αλληλογραφίας. Χαρακτηριστική είναι αυτή,  η οποία εστάλη από την Επιθεώρηση Μουσουλμανικών Σχολείων Ροδόπης-Έβρου προς το Υπ. Εξωτερικών , Διεύθυνση Δ΄Πολιτική , με Αριθμ. Πρωτ. Ε.Π 47/ 26-8-1961, με θέμα « Δράσις Μουφτή Κομοτηνής» όπου γίνεται αναφορά σε Μουφτή Κομοτηνής , Παλαιομουσουλμάνο που στην συνέχεια «έκανε στροφή υπέρ των Νεωτεριστών».

Στο θέμα του δικάζειν του Μουφτή , η πρόταση της κατάργησης της δικαστικής εξουσίας επανήλθε σε τακτά χρονικά διαστήματα από Ελληνικούς φορείς , όπως Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας και κόμματα, με αποτέλεσμα να περιοριστεί  τουλάχιστον εν μέρη η δικαστική εξουσία του. Αυτό επετεύχθη  επί Συριζα, όταν περιορίστηκε η δικαστική εξουσία του Μουφτή και με βάση την συντρέχουσα αρμοδιότητα άρχισαν τα Ελληνικά Δικαστήρια να δέχονται προσφυγές  σε υποθέσεις μελών της μειονότητας , όπως διαθήκες, διαζύγια, κληρονομιές, κάτι που ήταν αδιανόητο , αφού οι αποφάσεις εκδίδονταν μετά από τις διαδικασίες στα Ιεροδικεία και μόνο σε αυτά , τις οποίες τα Πρωτοδικεία δέχονταν τις αποφάσεις τους.

Μετά την ανάλυση ενός περίπλοκου , κυρίως πολιτικού θέματος, θα πρέπει να τονισθεί ότι η Θρησκευτική δυαρχία στην μειονότητα έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα .

Πρώτα από όλα στους πιστούς γιατί βρίσκονται στην μέση της δίνης του διορισμένου και εκλεγμένου Μουφτή. Είναι γνωστό  ότι το 80% των τεμενών της Δυτικής Θράκης  ελέγχονται από τους μη αναγνωρισμένους από την Ελληνική Διοίκηση πρωθιερείς , οι οποίοι περιλαμβάνουν στο δυναμικό τους τον μεγαλύτερο αριθμό Χοτζάδων, ιεροκηρύκων, μουεζίνιδων. Το ίδιο συμβαίνει και με τα κατηχητικά.

Οι νόμιμοι από το κράτος πρωθιερείς είναι οι επίσημοι φορείς που κρατάνε την σφραγίδα. Τις επισκέπτονται τα μέλη της μειονότητας μόνο όταν τις έχουν ανάγκη . Για παράδειγμα τελούν γάμους και ασχολούνται με ιεροδικεία. Γάμους όμως τελούν όλοι οι θρησκευτικοί λειτουργοί, αφού στο Ισλάμ δεν υπάρχουν μυστήρια και δογματική θεολογία. Οπότε τελούν και οι φίλα προσκείμενοι  Χοτζάδες  προς τον πρωθιερέα  που δεν αναγνωρίζει η Διοίκηση . Οι νεόνυμφοι λοιπόν τελούν το νικιάχι  ( το τελετουργικό) τους και στην συνέχεια μεταβαίνουν για την σφραγίδα στην νόμιμη Μουφτεία , ξανά πληρώνοντας δικαιώματα τέλεσης γάμου.  Το δε κράτος αποδέχεται αυτή την «κοροϊδία», αν και διαρρηγνύει  κατά καιρούς τα ιμάτια του.

Το δυσκολότερο όλων είναι ότι οι κρατικοί φορείς ευρισκόμενοι μεταξύ της δυαρχίας επικοινωνούν επισήμως με τις αναγνωρισμένες , προσκαλούν σε εκδηλώσεις τους αναγνωρισμένους πρωθιερείς και τοποθετούν σε καθίσματα  μακριά του διπλωματικού σώματος της Τουρκίας . Εννοείται δε ότι δεν έχουν καμία επίσημη επικοινωνία. Γιατί ανεπίσημη έχουν , ιδιαίτερα την προεκλογική περίοδο!

Επειδή λοιπόν τα προβλήματα διογκώνονται στο Μουφτειακό και θα εμφανιστούν μπροστά μας με μεγαλύτερη δυναμική και μόνο ένας μη λογικά σκεπτόμενος σχετικός δεν τα βλέπει ,αφού καταργηθεί το δικάζειν του Μουφτή ( μετά την σύμφωνη γνώμη της μειονότητας) να προκηρυχθούν ελεύθερες εκλογές για την ανάδειξη  Πρωθιερέων του Ισλάμ από την βάση ώστε να ομαλοποιηθεί η κατάσταση μέσα στην μειονότητα και να διευθετηθεί μέρος των μειονοτικών διαφορών μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων Ελλάδας και Τουρκίας.

* Δημοσιογράφος, Δρ. Θρησκειολογίας, με εξειδίκευση στις Μουφτείες. Μέλος της Ανανεωτικής Αριστεράς.